Το όνειρο
(Κάποιοι με ανακρίνανε επίμονα
Φωνές στο χάος, με κατηγορούσαν.
Τυφλωνόμουν
Το φως στραμμένο όλο πάνω μου:
«Τα κόκκινα αυτά τι είναι στις παλάμες σου;
Άγγιξες φύλο απαγορευμένο, αγγέλου, σημαδεύτηκες.
Κρυφά, τις νύχτες, σε θεοφαγία καταφεύγεις –
Θ’ αρρωστήσεις.
Μαίνεται θύελλα ηλιακή
Εκτός τροχιάς κομήτες καίγονται
Μια μυρμηγκοφωλιά εξολοθρεύτηκε
Κύματα παλιροϊκά σαρώνουν τα παράλια
Χάθηκε η ταυτότητά σου, ο καιρός.
Άλλος κανείς δεν φταίει.
Τυχοδιώκτης
Κέρδισες περιουσία στα χαρτιά, στα άλογα
Επιταγές αγνώστου εξαργύρωσες
Τις λέξεις σου ξόδεψες όλες
Στα αβάφτιστα
Πού πας, κυνηγημένος
Με τα κλοπιμαία της ζωής σου;»)
Η ερμηνεία
Λόγια, είπε η γριά Σοφία
Μάτι κακό.
Τις βασκανίες πρόσεχε.
Κίνδυνος.
Να φυλάγεσαι απ’ τους δικούς σου.
Αρνούμενος κάποιον
Το σύμπαν, άθελα
Θ’ απορρυθμίσεις.
Κάποιον, που ανύποπτο θα συναντήσεις
Ίσως
Σε θλιβερή μορφή τροφής.
Το σχόλιο
(Φυλάγομαι απ’ το κακό, η ματιασμένη
Φυλαχτά
Φοράω και πορεύομαι:
Μάτι της τίγρης, ίασπη
Νεφρίτη, αιματίτη
Τις ιδιότητές τους που αγνοώ
Σκέψεις κατάσαρκα
Υγρές
Ακόμα βυθισμένες στους καθρέφτες
Ίσκιους δαιμόνων, ίσκιους προγόνων
Φοράω και πορεύομαι.)