Κοίταξα, είδα
Κοίταξα, είδα
Πως κάθε πέτρα ήτανε δυνάμει άγαλμα
Και κάθε κατοικία ναός
Και κάθε λόγος ύπαρξη
Και κάθε άνθρωπος δυνάμει ζώο αγαθό
Φαγώσιμο
Λίπη και πρωτεΐνη, λύπη και ψυχή
Και ό, τι άλλο, άγνωστο, θεός
Μεταβολίζει-
Ελέησα, έπνιξα
Ελέησα λίγο νερό την πικροδάφνη
Λάδι, μια στάλα, τον τριγμό της πόρτας προς τα έξω
Έπνιξα βόμβο από λέξεις ενοχλητικές
– άμορφα πλάσματα ακόμα με φτεράκια διάφανα
Που στροβιλίζονταν στον σκοτεινό το νου μου, πάμφωτες
Ποθώντας και να ειπωθούν, μα και
Ν’ αναλυθούν σ’ άνεμο δυνατό που τίποτα να μην αφήσει όρθιο-
Άκουγα
Άκουγα τιτιβίσματα σγουρά στα πεύκα
Υγρά στα βράχια, χίλιες γλώσσες
Καταλάβαινα
Ήτανε απαντήσεις
Ήταν οι απαντήσεις όλες, κι ήτανε
Σιβυλλικές, εύθυμες όλες, άσχετες
Αποστομωτικές.
Δεν καταλάβαινα-