ΟΙ ΔΥΟ ΠΙΝΑΚΕΣ
Η Ντότι καθόταν σε μια ψάθινη πολυθρόνα στον κήπο, άκεφη και σκεφτική. Φορούσε μόνο ένα άσπρο μακρύ φανελάκι. Έκανε πολλή ζέστη. Η μαμά της έλειπε από το πρωί – είχε κατέβει στην πόλη για ψώνια, και ο παππούς, μέσα, έπαιρνε τον μεσημεριανό υπνάκο του. Ακόμα κι ο γάτος, ο Ραούλ, δεν είχε όρεξη για παιχνίδια. Ήταν ξαπλωμένος ώρες τώρα κάτω από την πολυθρόνα της και κοιμόταν με μισάνοιχτα τα μάτια. Η Ντότι ένιωθε ολομόναχη και έπληττε. Το ημερολόγιό της βρισκόταν ανοιχτό στα γόνατά της. Η τελευταία καταγραφή που είχε κάνει ήταν πριν από πέντε μέρες: 18 Ιουλίου 2009: Αυτό το καλοκαίρι μού φαίνεται ατέλειωτο. Δεν είχε πια να γράψει τίποτα. Ευτυχώς, οι δια-
κοπές τελείωναν· την άλλη εβδομάδα θα επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη. Έκλεισε το ημερολόγιο, χασμουρήθηκε, πήρε ένα βιβλίο με ζωγραφιές που βρισκόταν στο τραπεζάκι δίπλα της –μάλλον θα το είχε ξεχάσει εκεί ο παππούς– κι άρχισε να το ξεφυλλίζει νυσταγμένα.
«Οι ζωγραφιές» σκέφτηκε «είναι σαν παράθυρα. Όχι μόνο αυτές που κρέμονται στους τοίχους, αλλά κι αυτές που βλέπουμε στα βιβλία… Τετράγωνες ή ορθογώνιες, είναι ίδιες με παραθυράκια. Κι εμείς περνάμε απ’ έξω και κρυφοκοιτάζουμε… Να, σ’ αυτήν εδώ τη ζωγραφιά, τα κοριτσάκια δεν έχουν πάρει είδηση ότι τα παρακολουθώ… Κοιτάζουν απορροφημένα την παρτιτούρα στο πιάνο. Ετοιμάζονται να παίξουν και να τραγουδήσουν – αχ, πολύ θα ήθελα να ήμουν κι εγώ εκεί, μαζί τους, σ’ αυτό το ωραίο, μεγάλο δωμάτιο – ω, Θεέ μου!»
Η Ντότι ξεφώνισε άθελά της και τράβηξε γρήγορα το χέρι της. Το είχε ακουμπήσει στην άκρη της ζωγραφιάς και τώρα τα δάχτυλά της είχαν εξαφανιστεί, σαν να είχαν χωθεί σε τρύπα!
«Μα τι συνέβη;» είπε μεγαλόφωνα, μόλις συνήλθε απ’ την έκπληξη. Άρχισε να σκέφτεται: «Λες να υπάρχει εδώ κάποια μυστική είσοδος, απ’ αυτές που γράφουν τα βιβλία; Δε δοκιμάζω να μπω; Θα μου άρεσε να βρεθώ κάπου αλλού… Φαίνονται καλά παιδιά. Θα γνωριστούμε και θα κάνουμε παρέα!».
Άπλωσε πάλι το χέρι της, το ακούμπησε στο ίδιο σημείο και, με θάρρος, το έσπρωξε μέσα! Το χέρι εξαφανίστηκε μέχρι τον αγκώνα. Πήρε βαθιά αναπνοή, έβαλε και το άλλο χέρι, πέρασε το κεφάλι και τους ώμους, έκανε μια μικρή έλξη, σκαρφάλωσε, πήδηξε και βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο της ζωγραφιάς!
Τα κορίτσια που στέκονταν μπροστά στο πιάνο ξαφνιάστηκαν και γύρισαν τρομαγμένα προς το μέρος της Ντότι.
«Ω!» αναφώνησε η ξανθούλα. «Το κορίτσι του πίνακα! Ζωντάνεψε και πήδηξε από το κάδρο του μέσα στο δωμάτιό μας!»
«Όχι» είπε ευγενικά η Ντότι. «Εσείς ήσασταν μέσα στη ζωγραφιά που κοίταζα – εγώ είμαι πραγματικό κορίτσι!»
«Μιλάει κιόλας!» είπε σιγανά η καστανομάλλα.
«Ξέρετε…» άρχισε να εξηγεί η Ντότι «ξεφύλλιζα ένα βιβλίο και είδα μέσα τη ζωγραφιά δυο κοριτσιών – δηλαδή τη δική σας… Στη σελίδα 107 ήταν…» συμπλήρωσε για να προσθέσει περισσότερη αληθοφάνεια στα λεγόμενά της. «Έγραφε από κάτω: Στο πιάνο (1892), λάδι 118×89, Παρίσι, ιδιωτική συλλογή… Ευχήθηκα να βρισκόμουν στην παρέα σας –μαθαίνω κι εγώ πιάνο, ξέρετε– κι έγινε! Και να ’μαι τώρα μέσα σ’ ένα ωραίο, ζωγραφισμένο δωμάτιο, μπροστά σ’ ένα μεγάλο, ζωγραφισμένο πιάνο, να μιλάω με… Αλήθεια πώς σας λένε; Εμένα με λένε Ντότι».
Η ξανθούλα φάνηκε πως άρχιζε να βρίσκει διασκεδαστική την κατάσταση. «Για κοίταξε λίγο πίσω σου, Ντότι!» είπε γελώντας.
Η Ντότι γύρισε το κεφάλι και είδε στον τοίχο έναν πίνακα μέσα σε βαριά, χρυσή κορνίζα. Παρίστανε μια άδεια ψάθινη πολυθρόνα σ’ ένα περιβόλι. «Μα…» έκανε. «Αυτή η πολυθρόνα μοιάζει με τη δική μου… Κι αυτός ο γάτος που κοιμάται από κάτω, ναι, είναι ο Ραούλ! Κι αυτός ο θάμνος… Α, το περιβόλι του παππού!»
«Δεν ξέρω τίνος είναι το περιβόλι, αλλά σε βεβαιώνω πως, μέχρι πριν από λίγο, ο πίνακας είχε κι ένα παράξενο κορίτσι. Κι αυτό το κορίτσι βρίσκεται τώρα, ξαφνικά, εδώ, μπροστά μας! Πάμε γρήγορα να σε δείξουμε στον δικό μας παππού – αυτός έχει ζωγραφίσει τον πίνακα, κι αν τον δει τώρα, σε τέτοια κατάσταση, θα μας ζητάει εξηγήσεις!»
Η καστανομάλλα πήρε την παραζαλισμένη Ντότι από το χέρι. «Εμένα με λένε Ζαν και την αδελφή μου Ζενεβιέβ» είπε καθώς έβγαιναν κι οι τρεις από το ζωγραφισμένο δωμάτιο.