Ένας ποπ χριστουγεννιάτικος μύθος[1]
Ήταν Δεκέμβριος κι επέστρεφε βράδυ αργά από το σπίτι του Πωλ όπου τόσα χρόνια συνέβαινε μεταξύ τους το θαύμα της δημιουργίας, γιατί στο τέλος της συναλλαγής ήχων και στίχων, τρέλας μουσικής και στιγμιαίας έμπνευσης, ό,τι ώρα και να ’ταν, όποιους δρόμους και να χρειάστηκε να περπατήσουν γρατζουνώντας τις χορδές τους, η γέννα ήταν ολοκληρωμένη, το τραγούδι ήταν σπαρταριστό και έτοιμο στα χέρια τους, γυμνό βεβαίως από τη συνδρομή των άλλων δύο, για να ταξιδέψει μετά, κυριολεκτικά, τους ωκεανούς του κόσμου.
Δεν τα χρειαζόταν τα γυαλάκια του πια· ήξερε απ’ έξω το δρόμο, τα έβγαλε και κατηφόρισε ανάλαφρος, σαν να είχε αδειάσει από κάτι βαρύ, δικό του και ξένο μαζί, για το σπίτι του. Δεν έβλεπε χωρίς αυτά σχεδόν τίποτα, αλλά ήταν ταιριαστή αυτή η ζάλη με την πάλη της τέχνης που προηγήθηκε και τη δεχόταν μ’ έναν αυτοσαρκασμό. “What the hell, I know I ’m almost blind, but I can make it home!”
Κάποια στιγμή, ήταν κιόλας περασμένα μεσάνυκτα, όπως κατηφόριζε άκουσε φωνές, ένα ελαφρύ τραγούδισμα γλυκύτατο, κι αμέσως γύρισε να δει με περιέργεια —όσο μπορούσε χωρίς τα γυαλάκια του— στα δεξιά του δρόμου αυτό που του φάνηκε πως ήταν 5-6 άτομα να κάθονται στη βεράντα, ένας (ή μία) να στέκει ή να σκύβει, μάλλον ρίχνοντας το τραπουλόχαρτο στο τραπέζι, ίσως και κάνα δυο σκυλιά με τη χαρακτηριστική ανάσα τους χαμηλά στο πάτωμα όπου δίπλα τους κάποιος μικρός ίσως είχε αποκοιμηθεί στο κοντό παγκάκι καθώς οι άλλοι χαρτόπαιζαν. «Καλά δεν ξεπάγιασαν αυτοί μες το ψοφόκρυο τέτοιο καιρό να κάθονται έξω για μπιρίμπες; “Strange people”, σκέφτηκε σχεδόν φωναχτά». Καθώς απομακρυνόταν απ’ το σπίτι εκείνο για καλά, εκείνη η μουσική, το τραγούδι, του φάνηκε προς στιγμή πως ήταν το δικό του “Julia”… «Καλά, θα ’χω ζαλιστεί εντελώς απ’ την πολλή ώρα που παίζαμε με τον Πωλ. Το “Julia” δεν το ’χω ακόμα βγάλει… μόνο η κιθάρα μου και λίγο ο Πωλ έχουν μια υποψία», σκέφτηκε. Είχαν καπνίσει βέβαια και λίγο απ’ το καλό το πράμα όπως πάντα… για έμπνευση… οπότε, θεώρησε τον ήχο εκείνο απατηλή σύμπτωση και, μπαίνοντας στο σπίτι του, φόρεσε αμέσως τα γυαλιά του, που είχαν θολώσει βέβαια στην αρχή από τ’ αγιάζι που μπήκε μέσα, αλλά μετά καθάρισαν το τοπίο, το μυαλό του και τη θολούρα του δρόμου.
