1 Ο λαγός και η χελώνα
Η χελώνα κυρά Μαίρη / κι ο λαγός ο μίστερ Τζέρι
Συναντήθηκαν μια Τρίτη / κάπου εκεί στο Καπανδρίτι
Καλημέρα κυρά Μαίρη / Τι ζητάς σ’ αυτά τα μέρη;
Ήθελα προχθές να τρέξω/ Και για τζόκινγκ βγήκα έξω
Τρέχω από το Σαββάτο / Κι έχω φτάσει εδώ κάτω!
Θες να κάνουμε αγώνα / βάδην ως τον Μαραθώνα;
Χα χα, Μαίρη, λέει ο Τζέρι, / ξέρε το: δε σε συμφέρει
Ξέρεις, πως κατά κανόνα / εσύ πας σαν τη χελώνα!
Με δυο πήδους θα σε φτάσω /και με τρεις, θα προσπεράσω!
Όχι, Τζέρι, θα νικήσω / θα σ’ αφήσω πολύ πίσω!
Ο λαγός χοροπηδάει / κι όλο την περιγελάει
Χοπ εδώ και χοπ πιο πέρα / γύρω γύρω όλη μέρα
Κοροϊδεύει τη χελώνα /σαμποτάρει τον αγώνα
Και στο τέλος πια βαριέται / χασμουριέται, αποκοιμιέται…
Μα η Μαίρη συνεχίζει / και στο τέλος τερματίζει!
Στέλνει μήνυμα στον Τζέρι / «Γιούχου! Νίκησα, ξεφτέρι!»
Έξαλλος ξυπνά ο Τζέρι / απορεί και υποφέρει
Και φωνάζει: Ζαβολιά! / Ζαβολιά και διαβολιά
Μα πώς έφτασε η χελώνα / βάδην ως τον Μαραθώνα;
Πήρε άγνωστα δρομάκια / και κρυφά μονοπατάκια;
Οι χελώνες οι αργές / μάλλον θα’χουν GPS!
2 Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας
Ο τζίτζικας ο Τζίτζιρας /ο Τζιτζιμιτζικότζιρας
Τσίριζε και τζιτζίριζε / επάνω στο πευκάκι
Ρουφώντας το πευκόμελο / με μύτη καλαμάκι
Τζι τζι τζι και τζιτζικό / τι πευκόμελο γλυκό!
Τζι τζι τζι θα τρελαθώ, / θα ρουφάω θα μεθώ
Κι είδε τον μυ, τον μυρμηγκό /τον μυ μυρμηγκομπόμπιρα
Που ’σπρωχνε λαχανιάζοντας / ένα χοντρό σποράκι
Κι έσκυψε και του φώναξε/ πάνω απ’ το πευκάκι:
Έλα τζι και τζι και τζι, /να γλεντήσουμε μαζί,
Άσε με τζιτζί τζιτζί, / τζίτζικα σαματατζή
Έχω δουλειά πολλή δουλειά / τζιτζικομιτζικότζιρα
Κάνω, που λες, ντελίβερι / ψίχουλα και σποράκια
Μες στο χειμώνα να’χουνε / να τρων τα μυρμηγκάκια
Μα εσύ που όλο γλεντάς / δεν θα έχεις τι να φας
Δίχως κόπο και δουλειά / θα ’χεις άδεια την κοιλιά
Καλέ τι λες; Ποιος νοιάζεται; / Μυρμή μυρμηγκομπόμπιρα:
Σαν χειμωνιάσει, έρχομαι να με φιλοξενήσεις
Θα τζιτζιρίζω ολημερίς κι εσύ θα με ταίσεις
Θα’χεις τζάμπα μουσική / θα γλεντάς κι εσύ τρελά
Θα’χω τζάμπα το φαϊ / θα περνώ κι εγώ καλά!
