You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: τρεις Μύθοι του Αισώπου (προδημοσίευση)

Παυλίνα Παμπούδη: τρεις Μύθοι του Αισώπου (προδημοσίευση)

 

1 Ο λαγός και η χελώνα

 

 

Η χελώνα κυρά Μαίρη / κι ο λαγός ο μίστερ Τζέρι

Συναντήθηκαν μια Τρίτη / κάπου εκεί στο Καπανδρίτι

 

Καλημέρα κυρά Μαίρη / Τι ζητάς σ’ αυτά τα μέρη;

Ήθελα προχθές να τρέξω/ Και για τζόκινγκ βγήκα έξω

 

Τρέχω από το Σαββάτο / Κι έχω φτάσει εδώ κάτω!

Θες να κάνουμε αγώνα / βάδην ως τον Μαραθώνα;

 

Χα χα, Μαίρη, λέει ο Τζέρι, / ξέρε το: δε σε συμφέρει

Ξέρεις, πως κατά κανόνα / εσύ πας σαν τη χελώνα!

 

Με δυο πήδους θα σε φτάσω /και με τρεις, θα προσπεράσω!

Όχι, Τζέρι, θα νικήσω / θα σ’ αφήσω πολύ πίσω!

 

Ο λαγός χοροπηδάει / κι όλο την περιγελάει

Χοπ εδώ και χοπ πιο πέρα / γύρω γύρω όλη μέρα

 

Κοροϊδεύει τη χελώνα /σαμποτάρει τον αγώνα

Και στο τέλος πια βαριέται / χασμουριέται, αποκοιμιέται…

 

Μα η Μαίρη  συνεχίζει / και στο τέλος τερματίζει!

Στέλνει μήνυμα στον Τζέρι / «Γιούχου! Νίκησα, ξεφτέρι!»

 

Έξαλλος ξυπνά ο Τζέρι /  απορεί και υποφέρει

Και φωνάζει: Ζαβολιά! / Ζαβολιά και διαβολιά

 

Μα πώς έφτασε η χελώνα / βάδην ως τον Μαραθώνα;

Πήρε άγνωστα δρομάκια / και κρυφά μονοπατάκια;

 

Οι χελώνες οι αργές / μάλλον θα’χουν GPS!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2 Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας

 

 

Ο τζίτζικας ο Τζίτζιρας /ο Τζιτζιμιτζικότζιρας

Τσίριζε και τζιτζίριζε / επάνω στο πευκάκι

Ρουφώντας το πευκόμελο /  με μύτη καλαμάκι

 

Τζι τζι τζι και τζιτζικό / τι πευκόμελο γλυκό!

Τζι τζι τζι θα τρελαθώ, / θα ρουφάω θα μεθώ

 

Κι είδε τον μυ, τον μυρμηγκό /τον μυ μυρμηγκομπόμπιρα

Που ’σπρωχνε λαχανιάζοντας / ένα χοντρό σποράκι

Κι έσκυψε και του φώναξε/ πάνω απ’ το πευκάκι:

 

Έλα  τζι και τζι και τζι, /να γλεντήσουμε μαζί,

Άσε με τζιτζί τζιτζί, / τζίτζικα σαματατζή

 

Έχω δουλειά  πολλή δουλειά / τζιτζικομιτζικότζιρα

Κάνω, που λες, ντελίβερι / ψίχουλα και σποράκια

Μες στο χειμώνα να’χουνε / να τρων τα μυρμηγκάκια

 

Μα εσύ που όλο γλεντάς / δεν θα έχεις τι να φας

Δίχως κόπο και δουλειά / θα ’χεις άδεια την κοιλιά

 

Καλέ τι λες; Ποιος νοιάζεται; / Μυρμή μυρμηγκομπόμπιρα:

Σαν χειμωνιάσει, έρχομαι να με φιλοξενήσεις

Θα τζιτζιρίζω ολημερίς κι εσύ θα με ταίσεις

 

Θα’χεις τζάμπα μουσική / θα γλεντάς κι εσύ τρελά

Θα’χω τζάμπα το φαϊ / θα περνώ κι εγώ καλά!

