Είμαι παιδιόθεν αφοσιωμένος στην τέχνη της γραφής. Μόλις έμαθα και τα 24 γράμματα, άρχισα αμέσως να γράφω, καθώς ήταν η μόνη μοναχική ενασχόληση που δεν ενοχλούσε κανέναν: ούτε έκανε θόρυβο ούτε λέρωνε – ούτε και στοίχιζε πολύ.
Μεγαλώνοντας ανακάλυψα πως η τέχνη της γραφής ήταν, εκτός των άλλων, και ένα εξαιρετικό μέσον για να μπορείς να ζεις παράλληλα άλλη μία, κρυφή ζωή, ικανοποιώντας ατιμώρητα όλα τα πάθη σου.
Λόγου χάρη, εγώ είχα το πάθος των παράνομων πράξεων και είχα δολοφονικά ένστικτα. Εντάξει, δεν υπήρχε πρόβλημα, μπορούσα να κάνω όσους φόνους ήθελα. Ο κίνδυνος να με πιάσουν ήταν μηδαμινός (είχα υψηλό δείκτη ευφυΐας και άριστη σωματική διάπλαση). Σκεφτόμουν όμως τη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ, «Δεν αξίζει να κάνεις κάτι το οποίο δεν θα μπορείς να το διηγηθείς μετά», και μου έπεφταν τα φτερά.
Ευτυχώς κατάλαβα γρήγορα ότι, στην πραγματικότητα, ο Ουάιλντ εννοούσε «… που δεν θα μπορείς να το γράψεις μετά». Ε, ναι! Τότε μάλιστα! Μόνο όταν μπορείς και να το γράψεις αξίζει. Κι αν είσαι καλός, αξίζει πολλά… Κι αν είσαι καλός και στις δημόσιες σχέσεις, τότε, εκτός από την αναγνώριση των ομότεχνων, κερδίζεις και λεφτά.
Για παράδειγμα, εμένα το πρώτο κιόλας βιβλίο μου μού απέφερε αρκετά (εκτός από συγγραφικά δικαιώματα, πήρα και τα πορτοφόλια των θυμάτων).
Λεγόταν Χωρίς κίνητρο, αναφερόταν σε έξι ανεξιχνίαστα εγκλήματα και ήταν τέλειο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, εφόσον, πριν το τυπώσω, είχα ελέγξει προσωπικά όλα τα στάδια της πλοκής.
Στο πρώτο κεφάλαιο, ας πούμε, πήρα λεωφορείο για Τρίκαλα (όπως ακριβώς το έγραψα μετά), κατέβηκα σ’ ένα μποτιλιάρισμα στην Εθνική και μετά από τρεις ώρες κι ένα τέταρτο έκανα οτοστόπ σε μια νταλίκα που πήγαινε Καρδίτσα.
Εκεί πρόσθεσα ψεύτικο άσπρο μουστάκι κι έκλεισα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Τριανόν, δίνοντας στη ρεσεψιόν την ταυτότητα του νταλικέρη.
Αμέσως μετά, αλλάζοντας συνέχεια μεταφορικά μέσα και μουστάκια, επέστρεψα στην Αθήνα, διέρρηξα το διαμέρισμα κάποιου θείου μου που βρισκόταν στη φυλακή κι έφυγα φορώντας ψηλοτάκουνες γόβες, ένα τουίντ ταγέρ και μια ξανθιά περούκα που βρήκα στην ντουλάπα.
Τέλος, πήρα το μετρό και πήγα στο αεροδρόμιο, στις γυναικείες τουαλέτες, όπου και δολοφόνησα με σπρέι για κατσαρίδες την καθαρίστρια.
