Η Ελένη Βακαλό είχε εμφανιστεί σε εποχή αχάριστη και για ποιητές και για γυναίκες, και πολύ περισσότερο για ποιητές-γυναίκες. Η θηλυκότητα δεν «πουλούσε» καθόλου, κι όμως εκείνη τολμούσε να είναι θηλυκή.
Η ποίηση της ήταν κοριτσίστικα τρελούτσικη, ευαίσθητη, λεπτοφυής, δροσερή, αλλά και ιοβόλος. Ήταν γυναικεία. Όμως δε φοβόταν αυτόν, τον τόσο κακά φορτισμένο όρο – ο οποίος παρέπεμπε τότε σε άκρατους συναισθηματισμούς και σε «δεύτερη ποιότητα».
Σήμερα, η διάκριση ανδρικής και γυναικείας ποίησης ακούγεται παράξενη, τότε όμως ήταν υπαρκτή – και πολλές φορές δικαιολογημένη. Και βέβαια, δεν μπορούσε παρά να είναι και ανασχετική για μια γυναίκα, όση δύναμη κι αν είχε μέσα της.
Οιηματίες του λόγου, εμποδίζει την γλώσσα μου το γένος / που ανήκω / παραδεχόταν ακόμα κι η ίδια.)
Τώρα η ποίησή της χαρακτηρίζεται σουρεαλιστική. Και ο σουρεαλισμός, από την φύση του, είναι άφυλος.
Την είχα φανταστεί σαν μια καθαρόαιμη κένταυρο, να περιπλανιέται σε μυστικούς τόπους χαρμολύπης με δάση και θάλασσα και θηρία και μικρόκοσμο, ενωμένη με τα πάντα ως τη μέση, ελεύθερη, έκπληκτη και φιλοπερίεργη απ’ το κεφάλι και πάνω.
Ολόκληρη την ποίησή της τη διέτρεχε η ποιητικότητα: ούτε ένα σημείο στεγνό δεν έβρισκες, παντού πράσινοι στίχοι γεμάτοι σπόρους, στίχοι που έδιναν την αίσθηση των πραγμάτων, την πέρα από τη φυσική τους υπόσταση, το όνομα, τις ιδιότητες και τη διατύπωσή τους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν γνώρισα κι άλλα από τα ποιητικά της πρόσωπα, αυτά που η ίδια συχνάλλαζε για να διασκεδάσει μια πολύ μοναχική εσωτερική διαδρομή:
Εκτός από την κυνηγέτιδα–θήραμα, την κηπουρό και την παρατηρήτρια πουλιών, ψαριών και θηρίων, είδα και την ξορκίστρα στη βάσκανο μοίρα, είδα και το μεγαλύτερο κορίτσι που παίζει με τα πιο μικρά παιδιά και προσέχει τους γέροντες, είδα και την κυρά Ροδαλίνα που σε μεγάλο έρωτα έπεσε κάποτε με το στοιχειό Ισίδωρος, την κυρά Ροδαλίνα την θεατρίνα των σκοτεινών χρόνων που διώχτηκε.
Κάποτε, πήρα από τα ποιήματά της μια συνέντευξη – την πρώτη μου, τέτοιου είδους, συνέντευξη:
ΕΡ: Πώς αρχίζει αυτή η ιστορία της ποίησης;
ΑΠ: Με φώναζε φωνή αγριμιού μέσα στη νύχτα / Με ζητούσε / Ωχ έλα, έλα.
(…)
ΕΡ: Έχετε την αίσθηση πως είσαστε θηράματα;
ΑΠ: (…) Και τ’ αγρίμια / Το ίδιο όπως και τα πουλιά / Ξέρουνε να φοβούνται / Πριν γεννηθούν (…)
ΕΡ.: Αφήνετε πολύ χώρο ανάμεσα στους στίχους σας. Γιατί;
ΑΠ: (…) Μήπως ξέρεις αν βρίσκεσαι μέσα ή έξω / Στους κλειστούς χώρους που πάντα υπάρχουν;(…)
ΕΡ: Ποια είναι η μυστική διεργασία των υλικών που μορφώνονται σε ποίημα;
ΑΠ: (…) Ορισμένο κοπάδι από ψάρια μικρά και χρυσά / Όλα γρήγορα τρέχοντας αχτιδώνονται / Είναι πάρα πολλά / Σαν κομμάτια ζωής / Απ’ τη σάρκα τους ένα μέρος απλώνοντας / Είναι άλλα / Χωρίς στόμα ή μάτια / Την τροφή που χρειάζονται την σκεπάζουν απλά (…)
ΕΡ: Ποια είναι η μέθοδος της «σύλληψης» της αθέατης όψης των πραγμάτων;
ΑΠ: (…) Η παρακολούθηση σε πολύ αργό χρόνο / Όπως στα ποιήματα συμπλέκονται οι λέξεις σιγά-σιγά / Των μεταλλαγών / Που ακίνητες στο τέλος υπάρχουν / Όπως υπάρχει στα πτώματα η μυρωδιά (…)
ΕΡ: Γιατί γραφτήκατε; Τι θα έλεγε η δημιουργός σας;
ΑΠ: (…) Λοιπόν όταν άλλοτε έγραφα να κρύβω ήθελα μερικά, εκείνα / που νόμιζα ότι οι άλλοι δεν τα χρειάζονται / (…)
ΕΡ: Υπάρχει κάπου, μέσα σας, κρυμμένο το μυστικό της εντολής που έλαβε η ποιήτρια για τη θητεία της αυτή;
ΑΠ: (…) Αν καμωνόμουνα τόσο καιρό πως έγραφα ποιήματα / ήταν μονάχα για να μπορέσω να πω για το δάσος. (…)
ΕΡ: Μήπως, λοιπόν, η ποίηση είναι η δύσκολη / ακατόρθωτη στην εκμάθηση, γλώσσα μιας παράλληλης ζωής, συμβατής προς την αθανασία;
ΑΠ: (…) Προσπαθώ να φανταστώ τον εαυτό μου έναν αιώνα μετά, / που το θρόισμα και συστάδες οι θάμνοι μ ’επανακτούν. // Έργα σαγήνης εύστροφα που ανέλαβα. (…)
ΕΡ: Πώς λειτουργεί η ποίηση;
ΑΠ: (…) Τη γεύση απ’ το στόμα χωρίζοντας / Απ’ την παλάμη τον τύπο της / Από την όραση αδειάζοντας την ματιά / (…)
ΕΡ: Περιγράψτε την ποιήτρια.
ΑΠ: (…) Λειψή σελήνη / Στην αγκαλιά της / Θολό κρατώντας / Τ’ άλλο μισό της / Και το πηγαίνει (…)
Βιογραφικό Σημείωμα