Μια φορά ήταν μια αναρχοαυτόνομη ομάδα απαντήσεων με κοινό σημείο το ότι όλες, σε κάποια δύσκολη στιγμή, για τον άλφα ή βήτα λόγο, είχαν χάσει επαφή με τις ερωτήσεις τους – και με το νόημα της ζωής. (Τη μια, λ.χ., την είχε βρει ένας επιστήμονας τελείως διαφορετικής επιστήμης και, μη ξέροντας τι να την κάνει, την είχε πετάξει από το παράθυρο. Μια άλλη την είχε βρει μια μαγείρισσα χωρίς κληρονόμους, λίγο πριν αυτοκτονήσει, μια άλλη ένας άστεγος θεολόγος και τρελάθηκε κ.ο.κ.)
Έχοντας καταντήσει άνεργες, υποαπασχολούμενες ή αυτοαπασχολούμενες, περιφέρονταν άσκοπα, μπλέκοντας συχνά σε άσχημες καταστάσεις και κάνοντας φασαρία.
Ένα βράδυ, αυτές οι άχρηστες απαντήσεις βρέθηκαν σ’ ένα μπαρ. Οι καπνοί, το αλκοόλ και η εκκωφαντική μουσική τις οδήγησαν γρήγορα σ’ εκείνη τη συνήθη πνευματική κατάσταση που περιγράφεται ως απαθής οργή ή δραστήρια αποβλάκωση ή κεφάτη κατάθλιψη.
Η πιο βαθυστόχαστη της παρέας (η απάντηση: «διότι δεν υπάρχει κενό») προσκολλήθηκε στο διάλογο του μπάρμαν με μια ξανθιά και προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή των ερωτήσεων που εκτοξεύονταν νωχελικά και από τις δύο πλευρές. Ήταν όμως αδύνατον, γιατί όλες οι ερωτήσεις έπεφταν στο κενό και τους άρεσε.
Η πιο επιπόλαια (η απάντηση: «Δύο αυγά») προσπάθησε να χωθεί στη συζήτηση που εμαίνετο μεταξύ τεσσάρων ορθίων ασφαλιστών, αλλά τα κλισέ των ερωτήσεων ήταν τετράγωνης λογικής και δεν άφηναν κανένα περιθώριο.
Η πιο μεγάλη (η απάντηση «Βεβαίως υπάρχει, αλλά είναι μαύρος, θηλυκός και σε μεγάλη αμφιβολία γι’ αυτό δεν εμφανίζεται») παρενοχλούσε μια παρέα φιλάθλων, παρανοώντας τα ενδιαφέροντά τους και προκαλώντας μια τεράστια σύγχυση περί τα θεία.
Η πιο μικρή (η απάντηση: «723») δοκίμασε την τύχη της στο μονόλογο ενός χαμένου κορμιού και μπόρεσε να ακουστεί για μια στιγμή, τη στιγμή που το χαμένο κορμί πίστεψε πως κάτι υπαινίσσεται το ποτήρι του με την τεκίλα, έφριξε και σηκώθηκε να φύγει.
Η πιο ανόητη (η απάντηση: «Φυσικά ο σοσιαλκαπιταλισμός») έκανε το σφάλμα να πλησιάσει ένα ερωτευμένο ζευγάρι και να κολλήσει σε μια ερώτηση που συνοδευόταν από τη δική της, ακόμα πιο ανόητη απάντηση.
Η πιο απρεπής (η απάντηση: «Πριτς!») και η πιο άσχετη (η απάντηση: «Αχά!») άνοιξαν πρώτες τον καβγά. Οι μεγάλης υπαρξιακής αγωνίας ερωτήσεις –οι μπράβοι του μπαρ– «Ποιος νομίζεις πως είσαι;» και «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» επενέβησαν άμεσα.
Σε λίγο, όλες οι ασυνόδευτες απαντήσεις είχαν βγει νοκ άουτ και είχαν γίνει ένας μπερδεμένος, άμορφος σωρός σε σχήμα συζητήσεως.
Η μόνη που είχε απομείνει σώα και νηφάλια, η αυτάρκης ερωταπάντηση «Ε, και;», σηκώθηκε από τη σκοτεινή γωνιά της και γλίστρησε απαρατήρητη στο δρόμο.
Ηθικά διδάγματα:
1) Είναι κοινωνικά αποδεκτό να μην έχεις απαντήσεις, αλλά όχι και να μην έχεις ερωτήσεις.
2) Η ερωταπάντηση «Ε, και;» είναι η μόνη που μας απομένει.
Αχά!