Μεσ’ από βάθος σκοτεινό αρχοντικού θαλάμου
– που απόμακρα ο Τίβουλλος κι ο Οράτιος αχνοφέγγουν
σε προτομές που νείρονται στο μάρμαρό τους τ’ άσπρο —
ο δούκας Καίσαρ μ’ ένδυμα επίσημο προβάλλει.
Μαύρα τα μάτια, τα μαλλιά, μαύρο και το βελούδο,
μες στης βραδιάς τη σπάνια χλιδή, αντιπαλεύουν
με τη χλωμάδα τη γλυκιά κι αχνή στην όψη που ‘ναι
σε στάση τρία τέταρτα, σ’ ίσκιους βαριούς πνιγμένη,
καθώς συνήθως κάνουνε Σπανιόλοι, Βενετσιάνοι
σε βασιλιάδων ζωγραφιές και σ’ ευγενών πορτρέτα.
H μύτη ίσια και λεπτή∙ σκληρό τ’ άλικο στόμα,
κι έλεγαν πως ο μουσαμάς του έργου ανασαλεύει,
καθώς βγαίνει απ’ το στόμα του ορμητικά η ανάσα.
Το βλέμμα του ανέμελα πλανιέται εδώ τριγύρω,
όπως ταιριάζει σε παλιές ζωγραφικές εικόνες,
γιομάτο περιπέτειες που η σκέψη του αγκαλιάζει∙
μέτωπο ανέφελο πλατύ που μια ρυτίδα οργώνει
κι ειν’ όλο σχέδια φοβερά με δόλο σκαρωμένα∙
κάτω απ’ το σκούφο σκέφτεται, που το φτερό του παίζει
κι απ’ τη φωτιά ενός ρουμπινιού πετάγεται σα φλόγα.
—————————-