- Οι ποιητές είναι σαν τα άρρωστα παιδιά που τα τάζουν οι μάνες τους στην Παναγία (έλεγε ο ίδιος).
- Ήμουνα ένα κίτρινο πουλί / σαν αυτά που ζωγράφιζε / ο Modigliani / ποτέ μου / ποτέ μου / δεν είχα γεννηθεί (πίστευε για τον εαυτό του).
- Κάτι επικίνδυνα κομμάτια / χάος / είν’ η ψυχή μου / που έκοψε με τα δόντια του / ο Θεός (του είχε αποκαλυφθεί).
- …έσφιξα τα σκοινιά μου / πρέπει και πάλι να ελέγξω / τ’ αστέρια / εγώ / κληρονόμος πουλιών (ήξερε για την αποστολή του).
- Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός / ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός / έπεφτε στις λάσπες // Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός / άνοιγε η νύχτα / στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός / έφεγγε ο κόσμος (ήξερε για την παράλογη αποστολή του).
Πάλεψα / πάλεψα πολύ/ ώσπου να γίνουν όλα μαύρα / /σκεπαστείτε (ολοκλήρωσε την αποστολή του).
Ο Μίλτος Σαχτούρης έζησε πάντα μισός στον πάνω και μισός στον κάτω κόσμο. Ορφανός νόθος από γένος δαιμόνων, εγκαταλελειμμένος στον πλανήτη, χωρίς οδηγίες χρήσεως της καθημερινής ζωής, χωρίς εφόδια, χωρίς γλώσσα καθομιλουμένη, επιβίωσε μιλώντας κορακίστικα, σπαταλώντας τα χρήματα και το χρόνο, που δεν καταλάβαινε το αντίκρισμά τους, επιβίωσε κατά λάθος. Έζησε την ημιζωή του στοιχειωμένος από την αμαρτία του είδους του – ενός είδους υπό εξαφάνιση. (Αμαρτία είναι η έπαρση ότι μπορείς να παραφράσεις το Άφατο.)
Δεν έγραψε ποιήματα: ανέσκαψε, σύλησε, έφερε στο (ημί)φως ιερά αρχέτυπα ποιημάτων.
Ξόρκισε το άγνωστο, αυτός ο Δρυίδης, υψώνοντας μενίρ, οικοδομώντας ντόλμεν από λέξεις, φιλοτεχνώντας, αυτός ο μάγος της φυλής, σκηνές κυνηγιού, με ερυθρούς στίχους, σε σπήλαια. Ιχνηλάτησε την έρημο, αυτός το θήραμα του Θεού, ακολουθώντας σημάδια αόρατα σε όλους. Ακρωτηριάζοντας νοήματα που ούτως ή άλλως δεν αντέχουμε να τα συλλάβουμε ολόσωμα. Και σακατεύοντας την καλλιέπεια, μέσω της οποίας ξεγελιόμαστε πως επιχειρούμε μια κάποια οργάνωση του χάους που μας εμπαίζει.
Αν ήταν ζώο, θα ήταν η μυθική χίμαιρα, ή έστω, η χίμαιρα της δικής του μυθολογίας: Λαγός – σκύλος – πετεινός – πεταλούδα – γάτα – καπνός. Αν ήταν φυτό, θα ήταν η δροσόφιλος η σαρκοφάγος, αν ήταν έντομο θα ήταν η μάντις η ευλαβική – η κανίβαλος, αν ήταν μουσική θα ήταν το φοβισμένο, δήθεν αδιάφορο, σφύριγμα του παιδιού που περνά έξω από νεκροταφείο, αν ήταν πίνακας ζωγραφικής θα ήταν ο βιολιστής στη στέγη του Σαγκάλ, αν ήταν χρώμα θα ήταν δηλητηριώδες κόκκινο, αν ήταν παιχνίδι θα ήταν πετροπόλεμος με άστρα, αν ήταν αντικείμενο θα ήταν χαρταετός σε μαύρο ουρανό.
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ο βασκαμένος από τον εαυτό του, ο έξω και πέρα από την εποχή του, ο έξω και πέρα από την ίδια τη βιωμένη του ζωή, ήταν όλα αυτά, ταυτόχρονα, όντας ο δια ποίησιν σαλός.
Διέσχισε τον αιώνα ως βαθυσκάφος, είδε τα γεγονότα και τα μη γεγονότα σαν από περισκόπιο, τα μετέδωσε σαν βιαστικά, κρυπτογραφημένα ρεπορτάζ από την άλλη όψη του κόσμου, την προ-λογική, την αφώτιστη. Σαν εφιαλτικά ενσταντανέ από την παράλληλη Ιστορία που εκτυλισσόταν μέσα στο «πράσινο, εξαγωνομετρικό κεφάλι του ποιητή.» Απέδωσε γραμμικά τις εξαδιάστατες εικόνες που συνελάμβανε η ποιητική του όραση.
Ήταν Το Σκεύος. Και η χρηστικότητα του σκεύους, είναι στο κενό του. Του ποιητή,
συνεχίζεται στο διηνεκές, στο κενό της απουσίας του. Γι αυτό,ακόμα
* Αυτός ο άντρας / με τα δύσκολα λόγια / μέσα στη νύχτα / δίχως τη φωνή του / έρχεται σε φωνάζει