Δεν άργησε να ξαναπάρει την κιθάρα… Το “Julia” τον πολιορκούσε και τον κύκλωνε από παντού… Θες τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν και του τη θύμιζαν, τότε που έρχονταν στη θεία του να τον δει κι έφερνε ξανά και ξανά κι άλλα δώρα, λες κι ήθελε μ’ αυτά ν’ αναπληρώσει τις ώρες που ήταν μακριά του· θες η παραξενιά του δρόμου κι η θαλπωρή της σκηνής στη βεράντα που είδε πριν, τον έσπρωχναν να δώσει σχήμα στη συγκίνηση. Βυθισμένος στον καναπέ, κλειστά μάτια βρίσκοντας τις συγχορδίες, ανοικτά σημειώνοντας παράλληλα τις λέξεις. Μέσα του πόνος, πόνος πολύς μα καταλαγιασμένος με τα χρόνια, σκληρή οδύνη για την απώλεια της μάνας την ξαφνική, την απρόβλεπτη, την απίστευτη. Κάποτε ήταν μόνιμη πικρή γεύση στο στόμα, μετά θυμός και ειρωνεία σχεδόν προς όλους και όλα, έπειτα κόμπος στο λαιμό που τον ξεγελούσαν ξεγλιστρώντας οι μελωδίες του και τα κρυφά δάκρυα. Έτσι βγήκε και το “Julia” εκείνο το βράδυ….
«Ό,τι και να πω είναι ανούσιο
μα θα το πως μήπως σε φτάσει…
Παιδί του Ωκεανού με φωνάζει…
Το χάδι σου ζητώ….
Τα μαλλιά σου ταξιδεμένος ουρανός στον ήλιο λαμπυρίζει…
Το χάδι σου ζητώ, Παιδί του Ωκεανού με φωνάζει….
Κι αφού το κλάμα της καρδιάς δεν μπορώ να τραγουδήσω
Σκέψεις απλές μοναχά σου προσφέρω.
Παιδί του Ωκεανού με καλεί
Julia…»
που τον αποκοίμισε λυτρωτικά με τα γυαλάκια φορεμένα κι άνοιξε την πόρτα στο όνειρο. Tο τραγούδι συνέχισε αδιάκοπα να παίζει, καθώς βρισκόταν στον ίδιο δρόμο, εκείνον της επιστροφής από το σπίτι του Πωλ, αλλά απ’ την αντίστροφη πλευρά, τρέχοντας τάχα πίσω να του παίξει το τραγούδι, φορώντας όμως τώρα τα γυαλιά του. Γι’ αυτό και σκέφτηκε πλησιάζοντας εκείνο το σπίτι με την παρέα στη βεράντα που είχε δει το βράδυ: «τώρα θα δω τις φάτσες τούτων των τρελών ανθρώπων που βγήκαν μες το κρύο να χαρτοπαίξουν… είμαι περίεργος»! Πιο ανάλαφρος τώρα περπατούσε. Το χρωστούσε στο τραγούδι, που όσο πόνο και να κουβαλούσε, έφερε και μια λύτρωση. Χρόνια ήθελε να γράψει κάτι για τη μάνα του και δεν το μπορούσε. «Julia…Παιδί του Ωκεανού με φωνάζει…», έπαιζε και ξανάπαιζε στο μυαλό του, σαν να του ήταν γνωστό από χρόνια. Μαζί με τη μελωδία βούρκωσαν λίγο και τα μάτια του, όσο του επέτρεπε η σκληρότητα που είχε φορέσει —ακόμα και μακριά από άλλους—, για να μη δείχνει πολύ ευάλωτος κι έτσι με θολά πάλι τα μάτια είναι πλέον δίπλα