Η Γέννηση
Βγαίνω την νύχτα διψώντας
Δεν έχω μάτια σχεδόν πουθενά
Σέρνομαι με τις στρεβλωμένες ρίζες μου
Πάνω απ’ το χώμα.
Κρατάω άλιωτο
Μόνο το ερωτικό μου στόμα με το αίμα του
Το άγνωστο μου φύλο
Και σε βαθιά εγκατάλειψη αναπαράγομαι
Ο πρώτος απ’ το τέλος του είδους μου-
Η Βάφτιση
Φοβάμαι
Την επίκληση να μην ξεχάσω, την επίκληση
Κι είναι κιόλας καιρός που δεν μ’ ακούω μέσα
Επειδή κοιμάμαι, λείπω ή, εξημερωμένος
Γλείφομαι
Με διαλείψεις επιθυμώντας τον άνθρωπο
Που κι αυτός δεν υπάρχει.
Θορυβώ ηλίθια, κινδυνεύω
Τ’ όνομα μου να μην ακούσω, τ’ όνομα
Που στο φως ήταν αλλιώς
Και στο σκοτάδι πρήζεται
Που καθηλώνοντας τους άλλους, έντρομο,
Θα μ’ απομαγνητίσει-
Η Κοινωνία
Πάλι νυχτώνει. Εντελώς ιδιωτικά.
Ο ουρανός με οξύ συριγμό ξεφουσκώνει
Αυτός, όπως και χθες, στο οινόπνευμα
Ενώ, βγάζω νύχια και φώτα που σημαίνουν, Είσαι εδώ.
Είμαι. Και πλέουν στους καπνούς
Άμορφοι όσοι αγάπησα-
Η Τριάδα
Ο Άγγελος στο ξύλο. Τρίζω.
Γυρισμένα μέσα μου τα μάτια του.
Τρυφεροί άσπροι βολβοί,
Στον αμφιβληστροειδή
Ήδη, αργά,
Ο άλλος γαλαξίας εντυπώνεται-
Ο Προφήτης στο κήτος. Εξεμώ.
Διαλυμένο το φάσμα του σε κύτταρα φωνήεντα
Τα πράσινα, τα μαύρα, τα συριστικά-
Στα ουράνια σώματα, στα πάνδημα σώματα
Η αφροδίσια μόλυνση απλώνει-
Ο Ποιητής στο κλουβί. Κρώζω.
Χτυπιέται στα κάγκελα,
Το φτερό μου αναφλέγεται
Χτυπιέμαι στα κάγκελα, η γλώσσα του σκίζεται.
Το κρανίο του ανοίγει. Αδειανό.
Το μυαλό μου φωσφορίζει στην φορμόλη-