Ιδού λοιπόν που το αναπότρεπτο, τόσο που το προσωποποιούσε για να το ελέγχει, έμεινε τελικά ανεξέλεγκτο, και την κυρίευσε ολωσδιόλου, ώσπου την άφησε στη μητρική αγκαλιά της γης, που κι ας μην ήταν αυτή που ζητούσε ―της δικής της μάνα η αγκαλιά―, έτσι που μπερδεύονται μετά θάνατον οι ανομοιότητες… ήταν αυτή που της δόθηκε ως έσχατη προίκα. Και τη δέχθηκε αν και διατήρησε το δικαίωμα ―έχουν δικαίωμα στον θάνατο οι ποιητές και οι ποιήτριες ακόμα σπαρακτικότερο―, να ελπίζει μες την απόγνωση του επέκεινα, πως τούτο το χώμα, που «πατρίδα του είμαστε», δεν ήταν το απόλυτο τέλος. Τεμπέλα και νεκρή δεν θα ’θελε να είναι. Και τα δυό μαζί ασήκωτα, τώρα που επικράτησε ολοκληρωτικά το αναπότρεπτο του δευτέρου και της έμεινε μονάχα η κληρονομιά, η καινή διαθήκη ορισμένων στίχων της: «δεν είναι το χώμα λοιπόν η μόνη λύση / όπως ισχυρίζεται ο κάθε τεμπέλης νεκρός». Ήλπιζε κιόλας πριν παραδώσει το πνεύμα, να έβρεχε κι από λίγο εκεί πάνω που πήγαινε, για ν’ αληθεύει η ποίηση, για να κινείται η ακινησία, για να είναι ειλικρινέστερος ο Ουρανός.
Τρέμοντας σχεδόν διάβηκε την ουράνια αυλή με τα ποιήματά της παραμάσχαλα. Ήταν το μόνο που είχε να παρουσιάσει σ’ όποιον τυχόν ήθελε να κρίνει αν της αξίζει, αν τη χωράει εκείνο το άγνωστο που άνοιγε τις πύλες του και του είχε ανοίξει από χρόνια και προ θάνατον έντρομη την ψυχή της. Κι έτσι όπως τα είχε υπομάλης είδε ―με κάποιον τρόμο στην αρχή, με μια σχεδόν μεθυστική κατάπληξη μετά―, πως τα βιβλία της που κρατούσε, έμπαιναν κι αναπαύονταν, έβρισκαν θέση χωρίς να ενοχλούν· μέσα στα σπλάχνα της. Καρδιά και πνευμόνια και το θυσιασμένο συκώτι είχαν πλήρως καταληφθεί απ’ το «ενός λεπτού μαζί», το, «χαίρε ποτέ» κι όλα τα μεγαλοβδομαδιάτικα ποιήματά της είχαν καθίσει σταυρωτά εκεί στο στέρνο, για να βρίσκει παλμό το Πάθος από την καρδιά και ν’ αναπνέει το Κάλλος απ’ την αιώνια παροχή· μη τυχόν δύσει ακόμα και μετά θάνατον. «Όλους μια δίψα μας σταυρώνει», του είχε γράψει προς το τέλος εξάλλου του Ιησού. Κι η δίψα μετά θάνατον δεν σβήνει.
Όμως δεν βρήκε κανέναν να την υποδεχθεί, κανέναν να τη ρωτήσει, μήτε και πύλη στο ουράνιο σπίτι, στο ουράνιο κτήριο υπήρχε· μπήκε προχώρησε λιγάκι, ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια μ’ άρχισε ν’ ανησυχεί: πολλή ελευθερία κινήσεως, αλλά και πολλή ακινησία εδώ στην αντίπερα όχθη. Ούτε μια ψυχή μέσα τον κόσμο των ψυχών ή μήπως δεν τα ήξερε καλά τα θεολογικά και απαιτούνταν, τώρα που όλα είχαν τελειώσει, κι άλλη ερμηνεία κι άλλη εξήγηση. Μα χαμογέλασε μ’ ελπίδα. Της αρέσει το διάτρητο σώμα της, κι ας είχε γεννήσει μέσα από τα σωθικά της και μια τρεμουλιαστή αγωνία: αυτή η διαπερατότης άχρηστη θα ήταν αν δεν υπήρχε κάποιος να την κατοικήσει, «αν δεν μπορεί ο άνθρωπος ελεύθερα να μπαίνει μέσα σ’ άνθρωπο, τί σόι μακαριότητα κι αιωνιότης είναι πια αυτό το σπάνιο δώρο»; Αυτά συλλογιζόταν αμείωτα παθιασμένη όπως και πριν και προχωρούσε προχωρούσε και τα μάτια της ξεθάμπωναν λες απ’ το πολύ φως που τώρα είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως της έκρυβε τα φανερά μέχρι να το συνηθίσει ―καινούργιο φως ήταν αυτό· ανεπίγνωστο― και συνηθίζοντάς το σήκωνε άφοβα τα βλέφαρά της.
