You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: ΜΙΑ ΛΕΠΤΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

Παυλίνα Παμπούδη: ΜΙΑ ΛΕΠΤΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

Μια φορά ήταν η μητέρα Φύση, μια νοικοκυρά πολυάσχολη, που δεν έβρισκε ποτέ καθόλου χρόνο. Ήταν από αυτές που δουλεύουν αδιάκοπα και πάλι τίποτα δεν προφταίνουν να κάνουν.
Εκείνη τη μέρα –όπως και κάθε μέρα– είχε λουστράρει τα δέντρα, είχε σιδερώσει τα φύλλα, είχε σκουπίσει τα βουνά από τους κάμπους, είχε μπαλώσει κάτι χαράδρες, είχε μαντάρει κάτι σύννεφα, είχε σφουγγαρίσει κάτι ποτάμια, είχε ξεσκονίσει τις ερήμους, είχε συγυρίσει τις ζούγκλες, κι είχε κάνει κι ένα σωρό άλλες μικροδουλειές.
Αισθανόταν πολύ κουρασμένη. Κάθισε λοιπόν για λίγο, πήρε το κέντημά της –ένα μπλε με αστεράκια– και φώναξε το μικρό της γιο:
«Θεέ μου! Θεούλη μου, πού είσαι;»
Ο Θεούλης βρισκόταν κοντά της φυσικά, αλλά της απάντησε από μακριά, γιατί ήταν πολύ ζωηρό παιδί και πανταχού παρόν.
«Μια στιγμή!» είπε. «Θα μαζέψω τα παιχνίδια μου, θα τα φυλάξω, κι έρχομαι!»
Ένας φοβερός σαματάς ακούστηκε, σαν να γινόταν σεισμός, και πολλές ψιλές φωνούλες που ψέλλιζαν: «Έλα, Θεέ μου!» και «Θεέ μου, φύλαγε!» σε διάφορες γλώσσες.
«Μην κάνεις ακαταστασίες» είπε η μαμά του αυστηρά. «Και τέλειωνε επιτέλους! Λες ‘‘Μια στιγμή!’’ και κάνεις αιώνες να εμφανιστείς!»
«Να ’μαι!» είπε ο Θεός.
«Θαύμα!» αναφώνησε η μαμά του. «Λοιπόν για πες μου τώρα πώς πέρασες σήμερα. Ήσουν φρόνιμος; Τι παιχνίδια έπαιξες;»
«Καλά πέρασα! Έπαιξα την Α΄ Σταυροφορία, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, την Ανακάλυψη της Τηλεόρασης, τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, τον Πόλεμο στον Κόλπο, τον Πόλεμο των Ρόδων, τους Μαύρους Πάνθηρες, την επανένταξη στο ΝΑΤΟ, κλέφτες και αστυνόμους και δυο τρεις επαναστάσεις…»
«Ωραία» είπε η μαμά του. «Και δε μου λες… Μόνος σου έπαιζες;»
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς…» είπε αθώα ο Θεούλης.
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Και μη μου κάνεις εμένα την αθώα περιστερά. Κάτι δε μου πάει καλά σ’ αυτά τα παιχνίδια, π.χ. σ’ αυτήν την Επανένταξη των Ρόδων – πώς το είπες αυτό; Λέγε την αλήθεια: ανακατεύτηκε πάλι κι ο Διαβολάκος;»
«Μμμ… Ναι… Λίγο όμως, πολύ λίγο!» είπε ο Θεούλης κοκκινίζοντας.
«Αχ, Θεέ μου! Δεν αντέχω άλλο! Ένα εκατομμύριο στη δεκάτη φορές σ’ το έχω πει πως πρέπει να κόψεις πια αυτήν την κακή συνήθεια! Η υπομονή μου έχει εξαντληθεί. Πρέπει να επέμβει η Θεία Πρόνοια. Θα ’ρθει, αμ δε θα ’ρθει; Θα της τα πω όλα και θ’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με σένα. Και τώρα, πήγαινε στο σύννεφό σου και κοιμήσου, χωρίς άλλη κουβέντα!»
Ο Θεούλης κατέβασε το κεφάλι κι έφυγε περίλυπος.
Η Μητέρα Φύση άστραψε και βρόντησε κι έβρεξε, και ξεθύμανε κάπως.
«Αχ, αυτό το παιδί θα με τρελάνει!» αναστέναξε στο τέλος.
«Γεια χαρά!» είπε η Θεία Πρόνοια, που έφτανε εκείνη τη στιγμή φέρνοντας και δύο πετεινά για δώρο. «Παλιόκαιρος, βλέπω… Τι συμβαίνει;»
«Έλα και σε περίμενα! Θέλω βοήθεια. Ο Θεούλης δεν είναι στα καλά του».
«Πάλι τα ίδια;»
«Πάλι και πάλι… Από κτίσεως κόσμου μού λες πως είναι φυσιολογικό για ένα μοναχικό παιδάκι να δημιουργεί με το μυαλό του έναν φανταστικό σύντροφο για τα παιχνίδια του. Εντάξει για κάνα δυο φορές. Αλλά τούτος εδώ το παρακάνει! Ξέρεις πόσους αιώνες τον βασανίζει αυτή η έμμονη ιδέα;»
Η Θεία Πρόνοια κοίταξε σκεφτική τη Μητέρα Φύση.
«Ώστε λοιπόν ο Θεούλης πιστεύει ακόμα πως παίζει μ’ εκείνο το άλλο παιδάκι, το πλάσμα της φαντασίας του, τον Διαβολάκο… Ε;»
«Ναι, και το χειρότερο είναι πως του έχει δημιουργήσει μια προσωπικότητα φοβερή! Όλα τα ελαττώματα που μπόρεσε να σκεφτεί του τα φόρτωσε. Και υποψιάζομαι πως τον θαυμάζει κιόλας!»
«Ίσως να συμπεριφέρεται έτσι από αντίδραση στην υποδειγματική αγωγή που του έχεις δώσει…» είπε συλλογισμένη η Θεία Πρόνοια.
«Μάλλον. Αλλά πρόκειται πια για σχιζοφρένεια! Ό,τι κι αν κάνει πάντα νομίζει πως το κάνουν μαζί. Κλασική περίπτωση διχασμού προσωπικότητας. Τι θα κάνω; Τι θα κάνω;»
Η Θεία Πρόνοια έμεινε για λίγο σιωπηλή. Όταν μίλησε, το ύφος της ήταν πολύ σοβαρό.
«Ο Θεός υποφέρει από μοναξιά και ανασφάλεια» είπε. «Εσύ φταις για την κατάσταση. Δεν έχεις καιρό ν’ ασχοληθείς μαζί του και του στερείς τη δυνατότητα να συναναστραφεί και μ’ άλλα παιδάκια, έτσι απομονωμένοι που ζείτε σ’ αυτόν τον κόσμο. Αν θέλεις τη γνώμη μου, είναι καιρός ή να μετακομίσετε ή να του κάνεις μιαν αδελφούλα!»
Η Μητέρα Φύση ταράχτηκε.
«Να μετακομίσουμε ή να του κάνω μιαν αδελφούλα;» επανέλαβε σαν χαμένη.
«Είναι οι μόνες λύσεις. Σκέψου το καλά πέντε έξι αιώνες και πάρε μιαν απόφαση – πριν να ’ναι πολύ αργά. Γεια χαρά!» είπε η Θεία Πρόνοια κι έφυγε.
(Από το 40 ΚΑΠΩΣ ΠΕΡΙΕΡΓΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, εκδ. Ροές)

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.