(…)
Η γάτα
(Στο σημείο αυτό, μια γάτα μαύρη κι άσπρη φαίνεται να ’ρχεται απ’ το μαύρο. Διασχίζει αφηρημένα, ήσυχα, τον παρελθόντα χώρο. Ο λεπτουργός την νιώθει και ταράζεται. Η γάτα νιαουρίζει. Άηχα. Κουλουριάζεται σ’ ένα σίγμα στοργής.)
Ο λεπτουργός απ’ την μεριά της χαμένης γάτας.
Δεν είμαι εγώ, ή το φεγγάρι, ούτε άλλο σαρκοφάγο που μαυλίζοντας, στον βάλτο σου, τα ζωντανά τα λόγια παρασέρνει.
Ο Λόγος μόνος του, παίζοντας, κατεβαίνει κι ανεβαίνει πάλι χώματα αρθρώνοντας, να ενωθεί με τα στοιχεία.
Εγώ είμαι αλλού. Στο πολλαπλό αλλού. Έχω ξεχάσει πια πως πέθανα ή πως έζησα.
Οι κινήσεις μου που αγαπούσες, τώρα χωρίς σώμα, στο θεμελιώδες χάος συνεχίζονται. Καινούργια θεωρήματα ιχνογραφώντας.
Το λευκό μου, στο λευκό ξανά μαθητεύει. Το μαύρο μου, ήδη σου αποδόθηκε.
Σε δίδαξα καλά. Αμύνεσαι ακόμα με τους τρόπους μου. Την στάση, την ισορροπία, την ηλεκτρική ράχη. Την ματιά με τα νύχια, την αφή.
Ασκείσαι ακόμα και για πάντα, στην αγωνία του κυνηγετικού και του κυνηγημένου. Στην κατάδυση σε πηχτό ύπνο και σε διάφανο. Στην αυτονόητη μοναξιά.
Χάθηκα κάπου, μεταφέροντάς σου ένα μήνυμα που δεν θυμάμαι.
Η μητέρα
(Σε λίγο, μια μητέρα μπαίνει από το χολ του μέσα χρόνου. Κάτι αφήνει, κάτι παίρνει. Ταχτοποιεί με σίγουρες μικρές κινήσεις στον αέρα τους μικρούς εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ύστερα ξεσκονίζει. Σύννεφα λήθης ανεβαίνουν, μόρια από παλιές αποσυντεθειμένες φράσεις:
Μαρίνα… τριαντάφυλλο γλυκό… γιορτή… αρρώστησε… ασήμι…
Για μια στιγμή στο μπαλκονάκι, ανάμεσα στην αρμπαρόριζα και στο γαλάζιο. Χαιρετισμός στο άγνωστο.
Τινάζοντας, όλο τινάζοντας, χάνει την συνοχή της κι η μητέρα.)
Ο λεπτουργός απ’ την μεριά της μητέρας
Υπήρξα; Και με ποια μορφή; Σκορπίσαν τα χαρακτηριστικά μου στους καθρέφτες. Η έκτασή μου αδιάγνωστη και το βάθος ακόμα μεγαλώνει.
Υπήρξα; Σαν ενότητα; Μονάχα σαν φορέας; Μπορεί και να ’μουν από πάντα η σκέψη κάποιου, μισοτελειωμένη.
Η μοίρα μου άγραφη πάλι, με μόνο τα σημάδια των οδηγών αστερισμών.
Άσχετη τώρα, ξεχασμένη, όμως σε θυμάμαι. Γεννήθηκες μεσάνυχτα. Και άρχισες αμέσως να γερνάς.
Πέρασαν χρόνια καθώς μελετούσες μαύρα πράγματα σε μαύρο φως. Τα χάλασες τα μάτια σου, τα δάχτυλά σου.
Θυμάμαι ακόμα, έφευγες συχνά, δεν ξαναγύριζες ποτέ.
Ναι, δεν με κούρασες καθόλου σαν παιδί.
(…)
(Από το Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ. Κέδρος,1995)