Έχω πολλούς συγκάτοικους / τζιτζικομιτζικότζιτζιρα
Είμαστε χίλιοι δεκατρείς /μαζί με τα παιδιά μας
Δε θα χωρέσεις δυστυχώς /κι εσύ μες στη φωλιά μας…
Δεν πειράζει, μένω εδώ / στη δροσιά να τραγουδώ
Γιατί εγώ ξέρω να ζω /μυρμηγκάκι μου χαζό
Πώπω χειμώνας έφτασε, κι ο τζι τζιτζικοτζίτζιρας
Μονάχος πάνω στο κλαδί κρύωνε και πεινούσε
Έτρεμε ο κακόμοιρος και πια δεν τραγουδούσε
Τα μυρμήγκια στη φωλιά/ τρωγοπίναν αγκαλιά
Διασκέδαζαν εκεί /κι ας μην είχαν μουσική
Αχ τζι, αν δούλευες κι εσύ / σαν τον μυρμηγκομπόμπιρα
Και δεν σ’ απασχολούσανε /μόνο τα τραγουδάκια
Τώρα κι εσύ θα’ χες να φας / δε θα’ τρωγες παγάκια!
Των φρονίμων τα παιδιά / Να γεμίσουν τη φωλιά
Πριν πεινάσουνε κοιτάν /για να έχουν τι να φαν…
3 Ο Γάιδαρος και η σκιά του
Ο κυρ Γιάννης Παπαγιάννης / ο κυρ Γιάννης, ο τσοπάνης
Είχε ένα γαϊδουράκι / που το φώναζε Γιαννάκη
Του φορούσε χαϊμαλί / και το φρόντιζε πολύ
Κάποια μέρα στο παζάρι / τον Γιαννάκη είχε παρκάρει
Και περνούσ’ ένας τουρίστας / κιθαρίστας και ντραμίστας
Και τον είδε ξαφνικά / και του είπε ευγενικά:
«Γεια χαρά, με λεν Φανούρη / νοίκιασέ μου το γαϊδούρι!
Πάω ξέρεις στην Καβάλα / προτιμώ να πάω καβάλα»
Τούδωσε πέντε ευρώ / είχε και καλό καιρό
Ο Φανούρης καβαλούσε / κι ο κυρ Γιάννης περπατούσε
Πίσω από το γαϊδουράκι / και μουρμούριζε λιγάκι.
Ήτανε η ώρα επτά /πήγε οκτώ κι εννιά μετά
Δρόμο αφήναν δρόμο παίρναν / Και πηγαίναν και πηγαίναν…
Πήγε δώδεκα και κάτι / πήραν κι άλλο μονοπάτι
Έφτασε η ώρα τρεις / και κουράστηκαν κι οι τρεις
Ίδρωσαν και ζεσταθήκαν / συμφωνήσαν και σταθήκαν.
Όμως, δέντρα δεν υπήρχαν / Πού να κάτσουνε δεν είχαν…
Έκανε σκιά λιγάκι / μοναχά το γαϊδουράκι
Μα κι οι δύο στη σκιά του / δεν χωρούσαν από κάτου
Άρχισαν να καβγαδίζουν /να φωνάζουν και να βρίζουν
Φύγε συ να κάτσω εγώ / φύγε, φύγε από δω!
Κάνε πέρα Μπαρμπαγιάννη / η σκιά μου δεν μας φτάνει!
Ξεκουμπίσου κυρ Φανούρη / ειν’ δικό μου το γαιδούρι!
Είσαι ανόητος, θαρρώ: / ειν’ δικό μου από μωρό…
Μα εγώ το’ χω νοικιάσει / πρέπει εμένα να σκιάσει!
Η σκιά του μου ανήκει /είν’ κι αυτή μέσα στο νοίκι
Είναι όλα στην τιμή / Μη γκαρίζεις, λέω: μηηηη!
Πωπω γαϊδουροφωνάρα! /Παίρνει ο γάιδαρος τρομάρα
Σαν τρελός χοροπηδάει /Τους κλωτσάει και το σκάει
Δεν μπορεί τον σαματά / Μοναχούς τους παρατά.
Μάλωναν για τη σκιά του/ μα η σκιά ήταν δικιά του
Το΄σκασε λοιπόν κι εκείνη / κι έμειναν στον ήλιο εκείνοι!
Κλαψουρίζαν οι χαζοί / και ιδρώνανε μαζί…
Μπαρμπαγιάννη και Φανούρη / πού σκιά και πού γαιδούρι;
Τώρα με τα πόδια πάτε / και στη ζέστη αγκομαχάτε
Όποιος τα πολλά ζητά / χάνει και τα αρκετά!