Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΩΣΗΦ
Ο Ιωσήφ προχωρούσε στο χωματόδρομο χοροπηδώντας και κλοτσώντας τα πετραδάκια. Από το πρωί εξερευνούσε την περιοχή γύρω απ’ το καινούργιο σπίτι. Ωραία ήταν. Είχε ανακαλύψει ένα άχτιστο οικόπεδο γεμάτο λάστιχα και παλιοσίδερα, ένα μεγάλο δέντρο που μπορούσε να σκαρφαλώσει πάνω του και να δει μέχρι πέρα, στο λιμάνι, είχε παίξει και κυνηγητό μ’ ένα κίτρινο σκυλί. Τώρα επέστρεφε, είχε αρχίσει να πεινάει.
Ο Ιωσήφ ήταν έξι χρονών – εδώ και πενήντα χρόνια ήταν έξι χρονών.
Οι γονείς του μόλις είχαν πάλι αλλάξει σπίτι και πόλη. Τον παρουσίαζαν πλέον ως εγγονό τους, αν και ο Ιωσήφ εξακολουθούσε να τους φωνάζει μαμά και μπαμπά. Αυτός δεν είχε κανένα πρόβλημα. Κάθε φθινόπωρο έκανε καινούργιους φίλους, μάθαινε να διαβάζει και να γράφει, δυσκολευόταν λίγο στην αριθμητική, έδειχνε ιδιαίτερη επιδεξιότητα στη ζωγραφική και καμία κλίση στα σπορ. Όταν ερχόταν το καλοκαίρι, και συγκεκριμένα μετά την πρώτη του βουτιά στη θάλασσα, έχανε τους πέντε πόντους που είχε ψηλώσει κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ξεχνούσε ό,τι είχε μάθει κι άρχιζε πάλι να συμπεριφέρεται σαν αυτό που ήταν: ένα ανέμελο, χαρούμενο παιδί έξι χρονών. Την τρίτη φορά που συνέβη αυτό, οι γονείς του κατέφυγαν σε κάποιον παιδοψυχολόγο ο οποίος, αφού εξέτασε τον Ιωσήφ προσεκτικά, αποφάνθηκε ότι ήταν απολύτως φυσιολογικός για την ηλικία του, και με αρκετά υψηλό δείκτη ευφυΐας. Τον επόμενο χρόνο, αναγκάστηκαν να πουλήσουν το σπίτι τους και να μετακομίσουν σε κάποια μεγαλύτερη πόλη, γιατί αφενός δε δέχονταν πια τον Ιωσήφ στην πρώτη τάξη του παλιού του σχολείου, αφετέρου είχαν αρχίσει οι γείτονες να τους κοιτάζουν περίεργα. Η κατάσταση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Όλοι οι παιδοψυχολόγοι, καθώς και οι παιδίατροι διαφόρων πόλεων, που κλήθηκαν κατά καιρούς να εξετάσουν τον εξαετή Ιωσήφ, αποφαίνονταν ότι ήταν ένα υγιέστατο παιδάκι και μάλιστα δεν μπορούσαν να καταλάβουν πού ήταν το πρόβλημα.
Καθώς ο Ιωσήφ πλησίαζε τώρα στο καινούργιο του σπίτι, άκουσε να τον φωνάζουν: «Ιωσήφ! Είσαι ο Ιωσήφ;».
Στην πόρτα τον περίμεναν δύο κοινωνικοί λειτουργοί. Η πιο κοντή τού χαμογέλασε καλοσυνάτα, τον χάιδεψε στο ακούρευτο κεφαλάκι και τον πήρε από το χέρι. Θα τον οδηγούσε στο ίδρυμα και από εκεί θα τον έστελναν σε ανάδοχους γονείς. Τα είχαν ρυθμίσει όλα οι υπέργηροι κηδεμόνες του πριν αναχωρήσουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Στο παράξενο σημείωμα που είχαν αφήσει αναγνώριζαν ότι το πρόβλημα το είχαν αυτοί και, κατ’ επέκταση, όλοι οι άλλοι που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο συνέχιζαν να μεγαλώνουν, να μαθαίνουν διάφορα άχρηστα πράγματα και να γερνάνε.