Ο ΔΡΟΜΟΣ
Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα του και βγήκε στο δρόμο. Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος, στηριγμένος στα δεκανίκια του. Τον ζάλιζε ο πρωινός ήλιος.
Κοίταξε τα παπούτσια του. Ήταν τα χθεσινά μοκασίνια, αλλά ήδη είχαν αρχίσει να αλλάζουν χρώμα και οι σόλες τους δεν ήταν πια κρεπ.
Άρχισε σιγά σιγά να προχωρά προς τα δεξιά.
Ο δρόμος δεν φαινόταν ακόμα – πάντα εξελισσόταν στην πορεία. Σήμερα μάλλον θα γινόταν χωματόδρομος.
Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Δέχτηκε κατάμουτρα μια δυνατή ριπή αέρα φορτωμένου χιονόνερο. Τον ξάφνιασε· ο καιρός είχε γυρίσει απότομα.
Έφερε το χέρι στο πρόσωπό του. Σήμερα δεν φορούσε γυαλιά, ούτε είχε μουστάκι. Να και μια ευχάριστη έκπληξη: είχε χαθεί η κοιλιά του – το σώμα του το ένιωθε δυνατό και σφριγηλό. Θα μπορούσε ίσως και να τρέξει… Αυτό θα έκανε. Σίγουρα. Ο δρόμος, ανοιχτός, φαινόταν να κατεβαίνει εύστροφα το λοφάκι.
Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα του και βγήκε στο δρόμο. Άρχισε αμέσως να τρέχει. Έπρεπε να προλάβει το λεωφορείο, θα αργούσε στο μάθημα. Ευτυχώς, η στάση ήταν πιο κοντά απ’ όσο συνήθως. Το πρόλαβε τελευταία στιγμή. Ανέβηκε και σωριάστηκε λαχανιασμένος σ’ ένα κάθισμα.
Φτου. Είχε ξεχάσει το βιβλίο της Γεωγραφίας.
Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα του και βγήκε στο δρόμο. Έκανε δυο βήματα και ένιωσε αμέσως μια σουβλιά στο γόνατο. Από την καθιστική ζωή, σκέφτηκε μελαγχολικά. Ε, έκλεινε και τα εξήντα τον άλλο μήνα.
Του ήταν απαραίτητο να περπατάει καθημερινά, όπως κι αν είχε το πράγμα. Προχώρησε προς τα αριστερά. Ήλπιζε να μην συναντούσε πάλι σήμερα ανήφορο.
Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα διάπλατα και βγήκε στο δρόμο σπρώχνοντας το καροτσάκι με το μωρό. Έσκυψε και του τακτοποίησε λίγο τα σκεπάσματα. Το μωρό τον κοίταζε δύσπιστα, αλλά είχε σταματήσει επιτέλους να κλαίει. Θα του έκανε καλό ο καθαρός αέρας.
Ο Πέτρος κατευθύνθηκε προς τα δεξιά. Σήμερα θα πήγαινε στο πάρκο – αρκεί να υπήρχε πάρκο.
Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα του και βγήκε βιαστικά στο δρόμο. Κοίταξε δεξιά αριστερά, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Η γυναίκα είχε προλάβει να εξαφανιστεί. Σήκωσε τους ώμους. Ο σάκος της βρισκόταν στο χολ. Αν τον ήθελε θα ξαναρχόταν να τον ζητήσει. Καλύτερα όμως να τον έβγαζε έξω. Δεν ήξερε τι μπορούσε να περιέχει.
Ο Πέτρος γύρισε πίσω, πήρε το σάκο, ξαναβγήκε και τον άφησε δίπλα, κάτω από το υπόστεγο.
Μετά προχώρησε ευθεία. Μπορεί να συναντούσε κάποιο αστυνομικό τμήμα.
Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα του και βγήκε στο δρόμο. Σήμερα, Κυριακή, θα πήγαινε αριστερά.
Το φορτηγό που ερχόταν με ταχύτητα δεν κατάφερε να φρενάρει.
Περίεργο, πρόλαβε να σκεφτεί ο Πέτρος καθώς έχανε τις αισθήσεις του. Σ’ αυτόν το δρόμο ποτέ δεν έχει ξαναπεράσει φορτηγό.
Ο Πέτρος άρχιζε να βαριέται αυτήν την υπόθεση.
(Από το “40 κάπως περίεργες ιστορίες” Εκδ. Ροές)