Αν ρωτάτε, δεν ένιωσα καθόλου τύψεις. Αντιθέτως, έφυγα ανακουφισμένος και σίγουρος πως είχα κάνει μια καλή πράξη: φαινόταν καθαρά πως η καθαρίστρια ήταν μια βασανισμένη γυναίκα που η πεθερά της τη μισούσε και της έκανε τη ζωή κόλαση, και που υπέφερε από κιρσούς, ψωρίαση και, ανεκδήλωτη ακόμα, ηπατίτιδα Β. Την είχα απαλλάξει από τα βάσανα. Επίσης, δεν θα έλειπε σε κανέναν, όπως και τα υπόλοιπα –πάντα τυχαία επιλεγμένα– θύματα.
Την ίδια μέθοδο και το ίδιο σκεπτικό ακολούθησα και στα 5 επόμενα κεφάλαια – δεν θέλω να σας κουράσω τώρα διηγούμενος πώς πέταξα έναν αριστερό ψάλτη απ’ το τρένο, καθώς αυτός φτερνιζόταν ανύποπτος, ούτε πώς έπνιξα σε ερημική παραλία μια άγνωστη ποιήτρια με την πετσέτα της, ούτε πώς έκλεισα ένα χασάπη στον καταψύκτη του, ούτε πώς προκάλεσα ηλεκτροπληξία σε υψηλόβαθμο στέλεχος Ασφαλιστικής Εταιρείας, μεταμφιεσμένος σε υδραυλικό, ούτε, τέλος, πώς δηλητηρίασα με νοθευμένο ουίσκι 18 ετών έναν τραπεζίτη.
Το μυστικό της επιτυχίας του βιβλίου, εκτός του ότι ο σχετικός ιντριγκαδόρικος τίτλος τράβηξε αμέσως την προσοχή των κριτικών, ήταν η ιδιοφυής σύλληψη ότι έχεις εκ προοιμίου ακλόνητο άλλοθι – εφόσον δεν έχεις κίνητρο…
Δεν αναφέρω τα άλλα βιβλία μου που ακολούθησαν με την ίδια επιτυχία, γιατί ήταν ποιητικές συλλογές (που μου ικανοποίησαν μόνο το πάθος της κλεπτομανίας και της λεξιλαγνείας), ή βιογραφίες προσωπικοτήτων (που μου ικανοποίησαν απλώς το πάθος της συκοφαντίας), ή φιλοσοφικά δοκίμια (που μου ικανοποίησαν κάπως το πάθος της αλαζονείας) και βιβλία μαγειρικής (που μου ικανοποίησαν αρκετά το πάθος της λαιμαργίας) – πάθη εντελώς συνηθισμένα όλα.
Θέλω όμως να αναφέρω το πιο πρόσφατο, το Fuck them all, ένα μυθιστόρημα με σεξ, βία και πολιτικά μηνύματα.
Φυσικά είχα δοκιμάσει κι εδώ από πριν, προσωπικά, όλες τις ευρηματικές, λεπτεπίλεπτες διαστροφές που περιέγραφα (όλες εκτός από το διάγγελμα και το λιθοβολισμό του υπουργού Ανεργίας και τη σαδομαζοχιστική σκηνή με το σεσουάρ και τον απινιδωτή στη διαδήλωση – γιατί δεν μου το επέτρεπε πλέον η προχωρημένη ηλικία μου).
Και αυτό το βιβλίο πάντως διακρίθηκε, τιμήθηκε μάλιστα με Έπαινο από το Φιλολογικό Σύλλογο Συνταξιούχων Ερασιτεχνών Βατραχανθρώπων Άνω Κότρωνα «Νηρηίδες».
Αλλά δεν θα μακρηγορήσω άλλο: πρέπει να επιστρέψω στο βιβλίο που γράφω τώρα, με προσωρινό τίτλο Καλή αντάμωση, κι έχω να δοκιμάσω άλλους 42 τρόπους αυτοκτονίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το έγγραφο αυτό δημοσιοποιείται κατ’ εντολήν και εξ ονόματος του αυτόχειρα συγγραφέα Μισέλ Ιορδάνογλου.
Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, Π.Π.