ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Απόπειρα συνάντησης
Ο μεγαλόσωμος άντρας άνοιξε λίγο την πόρτα και μου μισοφανερώθηκε· έβλεπα μόνο την αριστερή του πλευρά. (Από εκείνη τη βροχερή μέρα συνεχίζει πάντα να μου μισοφανερώνεται ταχτικά, αλλά τώρα πια βλέπω σχεδόν όλες τις πλευρές του.) Έκανε μια άγαρμπη κίνηση χωρίς να βγει από το σκοτεινό πλαίσιο της πόρτας και μου άπλωσε βαρύς το χέρι. Φαινόταν πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί καλά το εκτόπισμά του. Με κοίταζε εξεταστικά, λίγο δύσπιστα και κάπως ενοχλημένα. Όμως, όσο αμήχανη και ταραγμένη ήμουν εγώ, άλλο τόσο ήταν κι εκείνος. Νομίζω πως είχε ντραπεί για την εμφάνισή του, γιατί φορούσε μια γεροντική, ξεθωριασμένη ρόμπα. Ντράπηκα κι εγώ.
Αντί να τον χαιρετήσω, του απόθεσα στο απλωμένο χέρι το βιβλίο που κρατούσα, έκανα μεταβολή και το έβαλα στα πόδια.
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ο πρώτος ποιητής που συναντούσα στη ζωή μου. Είχα φτάσει ως το σπίτι του χάρη στην κόρη του, τη Βασούλα, που πήγαινε κι αυτή στο Αρσάκειο. Ήταν σε άλλο τμήμα, δεν την ήξερα καλά, όμως πήγα και την παρακάλεσα να πει στον μπαμπά της (ο οποίος είχε υπάρξει και συσκηνίτης με τον δικό μου, αλλά τότε δεν το γνώριζα), πως ήθελα να τον συναντήσω και να του δώσω το πρώτο μου βιβλίο. Σ’ εκείνο το βιβλίο, εκτός από την τόσο εμφανή δική του επιρροή στα εφηβικά μου ποιήματα, ανιχνευόταν, μπορώ να πω τώρα, και ο σπινθήρας μιας κάποιας, αλλιώτικης, «ποιητικότητας»: είχε προκληθεί από έναν, μάλλον απροσδόκητο, στίχο του Τάσου Λειβαδίτη: «Πιστεύω και σ’ αυτά που δεν πιστεύω»[1][1]… Ο στίχος αυτός με είχε κάνει, για πρώτη φορά, να υποψιαστώ βαθιά κάτι (χωρίς, βεβαίως να κατανοώ ακόμα τίποτα). Ο ποιητής οραματιζόταν και όμωνε πίστη σ’ ένα φωτεινό, σοσιαλιστικό μέλλον -όπως κι εγώ, ατταβιστικά, στα 15 μου χρόνια – παράλληλα όμως, έβλεπε ήδη πέρα από αυτό: κατέληγε σε ένα κλείσιμο του ματιού, σ’ ένα νεύμα συνενοχής, θεϊκά επηρμένο και θλιμμένο. Ήξερε περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να φανταστεί…
Ο στίχος αυτός, λοιπόν, ήταν για μένα μια επιφοίτηση. Μου είχε αποκαλυφθεί αιφνιδίως, εμπιστευτικά, η ποίηση ως απλή τέχνη επιβίωσης: εισπνοή το όραμα, εκπνοή το παραγόμενο, μάταιο, έργο. (Βεβαίως, αυτό θα το «καταλάβαινα» με λόγια πολύ αργότερα.)