στο σπίτι, με γυρισμένο τώρα το βλέμμα ακριβώς επάνω στη βεράντα. Μα βλέπει κάτι άλλο τούτη τη φορά. Βγάζει αμέσως τα γυαλιά του, καθαρίζει τα μάτια απ’ τη θολούρα των λίγων δακρύων. «Όχι πάλι θαμπάδα, φτάνει τόσο, τώρα έχω τα γυαλιά μου και θα δω καθαρά»! Μα πάλι βλέπει κάτι τόσο αλλιώτικο σε σχέση με το προηγούμενο βράδυ, που νομίζει πως τρελάθηκε ή θέλει να γελάσει με τη τύφλα του· πάντως, κοντοστέκεται και χάσκει συνεπαρμένος: μπροστά του ήταν μια σκηνή αναπαράστασης της γέννησης του Ιησού. Η Μαρία να σκύβει σε στάση χαράς και λατρείας επάνω στο παιδί, ο Ιησούς χαμηλά στη φάτνη, δυο-τρία ζώα από γύρω κοντά του κι όλα λουσμένα σ’ ένα αβίαστο φώς που τρεμοπαίζει από κάπου, κάνοντας τις φιγούρες σχεδόν να μην πατούν στη βεράντα, σάμπως να ίπτανται μα μόνο ανεπαίσθητα… και το τραγούδι του να παίζει τώρα όχι δυνατότερα στ’ αυτιά του, αλλά απλωμένο σ’ όλη την αυλή, σ’ όλη τη γειτονιά σαν να ταιριάζει φυσικά στη σκηνή εκείνη. Άφησε λίγο τον εαυτό του να παρασυρθεί σ’ εκείνο τ’ όνειρο· σχεδόν να βγάλει κιόλας την κιθάρα του απ’ τη θήκη και να συνοδεύσει τη μελωδία, να πάρει κι ίδιος ενεργό ρόλο σ’ εκείνο το θαυμάσιο σκηνικό… «Το χάδι σου ζητώ / Παιδί του Ωκεανού με φωνάζει…» Μα η λογική του Lennon που ξεπερνούσε τον ευάλωτο John επέστρεψε σιγά-σιγά και δεν τον άφησε να το κάνει. «Σιγά μη θέλει ο Ιησούς να του παίξω εγώ. Τον αποκήρυξα εξάλλου στην Αμερική και σίγουρα θα το θυμάται… πρέπει να το θυμάται»! Μ’ αυτή τη σκέψη ξύπνησε ξαφνικά, πέταξε την κιθάρα από πάνω του απαλά, είδε το ρολόι, “What the hell, it’s 10.00 o’ clock already”! Ήπιε ένα γρήγορο καφέ κι έτρεξε για το στούντιο όπου οι άλλοι τρεις τον περίμεναν από ώρα.
Δούλεψε κανονικά με τους άλλους τρεις, αλλά πολύ αθόρυβα και ασυνήθιστα αμίλητα, σε σημείο που ήθελαν να τον ρωτήσουν αν του συνέβη κάτι. Αλλά το βλέμμα του ήταν τόσο αλλοπαρμένο κι ήρεμο που δεν είπαν τίποτε, νιώθοντας πως θα διακόψουν ένα ταξίδι που είχε ξεκινήσει μέσα του πριν τους συναντήσει· ταξίδι σ’ ένα μέρος ολόδικό του, που μόνο αν τους καλούσε είχαν δικαίωμα να τον ακολουθήσουν. Έτσι συμφωνούσαν σιωπηλά κάθε που ο φίλος τους είχε αυτό το ύφος, αυτή την ειρήνη, που ήξεραν βέβαια πως δεν ήταν παρά προσωρινή. Δεν ήταν άγγελος, ούτε και δαίμονας, αλλά ταλαντευόταν —μόνιμα και πολλές φορές βασανιστικά— μεταξύ των δύο.