Ανέβηκε κι άλλα σκαλοπάτια… το σπίτι αυτό έμοιαζε πύργος μα όχι περίκλειστος· μήτε κυρτωμένους σαν του Κάφκα είχε δικαστές και κλητήρες και δαιμόνια να εγκρίνουν και ψυχές να περιμένουν την ετυμηγορία σκυφτές και μαραζωμένες, αλλά κάθε πάτωμα και μια πλατεία τριγυρισμένη με πολλά δωμάτια. Κάθε δωμάτιο και σπίτι και αργά-αργά, σιγά-σιγά έφταναν στ’ αυτιά της μέσα από τόσα δειλινόδεντρα μιας πλατείας κι από τον ίσκιο των σκαμμένων κέρινων φύλλων τους, φωνές παιδικές, ζεστές προτροπές πατρικές, γλυκύτατες μητρικές συμβουλές… «να πας νωρίς για ύπνο… αγγελάκι μου… πρόσεχε το καινούργιο σου φουστάνι, τι θα βάλουμε αύριο στην εκκλησία;…».
«Μπας κι ονειρεύομαι και πάλι ακόμα και στον κόσμο τον απάνω· η αδιόρθωτη»; μονολόγησε, «τί στο καλό, για τόσο γήινα πράγματα μιλάνε κι εδώ πάνω, πώς είναι δυνατόν»… «Ελένηηη…» ακούστηκε όμως ξαφνικά και την έκανε ο ήχος του μητρικού ονόματος, να μείνει καρφωμένη στο ίδιο σημείο… Μήπως ήταν η Γιαγιά, που τη φώναζε από κάποια μακρινή παιδική ηλικία του μέλλοντος; Αλήθεια λοιπόν, κάπου εκεί κοντά θα έβλεπε ξανά τη μάνα της; «Ας συνέλθω κι ας προχωρήσω…» έπεισε τον εαυτό της, «δεν θα ψάξω από πού ήρθε η φωνή… τον ίδιο πόθο πρέπει να ’χουμε κι εγώ κι η μάνα μου κι όλοι που μ’ άφησαν και τους έκλαψα και τους θρήνησα σαν “του κάτω κόσμου άλιωτες αγάπες”… Αν είναι εδώ, ας με ακολουθήσει». Μάλλον δεν ήταν ακόμα έτοιμη, δεν μπορούσε να χωρέσει τόσην συνάντηση… Όσος και να ’ταν ο πόθος της αναμονής, άλλη τόση ψυχραιμία της χρειαζόταν τώρα, αν ήταν αλήθεια το απίστευτο πως εκεί «δεν υπάρχουν σύνορα» ανάμεσα στους ανθρώπους μήτε «κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους».
Ανέβαινε, ανέβαινε, κι ήχοι από πιάνο και ψαλμωδίες μεγαλοβδομαδιάτικες έσμιγαν με μιάν αρμονία απόκοσμη μα εξαίσια, ανακατεύοντας κι ευοδώνοντας πόθους κρυφούς και μύχιους δικούς της… «Τόσην ευόδωση δεν θα την αντέξω, φοβάμαι τόσον έρωτα που γεννιέται ανίκητος για τόση ζωή που άφησα πίσω μου», παραμιλούσε σχεδόν… «Θέλω να δω φωτογραφίες, κάτι οικείο, να χαρείς Θεέ μου, λυπήσου με Ιησού, θα ξέρεις είμαι σίγουρη τον τρόμο της μετάβασης από δω εκεί κι απ’ εκεί εδώ· όσο κι αν μεγάλο θαύμα ήσουνα εσύ και το μπορούσες “να επιβληθείς στη διανομή σου”»!
