Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΠΟΨΗ
Μια φορά ήταν ένας παλιός, συνηθισμένος καθρέφτης, σε καλή κατάσταση, με κορνίζα από λεπτοδουλεμένο κοκαλάκι νυχτερίδας.
Αυτό το απλό αντικείμενο κάποτε, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, δεν ήταν καθόλου απλό – ήταν τελείως ασυνήθιστο: αντανακλούσε ό,τι καθρεφτιζόταν μέσα του όχι με δουλοπρέπεια, αλλά με άποψη.
Αν κάποιος δηλαδή κοίταζε για να δει πόσο ευπαρουσίαστος είναι, σίγουρα δε θα έβλεπε το πρόσωπό του. Θα αντίκριζε μόνο εκείνη τη λεπτομέρεια της προσωπικότητάς του που ο καθρέφτης θα απομόνωνε αυθαίρετα, κρίνοντάς την ενδιαφέρουσα εικαστικά ως θέμα – για παράδειγμα, θα έβλεπε μόνο ένα σουρεαλιστικό ερεθισμένο σπυράκι με ιμπρεσιονιστική διάθεση εξάντλησης της χρωματικής γκάμας μιας ρεαλιστικής βιαιότητας, ή μόνο ένα μεταμοντέρνο αυτί με γωνιώδεις φόρμες σε μια προσπάθεια μονοδιάστατης απόδοσης της οικουμενικότητας του μοναχικού, πολυφωνικού οράματος του γίγνεσθαι.
Την ίδια στιγμή δε, ο εμπνευστής του έργου θα εξαφανιζόταν μυστηριωδώς και για πάντα – και από την ανεικονική πραγματικότητα του καθρέφτη αλλά και από την πραγματική πραγματικότητα της ζωής του!
Ο καθρέφτης αυτός είχε σκοτεινή και αμφιλεγόμενη προέλευση και ήταν άγνωστο πότε ακριβώς είχε αποκτήσει τις περίεργες ιδιότητές του. Λεγόταν πως κάποτε ανήκε σ’ έναν μάγο, ο οποίος τον είχε πάρει από κάποιον πελάτη του που δεν τον χρειαζόταν πλέον – εφόσον είχε μεταμορφωθεί από το μάγο σε βάτραχο.
Ο μάγος, σε μια δύσκολη οικονομικά εποχή, είχε βγάλει σε πλειστηριασμό όλα τα αναμνηστικά των πελατών του. Ο καθρέφτης, μαζί με ένα κιλό μύδια, είχε καταλήξει στο λογιστή του μάγου, ο οποίος όμως το ίδιο βράδυ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, χωρίς ν’ αφήσει κληρονόμους, αλλά και χωρίς να το αντιληφθεί κανείς. Έτσι, ο καθρέφτης και τα μύδια έμειναν για σαράντα δύο χρόνια στην κρεβατοκάμαρα του λογιστή κι όταν τελείωσαν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και το οίκημα περιήλθε στην κατοχή του δήμου για να συνεχίσει νομότυπα την κατάρρευσή του, πετάχτηκαν μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή σε μια αποθήκη.
Ύστερα από καιρό, όταν ο δήμος είχε μείνει χωρίς ανώτερους και κατώτερους υπαλλήλους και είχαν εξαφανιστεί γνωστές και άγνωστες οικογένειες της πόλης, ο καθρέφτης έφτασε στα χέρια ενός κλεπταποδόχου παλαιοπώλη, για τον οποίο δεν ξανακούστηκε τίποτα, και κατέληξε στη βιτρίνα μιας γκαλερί έργων τέχνης, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα όλοι οι αργόσχολοι περιπατητές απ’ τη γειτονιά.
Το μαγαζί λεηλατήθηκε από μια οργανωμένη συμμορία κουκουλοφόρων με ντοκτορά στην ιστορία της τέχνης, που επέλεξε τα αυθεντικά κομμάτια και τη σαβούρα την πέταξε στα σκουπίδια.
Ο καθρέφτης, που ως εκ θαύματος δεν είχε σπάσει, ανακαλύφτηκε από έναν μεθυσμένο ρακοσυλλέκτη ο οποίος, μη βλέποντας ούτε τη μύτη του, πρόλαβε να τον ανταλλάξει με μια μερίδα χθεσινή ψαρόσουπα. Η μαγείρισσα της ψαρόσουπας και τελική αποδέκτης του καθρέφτη δεν κοιτάχτηκε ποτέ μέσα του, γιατί ήταν πανάσχημη, φαλακρή και μισότυφλη. Έτσι, μπόρεσε να μακροημερεύσει και να τυφλωθεί τελείως τελικά.
Όσο για τον καθρέφτη, μην έχοντας πια την παραμικρή επίδραση πάνω σε κανέναν, έχασε την ιδιαιτερότητά του και κατάντησε ένας απλός καθρέφτης σε καλή κατάσταση, με κορνίζα από λεπτοδουλεμένο κοκαλάκι νυχτερίδας.
Ηθικό δίδαγμα: Ένα ταλέντο χωρίς ενθάρρυνση χάνεται.