24, Τρίτη
Συμεών Θαυματοστορείτου
(το όνειρο)
Μαύρο τυφλό χωρίς σφυγμό.
Enter.
Σπινθήρας νου.
Υδρόβιο. Πουλί. Θηλαστικό.
Μεγάλο, τρομαγμένο τρωκτικό του χρόνου.
Save.
Εγκατάσταση συγκάτοικου.
Όλων των προγραμμάτων.
Data:
Έτος του Ποντικού.
Νύχτα
Άθροισμα των νυχτών απ’ την αρχή του χρόνου
Άπατη.
Χάος.
Και ψύχος συμπαγές
Κρεμάμενο απ’ το κέρας της σελήνης.
Ωδίνες σχήμα θόλου, πορφυρό περίνεο
Ω, μέγα, τόσο πυκνοκατοικημένο το Μηδέν
Από νεκρούς αγέννητους×
Και διαρρηγνύεται.
Δώδεκα παρά πέντε. Έκρηξη.
Δίνη από ψυχές λάθρα γλιστρά βουίζοντας στο ρήγμα.
Κι αίφνης, σε μιλιρέμ μετρήσιμη
Μια φοβερή αντίληψη, το εγώ, ενανθρωπίζομαι.
(η ερμηνεία)
Είναι κακό, είπε η θεία Αθανασία.
Τη σύλληψή σου είδες
Από την ίδια εσένα – Αμαρτία.
Γι’ αυτό
Το επιτίμιο της ακοινωνησίας επισύρεις:
Τηρώντας τα αρχαία έθιμα
Στον ίδιο τόπο μένεις,
Σε χαμηλό κάθισμα πένθους,
Μ’ ελάχιστη τροφή×
Σώμα κειμένου,
Αρκούμενο και μόνο στα φαινόμενα.
(το σχόλιο)
(Ξέρω την αμαρτία μου, η άνθρωπος.
Έτεκα ποίημα κάποτε
-Τόσο απλό, τόσο απλό το ανέφικτο –
Και δεν ηλικιώνεται για να πεθάνει
Να ενσωματωθεί ξανά στο φως).