Τους τοίχους λέρωνε η σκιά μου
Ψήλωνε και χαμήλωνε, με την ουρά να σέρνεται
Τι ήμουνα
Δραπέτευσα
Βγήκα στην εξοχή, έφεγγε λίγο-
Έρεε ολόγυρα μου ένα παραμύθι
Με δίχως τέλος και αρχή, ήταν
Πυκνοκατοικημένη η νύχτα:
Τα όντως όντα που χρησίμεψαν κάποια στιγμή
Σε πλέξη και σε ύφανση κειμένων
Φαίνεται, τώρα είχαν επιστρέψει
Στην πρότερη μοριακή δομή τους, στις συνήθειές τους:
Αρνάκια το μαλλί, η λύπη ώχρα, μωβ, μαύρο του πράσινου
Μεταξοσκώληκες η αγάπη, χορταράκια οι άνθρωποι
Ακρίδες η ελευθερία, η δόξα, η δικαιοσύνη, όλες
Εκείνες οι Ιδέες οι μεγάλες
Φιδάκια ουροβόρα η πλοκή
Ήταν πυκνοκατοικημένη η νύχτα
Και είχε επιστρέψει
Η λέξη θάλασσα στη θάλασσα
Κι όλο ανέβαινε να πνίξει-
Ιπτάμενοι ζυγοί ψυχοστασίας άναβαν
Στροβιλίζονταν ψηλά
Χάνονταν σε μια καταβόθρα του ουρανού-
Επέστρεψα στη φυλακή μου-