Λοιπόν μετά το εννιάωρό τους στο στούντιο —ώρες αβίαστης σύμπραξης στο ευρύχωρό τους βασίλειο που οι Beatles κέρδισαν με την ασύλληπτη φήμη και την εύνοια που είχαν αποκτήσει—, σηκώθηκαν νωχελικά να φύγουν και, καθώς έβαζαν κιθάρα και μπάσο πίσω στις θήκες τους, γυρνάει κάπως απότομα ο Τζων και λέει στον Πώλ: «Αδελφέ, στο λέω, τρελούς γείτονες έχεις… ακούς εκεί να παίζουν χαρτιά στη βεράντα μες τα μεσάνυκτα σε τέτοιο κρύο. Για το σπίτι λέω, μισό μίλι πάνω-κάτω μετά το δικό σου στην κατηφόρα δεξιά…». «Α, δεν ξέρω, δεν τους έχω δει. Μπορεί να ’χεις δίκιο», είπε ο Πώλ, συγκρατώντας αρκετά τον εαυτό του, για να μην τον ρωτήσει αν ήταν σίγουρος γι’ αυτό που είδε. Ήξερε πως ο φίλος του ήταν μέγας μύωπας. Όσο για τον Τζων, δεν τόλμησε να του διηγηθεί και το άλλο μισό της ιστορίας, η οποία ολοκληρώθηκε στο όνειρό του και μόνο! «Τέλος πάντων, θα ’ρθω μετά να σου παίξω το “Julia”. Τελείωσε και θέλω να τ’ ακούσεις». “Sure mate…” είπε μόνο ο Πωλ, αν και φοβόταν λίγο τη συγκίνηση. Είχε χάσει κι ο ίδιος τη μητέρα του, όμως πραγματικά αγωνιούσε ν’ ακούσει τα πόνημα του φίλου του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, όμως, είχε τα μάτια του δεκατέσσερα. Δεν είχε με τίποτε πιστέψει αυτό που του είχε πει ο Τζων για τους γείτονές του· και να που δεν έκανε λάθος: περνώντας, εντόπισε εύκολα ποιο ήταν το σπίτι, αντίκρισε τη σκηνή της γέννησης με τα ξύλινα, ακίνητα ομοιώματα και γέλασε πνιχτά με την καρδιά του! Ήξερε τη συνήθεια του Τζων να βγάζει τα γυαλάκια του όταν νόμιζε πως δεν τα χρειαζόταν ιδιαίτερα…
Όσο για τον Τζων, το απόγευμα της ίδιας μέρας, όντως έτρεξε στου Πωλ, κι αφού του έπαιξε το τραγούδι, εκείνος έσπευσε πρώτη φορά να τον συνοδεύσει στο πιάνο, δοκιμάζοντας δεύτερες φωνές στην καινούργια μελωδία, για να εκφράσει έτσι —ως συνήθως— την αποδοχή και τη συγκίνηση του για το δημιούργημα του παλιόφιλού του. Αργότερα, όταν ο Τζων ήταν έτοιμος να κατηφορίσει προς το δικό του σπίτι, αυτή τη φορά κοντοστάθηκε και το σκέφτηκε: ήθελε ή δεν ήθελε να φοράει τα γυαλάκια του; Το επίμαχο σπίτι ήταν κοντά, η ώρα παρόμοια, το κρύο επίσης αμείωτο· όλα στη θέση τους όπως και το προηγούμενο βράδυ. Ποιός ξέρει ακριβώς το γιατί —ίσως ο ίδιος να το ήξερε καλά—, όνειρο και πραγματική εικόνα, η θολούρα της μυωπίας και η αβεβαιότητα της νύχτας είχαν περίεργα μπλεχτεί στο μυαλό του· αλλά, δεν άργησε ν’ αποφασίσει: «Θα τα βγάλω. What the hell! Σίγουρα θα βρω το δρόμο για το σπίτι και τα όνειρα ας μείνουν στον κόσμο του ύπνου»! Καθώς περνούσε απ’ το σπίτι με την αλλόκοτη βεράντα, σφυρίζοντας ασυνείδητα, αυτόματα σχεδόν τον στίχο του «Παιδί του Ωκεανού με φωνάζει…», αισθάνθηκε την παρόρμηση να ξανακοιτάξει, φορώντας βιαστικά τα γυαλιά του. Μα δεν το έκανε. Αλλά το μετάνιωσε, έστω με μισή καρδιά. Το κρύο της νύκτας ένιωσε ξαφνικά να τον κοκαλώνει· καθώς έτρεχε σχεδόν προς το σπίτι του ή πίσω προς το προηγούμενο όνειρο που κι ας μην το παραδέχθηκε, το είχε παθιασμένα νοσταλγήσει. «Let it be…» θα του έλεγε ο Πωλ, για τούτους και για πολλούς άλλους λόγους. Μ’ αυτό το τραγούδι δεν ήταν δικό του.