«Όπως ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Ευμάρειας, όλοι οι συνταξιούχοι θα πάρουν άμεσα ένα έκτακτο επίδομα της τάξεως των 300 ευρώ», δήλωσε περιχαρής ο δημοσιογράφος Γιώργος Μυτιάς, λουσμένος στο φως, μπροστά από τις κάμερες. Βαμμένος και καλοντυμένος όπως ήταν, με ροδαλά μάγουλα, φάνταζε σαν εκείνους τους ευγενείς σε αναγεννησιακούς πίνακες, που πλήρωναν διάσημους ζωγράφους για να εξασφαλίσουν την αθανασία. Στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, παρόλο που στα σπίτια των φτωχών ποτέ δεν είχαν θέση έργα τέχνης, άπαντες απέκτησαν από ένα έξυπνο χαζοκούτι.
Παραμονή Τσικνοπέμπτης έγινε η ανακοίνωση από την κυβέρνηση, για ευνόητους λόγους. Την επομένη, σε κάθε γωνιά, σχεδόν μπροστά από κάθε μαγαζί, είχε στηθεί μια φουφού. Η τσίκνα ταξίδευε γρήγορα προς κάθε κατεύθυνση. Τα σύννεφα λιγώθηκαν από τη μυρωδιά και εγκατέλειψαν τον ουρανό της Κομοτηνής. Μόνον οι ηλικιωμένοι, οι ρεπόρτερ με τις κάμερες και ο ήλιος –εκείνος ήταν πολύ μακριά, τίποτα δεν τον πτοούσε– ξεπρόβαλαν χαμογελαστοί.
Μέσα από τους καπνούς ξεχύνονταν από τη Βενιζέλου προς την κεντρική πλατεία γεροντάκια. Κρατούσαν στο ένα χέρι πανσέτες, σουβλάκια, λουκάνικα και στο άλλο ρετσίνα ή τσίπουρο σε πλαστικό ποτηράκι. Όλα προσφορά των καταστημάτων, αρκεί, να περνούσαν μέσα για να ψωνίσουν. Φανερό ήταν πως υπήρχε μια δυσκολία στο να καταβροχθίσουν τα ψητά και να πιούν το αλκοόλ. Όχι, όχι λόγω ηλικίας. Επειδή τους δυσκόλευαν οι σακούλες που είχαν περάσει στους αγκώνες. Όλοι είχαν φροντίσει, άλλωστε, να βάλουν μασέλα με κάποιο από τα προηγούμενα επιδόματα που είχαν λάβει. Όσο για την υγεία τους, την πίεση, το σάκχαρο, τα χάπια, δεν νοιάζονταν. Είχαν χρήματα για τους γιατρούς από τα medicine pass.
Ο Σωτήρης τινάχθηκε από τον καναπέ εκνευρισμένος, έκλεισε την τηλεόραση και έβαλε τις φωνές στην Ευτυχία. «Κάθε χρόνο τα ίδια θα λέμε, γυναίκα;», ούρλιαζε! «Τσικνοπέμπτη δεν ανοίγουμε ποτέ!» Έτρεξε και έσπρωξε με δύναμη τη μπαλκονόπορτα. Τόση, που κόντεψε να του μείνει το χερούλι στο χέρι. «Ήθελα να αερίσω λίγο το σπίτι. Η μούχλα κοντεύει, από τις γωνίες του καθιστικού, να φτάσει στο ταβάνι», δικαιολογήθηκε εκείνη, «κοίτα τώρα να χαλάσει η πόρτα, να κόψουμε και το πρωινό».
Στο βάθος του χωλ, από ένα στενάχωρο δωμάτιο, ακούστηκαν τρεις χαρούμενες παιδικές φωνές. «Τι μυρίζει έτσι; Τι θα φάμε σήμερα;» Ο Σωτήρης γύρισε και την κοίταξε μετανιωμένος. Ένα δάκρυ κύλησε από την άκρη της γαμψής μύτης της στην κατσαρόλα με τις πατάτες γιαχνί. «Κάτι πολύ νόστιμο», τους απάντησε, «εύχομαι μόνο να μην έγινε αλμυρό».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Πασχάλης Κατσίκας (Reutlingen της Γερμανίας, 1971), κατάγεται από την Κίρκη του Έβρου και ζει στην Κομοτηνή από το 1977. Εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Είναι συντάκτης στα περιοδικά Εξιτήριον, Λογοτεχνικό Δελτίο και μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και στην εφημερίδα Παρατηρητής της Θράκης. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Τεταρτημόρια (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, 2019), Ρετάλια (εκδ. Γράφημα, 2020), Το κοιμώμενο τσίρκο (Εξιτήριον, free e-book, 2021 & Ιδιωτική έκδοση), Τα κόκκινα πουλιά (εκδ. Δρόμων, Μάρτιος 2022).