 

Έχω πολλούς συγκάτοικους / τζιτζικομιτζικότζιτζιρα

Είμαστε χίλιοι δεκατρείς /μαζί με τα παιδιά μας

Δε θα χωρέσεις δυστυχώς /κι εσύ μες στη φωλιά μας…

 

Δεν πειράζει, μένω εδώ / στη δροσιά να τραγουδώ

Γιατί εγώ ξέρω να ζω /μυρμηγκάκι μου χαζό

 

Πώπω χειμώνας έφτασε, κι ο τζι τζιτζικοτζίτζιρας

Μονάχος πάνω στο κλαδί κρύωνε και πεινούσε

Έτρεμε ο κακόμοιρος και πια δεν τραγουδούσε

 

Τα μυρμήγκια στη φωλιά/ τρωγοπίναν αγκαλιά

Διασκέδαζαν εκεί /κι ας μην είχαν μουσική

 

Αχ τζι, αν δούλευες κι εσύ / σαν τον μυρμηγκομπόμπιρα

Και δεν σ’ απασχολούσανε /μόνο τα τραγουδάκια

Τώρα κι εσύ  θα’ χες να φας / δε θα’ τρωγες παγάκια!

 

Των φρονίμων τα παιδιά / Να γεμίσουν τη φωλιά

Πριν πεινάσουνε κοιτάν /για να έχουν  τι να φαν…

 

 

 

3 Ο Γάιδαρος και η σκιά του

 

 

Ο κυρ Γιάννης Παπαγιάννης / ο κυρ Γιάννης, ο τσοπάνης

Είχε ένα γαϊδουράκι / που το φώναζε Γιαννάκη

Του φορούσε χαϊμαλί / και το φρόντιζε πολύ

 

Κάποια μέρα στο παζάρι / τον Γιαννάκη είχε παρκάρει

Και περνούσ’ ένας τουρίστας / κιθαρίστας και ντραμίστας

Και τον είδε ξαφνικά / και του είπε ευγενικά:

 

«Γεια χαρά, με λεν Φανούρη / νοίκιασέ μου το γαϊδούρι!

Πάω ξέρεις στην Καβάλα / προτιμώ να πάω καβάλα»

Τούδωσε πέντε ευρώ / είχε και καλό καιρό

 

Ο Φανούρης καβαλούσε / κι ο κυρ Γιάννης περπατούσε

Πίσω από το γαϊδουράκι / και μουρμούριζε λιγάκι.

Ήτανε η ώρα επτά /πήγε οκτώ κι εννιά μετά

 

Δρόμο αφήναν δρόμο παίρναν / Και πηγαίναν και πηγαίναν…

Πήγε δώδεκα και κάτι / πήραν κι άλλο μονοπάτι

Έφτασε η ώρα τρεις / και κουράστηκαν κι οι τρεις

 

Ίδρωσαν και ζεσταθήκαν / συμφωνήσαν και σταθήκαν.

Όμως, δέντρα δεν υπήρχαν / Πού να κάτσουνε δεν είχαν…

Έκανε σκιά λιγάκι / μοναχά το γαϊδουράκι

 

Μα κι οι δύο στη σκιά του / δεν χωρούσαν από κάτου

Άρχισαν να καβγαδίζουν /να φωνάζουν και να βρίζουν

Φύγε συ να κάτσω εγώ /  φύγε, φύγε από δω!

 

Κάνε πέρα Μπαρμπαγιάννη / η σκιά μου δεν μας φτάνει!

Ξεκουμπίσου κυρ Φανούρη / ειν’ δικό μου το γαιδούρι!

Είσαι ανόητος, θαρρώ: / ειν’ δικό μου από μωρό…

 

Μα εγώ το’ χω νοικιάσει / πρέπει εμένα να σκιάσει!

Η σκιά του μου ανήκει /είν’ κι αυτή μέσα στο νοίκι

Είναι όλα στην τιμή / Μη γκαρίζεις, λέω: μηηηη!

 

Πωπω γαϊδουροφωνάρα! /Παίρνει ο γάιδαρος τρομάρα

Σαν τρελός χοροπηδάει /Τους κλωτσάει και το σκάει

Δεν μπορεί τον σαματά / Μοναχούς τους παρατά.

 

Μάλωναν για τη σκιά του/ μα η σκιά ήταν δικιά του

Το΄σκασε λοιπόν κι εκείνη / κι έμειναν στον ήλιο εκείνοι!

Κλαψουρίζαν οι χαζοί / και ιδρώνανε μαζί…

 

Μπαρμπαγιάννη και Φανούρη / πού σκιά και πού γαιδούρι;

Τώρα με τα πόδια πάτε / και στη ζέστη αγκομαχάτε

Όποιος τα πολλά ζητά / χάνει και τα αρκετά!

 

(συνεχίζεται)

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.