Απόπειρα γνωριμίας
Αργότερα διάβασα πολύ τα ποιήματά του. Και συνεχίζω να τα διαβάζω ή απλώς να τα ξαναφέρνω στο νου μου (ξέρω έναν απίστευτο αριθμό «απ’ έξω»). Γιατί θυμάμαι πάντα το ευαγγελικό παράπονο του Αναστασίου Παντελεήμονος Λειβαδίτη:
«Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών είμι, και ουκ έγνωκάς με…»[2][2]
Ίσως όμως, σκέφτομαι, και να μην είναι εφικτό να γνωρίσουμε ποτέ τα ποιήματα στο πραγματικό τους μέγεθος και σ’ όλες τις διαστάσεις τους. Έξω από τον χρόνο του δημιουργού τους, απολύτως αυθύπαρκτα πλέον αυτά, συνεχίζουν να μεγαλώνουν σαν τα μαλλιά και τα γένια των νεκρών, συνεχίζουν την άδηλη ζωή τους και αναπαράγουν την ουσία τους στο διηνεκές (παρά το ότι λόγιοι και φιλόλογοι τα απομονώνουν, τα καρφιτσώνουν σε κάποιο παρόν, σε συνθήκες εργαστηρίου, για να ανατάμουν μέχρις εξαερώσεως τι; -απλώς τον εξωσκελετό των ποιημάτων…). Το άτμητό τους όμως εξακολουθεί να κυκλοφορεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα· ελεύθερο, ζωντανό, έτοιμο πάντα να ανάψει σπινθήρα σε κάποια άλλη νεαρή/αρχαία ψυχή, να προκαλέσει μεταλαμπάδευση ή καταστροφή …
Δεν μπορώ να μιλήσω πιο ποιητικά ή πιο θεωρητικά για τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, ούτε και θα ήταν σωστό: την ποίηση πρέπει να την κοινωνεί ο καθένας μόνος του, όπως και την έννοια του θείου. Μπορώ όμως να επιχειρήσω να ανασυνθέσω μια σύντομη βιογραφία του ποιητή (χωρίς χρονολογική σειρά, βεβαίως, εφόσον δε μετράει πια ο χρόνος), χρησιμοποιώντας αποκλειστικά στίχους του…
Απόπειρα βιογραφίας
*Την παράξενη μοίρα του ο ποιητής τη γνωρίζει από την αρχή: Είναι υποχρεωμένος ν’ ανέβει. Πού; Σε βήμα, σε κορυφή, σε χείλος γκρεμού, στην απόλυτη μοναξιά του μεγάλου υψόμετρου:
Τότε είδα το μεγάλο ικρίωμα όπου έπρεπε ν’ ανεβώ, άγνωστο αν θα στεφθώ βασιλιάς ή θα κυλήσω στο καλάθι των αποκεφαλισμένων.(…)
*Αρχίζει να γράφει. Και, την ίδια στιγμή, μια γραφή με αόρατο μελάνι αρχίζει κι αυτή, ερήμην του, να συμπληρώνει τα γραμμένα:
(…) Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο μου στίχο. / Από τότε ξέρω πως δε θα πεθάνω ποτέ – αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα. (…)
*Είναι ένθεος, όπως όλοι αυτοί που πίστεψαν κάποτε πως ήταν αθάνατοι (Ώσπου σιγά σιγά η καθημερινή χρήση μας κάνει θνητούς.):
(…) Ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ΄άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο Θεός (…)
* Βγαίνει στον κόσμο και, σχεδόν αμέσως, βγαίνει από τον κόσμο. Πρέπει να απομακρυνθεί από τη ζωή για να μπορέσει να δει και να πει τη ζωή:
(…) Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη, σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ’ ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς / όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα /να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.
*Ταμένος λοιπόν να βρίσκεται πάντα αλλού, παίρνει μέρος στην εποχή του, μια τρομερή εποχή, αλλά μόνο με το σώμα του. Θα του μείνει γι αυτό μια μόνιμη, εφηβική ενοχή:
Ενοχή
Τι ζητούσαν λοιπόν, σε τι είχα φταίξει, εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, πού να βρεις καιρό, έτσι έμεινα εύπιστος και αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας. //Ενώ απ’ το βάθος, μακριά, με κοίταζε σαν ξένο η πιο δική μου ζωή.
*Η γέφυρα (ένα στοιχείο που συναντιέται συχνά στην ποίησή του) δεν τον οδηγεί πουθενά. Και οι δυο όχθες είναι οφθαλμαπάτες:
(…) Γιατί, αλήθεια, ξέχασα να πω, ότι από καιρό τώρα ήμουνα δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση – τόσο μεγάλη, Θε μου, που να ’χει τόπο και για τους πιο ηλίθιους. (…)
*Η ανάμιξή του στην ιστορική περιπέτεια του τόπου τον αφήνει πληγωμένο, ταπεινωμένο, κουβαριασμένο μέσα στον εαυτό του. Είναι ο αθώος συνένοχος:
(…) Στο βάθος το ’ξερα πως μια μέρα θα προδοθώ μόνος μου, φρόντιζα, λοιπόν, να στέκομαι πάντα στη σκιά, έτσι έγινα σιγά σιγά δυσδιάκριτος, ώσπου ήρθε η θεϊκή αφάνεια που κάνει τους απόκληρους να μη χρειάζονται παλτό ή καπέλο (…)
*Πιστεύει ακόμα σε κάποιο χρέος που έχει αλλά, σιγά σιγά, αφαιρείται, κοιτάζει ακόμα πιο πέρα από τα συμβάντα και τα μη συμβάντα, αρχίζει να ελευθερώνει την ψυχή του προς την πιο μεγάλη έρημο:
(…) Είμαι εδώ για να μιλήσω, συνέβησαν τόσα στον καιρό μου: πόλεμοι, επαναστάσεις / όμως το ίδιο στάθηκα αυτόπτης μάρτυς και σε πολλά φανταστικά περιστατικά – (…)
*Η νεότητά του περιπλανήθηκε άσκοπα σ’ ένα λαβύρινθο διαψεύσεων. Όλη του η νεότητα ήταν για την ψυχή του ένα εφιαλτικό ταξίδι μύησης. Τώρα, δεν ξέρει πια κατά πόσον είναι αυτός ο ίδιος που συναντά ξανά τον εαυτό του:
(…) Όλοι γύρισαν. Μόνο οι ποιητές έμειναν για πάντα εκεί. (…)
*Φεύγει ακόμα πιο μακριά, αυτή τη φορά για την ισόβια εσωτερική του εξορία. Πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του και να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που πρέπει να αρθρώσει, πρέπει να βρει ένα νόημα στο χάος:
(…) Η νοσταλγία μιας ολόκληρης αιωνιότητας πριν γεννηθούμε / κι ίσως μόνο το ανεκπλήρωτο δίνει κάποιο νόημα στη ζωή μας / τα παιδιά τρέχουν κυνηγώντας φύλλα ή αινίγματα / λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δυο δισεκατομμύρια εκδοχές / για έναν μοναδικό κόσμο…
*Κάποτε αποσύρεται – ή τον αποσύρουν, ολοκληρωτικά. Έχει, όμως, πάντα καταφύγιο την παιδική του ηλικία. (Άλλο ένα στοιχείο που τον στοιχειώνει και τον προστατεύει):
(…) εξάλλου, με τις αναβολές και τις αναβολές, έμεινα για πάντα δωδεκαετής. Πράγματα σκοτεινά που δε θα εξηγηθούν παρά την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση, οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω και τότε κοίταξα τ’ άστρα, Θέε μου πώς έλαμπαν, και ξαφνικά δεν μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί «όλο το άπειρο είναι δικό μας» είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου (…)
*Τέλος εποχής. Τα ποιήματά του τώρα είναι μικρές ιστορίες που η αρχή τους και το τέλος τους δεν υπάρχουν. Η ζωή έχει γίνει ένα κουβάρι με κομμένες και τις δυο του άκρες:
(…) Άξαφνα είδα τον Ιάκωβο να μπαίνει στην κάμαρα μέσ’ απ’ τον καθρέφτη, ταράχτηκα, «πώς γίνεται;» του λέω, «μα δε βλέπεις; μου λέει, χάθηκαν όλα» (…)
*Ο ποιητής οπισθοχωρεί ακόμα περισσότερο, περιχαρακώνεται στον βαθύτερο εαυτό του. Γίνεται αυτό που πάντα ήταν. Έγκλειστος της ζωής του:
(…)Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δυο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ (…)
*Ανεβοκατεβαίνει από το σκοτεινό υπόγειο στη σκοτεινή σοφίτα. Μια φτωχή οικοσκευή και ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα επιπλώνουν τώρα τα ποιήματά του: Το καπέλο η ομπρέλα, η καρέκλα, η λάμπα, ο παλιός καναπές, τα πουλιά. Υπάρχουν παντού κρύπτες με μυστικά:
(…) Και προσπαθώ να κοιτάζω αλλού όταν ανοίγω ένα συρτάρι / γιατί αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουν συμβεί. (…)
*Ζει με τα φαντάσματά του. Στους μικρούς, ασφυκτικούς χώρους των ποιημάτων κυκλοφορούν ελεύθερα πλέον ο πατέρας, η μητέρα, οι θείες, τα νεκρά αδέλφια, η πεθαμένη ξαδελφούλα. Συνωστίζονται ώρες ώρες, και πολλοί άλλοι ανέστιοι: παλιοί σύντροφοι, παιδικοί φίλοι, ζητιάνοι, πόρνες. Μισοτελειωμένες, ταπεινές ανθρώπινες σχέσεις, εκβιάζουν τον ποιητή, του ζητούν να δικαιώσει την αναίτια ύπαρξή τους, να καταγράψει, να εξηγήσει, να συνεχίσει να κρατά τα αρχεία του χάους. Αυτό το στοιχειωμένο, κακοφορμισμένο σπίτι τώρα,
είναι γεμάτο σκάλες που τις ανακαλύπτεις όταν δεν υπάρχει πια το σπίτι.
Αλλά κι η ποίηση δεν είναι
σαν ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα / για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό;
* Ο ποιητής αποδέχεται τον εαυτό του:
Εγώ, ένας άρρωστος εκ πεποιθήσεως, ένας ιδιοφυής της δυστυχίας (που τίναξα κάποτε τα μυαλά μου για μιαν ωραιότερη εποχή) (…)
Ένας αλκοολικός του ονείρου σ’ έναν ύπνο από χιόνι. (…)
*Επιτέλους, μπορεί να αναφέρει ευθαρσώς το επάγγελμά του:
(…) Κι η ποίηση σαν μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια, / όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα. // Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.
*Είναι ακόμα πιο μόνος, έχει ξεπεράσει τα όρια της ανθρώπινης μοναξιάς:
(…) τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο, ανεβαίνουν τώρα μαζί μου στον ουρανό. (…)
*Αλλά δηλώνει:
(…) Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος. / Κι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ.(…)