Το όνειρο
Αμφίβιο πληγωμένο, ανθρωποφάγο
Έλαμνα προς τη δόξα, σαν Ελλάδα.
Έλαμνα, θείο, χωρίς είδωλο
Κλεισμένο στα νερά.
Στις ασυνάρτητες φολίδες μου
Άναβαν αδιάκοπα
Μαχών σκηνές εναλλασσόμενες.
Κομμάτια παζλ χαμένα
Στης Ιστορίας τον κινούμενο ερειπιώνα.
Πιόνια στρατιές
Μαύρες και κόκκινες ψυχές παλεύανε
Μες στο μελάνι του Θεού
Που χύνει παίζοντας.
Ο Βασιλιάς ερήμην
Βασίλευε στον υποχθόνιο κόσμο.
Σκιαμαχούσαν με την άγρια χλωρίδα τ’ Άλογα.
«Τι είμαι όταν δεν με σκέφτομαι;»
Μονολογούσε αφηρημένα ο Τρελός.
Σήμαινε ξάφνου, στον Μαύρο Πύργο
Άλλος χρόνος.
Και ολοκλήρωνε η Βασίλισσα
Βαδίζοντας σπασμωδικά
Τη λάθος κίνηση.
Σε αναστάτωση
Χάνοντας τα μαλλιά της, τα κοσμήματα
Οι λίθοι και τα μέταλλα, πολύτιμα
Να επιστρέφουνε βαθιά στη γη
Τα πέπλα της να εξαερώνονται
Ν’ αφήνεται η πορφύρα να ξαναγυρίσει
Σ’ απλοϊκή θαλάσσια ύπαρξη.
Γινόταν επανάσταση.
Του όχλου αλλαγμένες οι φωνές
Απ’ την πυκνότητα του αέρα.
«Πλήθος ζωής που δεν ακόμα
Ή δεν πια»
Είπε η Βασίλισσα πριν μαρμαρώσει.
Πλάνητας γέροντας
Σ’ αντίστροφη τροχιά κινούμενος
Μ’ ανεστραμμένο το αλφάβητο
Στάθηκα τότε στα μνημεία μπροστά
Και, δύσκολα
Σε σύμβολα μετέφραζα.
Νήπιος πρόφερα ξανά τον κόσμο.
Τη χασμωδία ανάμεσα ωμέγα και ήτα
-Θαυμαστικό ω, περισπωμένη ήττα
Της ζωής τα φωνήεντα, αρχή και κατάληξη
Πεσσοί, κότσια, λαχνοί, παίγνια του καιρού γεμίσαν.
Η ερμηνεία
Την ιστορία δεν κατέχεις
Είπε ο Παιδαγωγός.
Αυθαδιάζεις.
Μιλάς σε πρώτο πρόσωπο
Γίνεσαι τρίτο, παραβαίνεις τους κανόνες.
Δυσλεκτικά διαβάζεις το γραμμένο
Αλλάζεις γένη
Πολλαπλασιάζεσαι
Αφαιρείσαι
Τους αριθμούς, πραγματικούς μπερδεύεις
Και φανταστικούς
Την ερμηνεία των πάντων.
Γι αυτό και αποβάλλεσαι
Συχνά στο παρελθόν σου.
Το σχόλιο
(Ξέρω την ανεπάρκειά μου, η τιμωρημένη
Άσχετη, ανεπίδεκτη
Μα, προσπαθώ:
Γράφω για να διαβάζω
Επαναλαμβάνω.
Μετράω και ξαναμετράω τη ζωή μου
Να μου φτάσει.
Στην τάξη ανακαλούμαι μόνη.
Στην τάξη μου
Επάνω στον μεγάλο τοίχο
Του νου η έξοδος κινδύνου
Προς το άβατο
Ανοιγοκλείνει
Έκπληκτος δίκης οφθαλμός.)