Το «Καφέ Μπαρ 56» με τον απόκοσμο φωτισμό ήταν άδειο.
-Ένα τοστ παρακαλώ. Και μια μπίρα, είπε ο Μπίλι στη νυσταγμένη κοπέλα πίσω απ’ τον πάγκο.
Εκείνη έφερε αμέσως τη μπίρα και κάτι τυλιγμένο σε σελοφάν –σίγουρα και με γεύση σελοφάν.
-Ευχαριστώ… Είμαι γείτονας – έστω για απόψε μόνο… είπε εκείνος. Μένω στο 56α…
Η κοπέλα τον κοίταξε πιο προσεχτικά. Φαινόταν σοβαρός κι ήταν αρκετά ευπαρουσίαστος – παρά το άσχημο σημάδι γέννας που είχε στο μέτωπο.
– Ποιο 56α; έκανε. Δεν υπάρχει κανένα 56α…
-Η γαλάζια πόρτα, δίπλα…
-Ποια γαλάζια πόρτα; Δεν υπάρχει καμιά γαλάζια πόρτα. Άχτιστο οικόπεδο έχουμε δίπλα!
-Με κοροϊδεύετε; Ολόκληρο αρχοντικό δίπατο είναι! Μένουν αυτές οι συμπαθητικές δίδυμες γριούλες… Ξέρετε, είχαν έρθει το απόγευμα στην ποιητική εκδήλωση, στο Δημαρχείο. Τους υπέγραψα το βιβλίο μου και με κάλεσαν να διανυκτερεύσω σπίτι τους…
-Ποιες δίδυμες γριούλες; απόρησε η κοπέλα. Δεν υπάρχει καμιά δίδυμη γριούλα στην πόλη μας…
*
Η Μαρκέλλα είχε γεννηθεί με σημάδια στο κεφάλι από τις κλωτσιές της Μικέλας στην κοιλιά της μάνας τους και, ογδόντα χρόνια τώρα, δεν της το είχε συγχωρήσει.
-Σε ποιο μπαρ έστειλες τον ποιητή τέτοια ώρα; Αφού δεν υπάρχει κανένα μπαρ, γκρίνιαξε μουτρωμένη στην αδελφή της.
-Ποιον ποιητή; είπε βαριεστημένα η Μικέλα. Τα ‘χεις χαμένα. Δεν υπάρχει κανένας ποιητής…