Νοτιάς, αέρας Απριλιάτικος σηκώνεται
Απ’ τα νερά, σχεδόν γαλάζιος
Από τα δάση, σχεδόν πράσινος
Αόρατος, αθόρυβος
Κουφός αέρας σ’ ένα στρόβιλο
Θορύβους φορτωμένο, ήχους
Όλους τους ήχους ζωντανών και πεθαμένων
Πλασμάτων και θεών
Αγέννητων, οργανικών, ανόργανων
Όλους τους ήχους που ακούστηκαν ποτέ, που θ’ ακουστούν
Που προσπαθούν να αρμοστούν, να βγάλουν νόημα –
Στο μάτι του, στο κέντρο
Μες στη γαλήνη άοκνα εργάζεται η φθορά
(Τόση γαλήνη, τόση
Που ούτε λύπη ούτε και χαρά, και ούτε καν
Να νιώθεις ισοδύναμα τ’ αντίθετα- )
Όμως, ακόμα ξεχωρίζω κάτι: μαύρη κίσσα, αχ
Να, βγάζει νόημα απ’ τον κρωγμό της
Αχ, κεραυνός
Να, βγάζει νόημα από τον γδούπο του
Αχ, μια στιγμή κι εγώ
Κι εγώ από τις λέξεις μου –