Και το οικείο της δόθηκε. Είχε ανέβει πια σ’ επόμενο πάτωμα, σ’ ένα ανεπαίσθητο πέρασμα στον οίκο εκείνο τον ψηλό με τ’ ατελείωτα πατώματα και την απλωσιά κάθε πλατείας να λευτερώνει αμείωτα την ψυχή και το διάτρητο σώμα της, που το αισθανόταν τώρα πια ολόκληρο σαν οφθαλμό που μπορεί και ν’ ακούει, σαν όσφρηση που μπορεί να βλέπει, σαν σάρκα που περπατά με το ελαφρύ πέταγμα των πουλιών που παθιασμένα είχε ζηλέψει. Σ’ εκείνο το πάτωμα η πλατεία ήταν άδεια, τα δέντρα λιγοστά. Αλλ’ ιδού οι φωτογραφίες που είχε ζητήσει: ολόσωμες, ψηλές, καρφωμένες χωρίς βία, εντελώς φυσικά επάνω σ’ ένα χώμα που είχε την υλικότητα του πούπουλου από ταινία του Ταρκόφσκι, στερεωμένες επάνω σε πέτρες, πετρούλες, βότσαλα πολύχρωμα, που η μετρημένη λάμψη τους προέδιδε μια αόρατη φροντίδα. Να ο Άθως, ψηλός κι αγέρωχος, οικεία η φωτογραφία, της είχε μιλήσει ατελείωτες φορές· να κι η φωτογραφία της μάνας, του πατέρα, άλλων φίλων, γνωστών, που την έκαναν να νιώσει οικειότητα. Ανάσανε κοιτώντας τες, μα ήδη δεν μπορούσε να ημερέψει μέσα της το αίνιγμα ετούτης της σκηνής, «τι ουράνια σκηνοθεσία είναι αυτή και τί βουβή συνάντηση· το ζήτησα δεν το αρνούμαι, να κολακέψει κάπως της δυσπιστίας τον εθισμό, αλλά… αυτό ήτανε όλο κι όλο…;»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη της, και ξεπρόβαλε σκυφτή με κάτι σαν μανδύα ή ελαφρώς σκισμένο πουκάμισο, η μορφή του μυστικού κι επίμονου κηπουρού. Σκυμμένος, ως το έδαφος εκείνο το άφατο, έγραφε κάτι στη γη μ’ απόλυτη συγκέντρωση, μ’ ένα μειδίαμα ικανοποίησης που έβγαινε από τη ίδια τη μήτρα της γραφής του (έτσι πίστεψε δυνατά η Κική βλέποντάς τον) κι ύστερα γύρισε, αργά καθώς σηκωνόταν και τη φώναξε κοντά του. Το πρόσωπό του ήταν γυρισμένο ολόκληρο προς εκείνη μα από ένστικτο αυτοπροστασίας και αίσθημα ανετοιμότητας απέστρεφε κάπως το δικό της. Ίσως και να ήταν πολύ το φως στο δικό του και φοβήθηκε μην επιστρέψει πάλι κείνο το θάμπωμά της στα μάτια. Κι είπε ο κηπουρός, κρατώντας κι ένα κουβαδάκι, περίπου σαν εκείνο που κρατάνε τα παιδιά όταν παίζουν στην ακρογιαλιά:
«Έλα Βασιλική, να τις ποτίσουμε τις πετρούλες μαζί… μήν χάσουνε την όμορφή τους όψη, αυτή που κλέβουν από τη θάλασσα την ανείπωτη. Κρίμα να μείνουν άνυδρες οι πέτρες, κι ακόμα μεγαλύτερο κρίμα να μείνουν άνυδρες κι οι φωτογραφίες που κραδαίνουν το βάρος τους· ας πιούν λοιπόν κι αυτές από το ύδωρ το ζωντανό». Έσκυψε ξανά, αποτείνοντας το ένα χέρι προς εκείνη και τότε είδε ένα χρονίζον τραύμα στη μέση της παλάμης του, για να παρατηρήσει συντετριμμένη, την ώρα που εκείνος έριχνε νερό επάνω στις πετρούλες, και την άλλη, με την ίδια πληγή που έκλεισε με τους αιώνες μα δεν σβήστηκε. «Έλα να τις φιλήσουμε τις φωτογραφίες σου», συνέχισε η ζεστή φωνή του, «καλά το είχες γράψει, άψυχες δεν είναι, γι’ αυτό και το γνωρίζεις το σάρκινο αποτύπωμά τους. Θέλουν κι αυτές το πότισμά τους, Βασιλική, μέχρι να τις αναστήσω!», είπε κι έγινε αύρα λεπτή που της ζέστανε τα σωθικά διαπερνώντας την ολόκληρη απ’ τη μια πλευρά του τελευταίου σώματός της στην άλλη, αφήνοντας την δακρυσμένη, μ’ ανοικτά τα χέρια μπροστά στις φωτογραφίες κι ένα απέραντο ουράνιο δάπεδο «αφράτου ουρανού» για να το γεμίσει μ’ άλλα τόσα ποιήματα ως τη στερνή και τέλεια μεταμόρφωση.
[*] Στο αφήγημα ενσωματώνονται στίχοι από διάφορα ποιήματα της Κικής Δημουλά. Τούτο είναι κάποιες φορές φανερό καθώς δίνονται αυτούσιοι εντός εισαγωγικών∙ αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, αφομοιώνονται στο κείμενο. Η πρακτική αποτελεί συνειδητή προτροπή μου προς τους αναγνώστες να στραφούν στο συνολικό έργο της αξέχαστης ποιήτριας.