19, Σάββατο
Αβδιού, Βαρλαάμ, Ηλιοδώρου
Το όνειρο
Κάτι με ενοχλούσε, επίμονα
Όλη τη νύχτα, συνεχής τριγμός
Σπίθιζαν τρίζοντας
Φωνές εντόμων παγιδευμένων
Σε μια πλεκτάνη ήχων απ’ τον άλλο κόσμο.
Ήχοι της μνήμης
Άϋλοι:
Η αγωνία του γάτου
Της γιαγιάς ο στεναγμός
Το κοριτσίστικο το γέλιο της μητέρας
Ο βήχας των αντρών
Τα λόγια
Λόγια χιλιόμετρα, αφανισμένα
Και τα τραγούδια
Μήκη ανεξέλεγκτα –
Τρίζοντας, όλα
Κόκκοι ανυπόστατοι λήθης
Πολυδιάστατοι
Άτομα
Αποδίδονταν στην έρημο.
Η ερμηνεία
Μάταιοι υπολογισμοί, είπε η Νύχτα
Εφόσον πάντα συμπεριλαμβάνεσαι.
Κουβάρι μαύρο ο καιρός
Θλιμμένη μουσική που ξετυλίγεται
Από τ’ αυτί σου πάλι πίσω.
Λώρος θανάτου ομφάλιος
Και με τις δύο άκρες του στο χάος.
Το σχόλιο
Με μυτερές βελόνες στο προσκέφαλο
Μία καλή, μία ανάποδη
Πλέκω αμίλητη σκουφί από καπνό
Που στο κεφάλι μου
Το πένθος κάνει αόρατο.
Σκέφτομαι
Συνεχίζω
Σκέφτομαι, τυφλά, διστακτικά
Προσέχοντας
Μη μ’ ενοχλήσω.
Καραδοκεί η φρίκη
Να πατήσω πάνω της, να τιναχτώ.
Ν’ αποσπαστώ από τις λέξεις·
Απ’ τη νύχτα
Μαύρη
Να χωρίσω.