Σκέφτομαι πως ίσως και να μην είναι εφικτό να γνωρίσουμε ποτέ τα ποιήματα των μεγάλων ποιητών στο πραγματικό τους μέγεθος και σ’ όλες τις διαστάσεις τους.
Έξω από τον χρόνο του δημιουργού τους, απολύτως αυθύπαρκτα πλέον αυτά, συνεχίζουν να μεγαλώνουν σαν τα μαλλιά και τα γένια των νεκρών, συνεχίζουν την άδηλη ζωή τους και αναπαράγουν την ουσία τους στο διηνεκές (εις πείσμα λογίων και φιλολόγων που επιμένουν να τα απομονώνουν, να τα καρφιτσώνουν σε κάποιο παρόν, σε συνθήκες εργαστηρίου, για να ανατάμουν μέχρις εξαερώσεως τι; -απλώς τον εξωσκελετό των ποιημάτων…).
Το άτμητό τους όμως εξακολουθεί να κυκλοφορεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα· ελεύθερο, ζωντανό, έτοιμο πάντα να ανάψει σπινθήρα σε κάποια νεαρή/αρχαία ψυχή, να προκαλέσει μεταλαμπάδευση ή καταστροφή …
Όπως δηλώνει ο ίδιος, είναι Κληρονόμος πουλιών: (…) Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος. / Κι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ.(…)
Δεν μπορώ να μιλήσω πιο ποιητικά ή πιο θεωρητικά για τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, ούτε και θα ήταν σωστό: την ποίηση πρέπει να την κοινωνεί ο καθένας μόνος του, όπως και την έννοια του θείου. Μπορώ όμως να επιχειρήσω να ανασυνθέσω μια σύντομη βιογραφία του ποιητή (χωρίς χρονολογική σειρά, βεβαίως, εφόσον δε μετράει πια ο χρόνος), χρησιμοποιώντας στίχους του:
- (…) Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο μου στίχο. / Από τότε ξέρω πως δε θα πεθάνω ποτέ – αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα. (…)
(Είναι ένθεος, όπως όλοι αυτοί που πίστεψαν κάποτε πως ήταν αθάνατοι – ώσπου σιγά σιγά η καθημερινή χρήση τους κάνει θνητούς):
- (…) Ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο Θεός (…)
(Ταμένος λοιπόν να βρίσκεται πάντα αλλού, παίρνει μέρος στην εποχή του, μια τρομερή εποχή, αλλά μόνο με το σώμα του. Θα του μείνει γι αυτό μια μόνιμη, εφηβική ενοχή):
- (…) Γιατί, αλήθεια, ξέχασα να πω, ότι από καιρό τώρα ήμουνα δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση – τόσο μεγάλη, Θε μου, που να ’χει τόπο και για τους πιο ηλίθιους. (…)
(Η ανάμιξή του στην ιστορική περιπέτεια του τόπου τον αφήνει πληγωμένο, ταπεινωμένο, κουβαριασμένο μέσα στον εαυτό του. Είναι ο αθώος συνένοχος που περιπλανάται σ’ ένα λαβύρινθο διαψεύσεων.):
* (…) Στο βάθος το ’ξερα πως μια μέρα θα προδοθώ μόνος μου, φρόντιζα, λοιπόν, να στέκομαι πάντα στη σκιά, έτσι έγινα σιγά σιγά δυσδιάκριτος, ώσπου ήρθε η θεϊκή αφάνεια που κάνει τους απόκληρους να μη χρειάζονται παλτό ή καπέλο (…)
(Μένει δια βίου εξόριστος):
* (…) Όλοι γύρισαν. Μόνο οι ποιητές έμειναν για πάντα εκεί. (…)
(Όλη του η νεότητα ήταν για την ψυχή του ένα εφιαλτικό ταξίδι μύησης):
* (…) Η νοσταλγία μιας ολόκληρης αιωνιότητας πριν γεννηθούμε / κι ίσως μόνο το ανεκπλήρωτο δίνει κάποιο νόημα στη ζωή μας / τα παιδιά τρέχουν κυνηγώντας φύλλα ή αινίγματα / λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δυο δισεκατομμύρια εκδοχές / για έναν μοναδικό κόσμο…
(Περιχαρακώνεται στον βαθύτερο εαυτό του. Γίνεται αυτό που πάντα ήταν. Έγκλειστος της ζωής του.
Ζει με τα φαντάσματά του. Στους μικρούς, ασφυκτικούς χώρους των ποιημάτων κυκλοφορούν ελεύθερα πλέον ο πατέρας, η μητέρα, οι θείες, τα νεκρά αδέλφια, η πεθαμένη ξαδελφούλα. Συνωστίζονται ώρες ώρες, και πολλοί άλλοι ανέστιοι: παλιοί σύντροφοι, παιδικοί φίλοι, ζητιάνοι, πόρνες. Μισοτελειωμένες, ταπεινές ανθρώπινες σχέσεις, εκβιάζουν τον ποιητή, του ζητούν να δικαιώσει την αναίτια ύπαρξή τους, να καταγράψει, να εξηγήσει, να συνεχίσει να κρατά τα αρχεία του χάους.):
- (…) Και προσπαθώ να κοιτάζω αλλού όταν ανοίγω ένα συρτάρι / γιατί αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουν συμβεί. (…)
(Αυτός ο χώρος του αυτοεγκλεισμού του τώρα, είναι γεμάτος σκάλες: «που τις ανακαλύπτεις όταν δεν υπάρχει πια το σπίτι.» Αλλά κι η ποίηση δεν είναι: «σαν ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα / για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό;»
Καταλήγει ακόμα πιο μόνος, έχει ξεπεράσει τα όρια της ανθρώπινης μοναξιάς):
* (…) τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο, ανεβαίνουν τώρα μαζί μου στον ουρανό. (…)
[…] Έξω από τον χρόνο του δημιουργού τους, απολύτως αυθύπαρκτα πλέον αυτά, συνεχίζουν να μεγαλώνουν σαν τα μαλλιά και τα γένια των νεκρών, συνεχίζουν την άδηλη ζωή τους και αναπαράγουν την ουσία τους στο διηνεκές […]
Συμφωνώ απολύτως. Τα ποιήματα των μεγάλων ποιητών δημιουργούν την δική τους αυτόνομη σχέση και με τους αναγνώστες του μέλλοντος, καθώς έχουν από τη γέννησή τους το χάρισμα της αθανασίας των μηνυμάτων τους, των αινιγμάτων τους, της ίδιας τους της ύπαρξης.