ΞΥΠΝΗΣΑ ΚΑΠΩΣ, βεβαιώθηκα για την χρονολογία, την καλή φυσική μου κατάσταση και την κακή του κόσμου, και συνέχισα να γράφω.
Θυμήθηκα, στον ύπνο βούιζε ο αέρας μπερδεμένες ιστορίες ιστορώντας, έβρεχε βροχή για να τις σβήσει, χιόνιζε λευκό να λησμονήσω, έμεναν κάποιες πέτρες να θυμούνται. Κοίταξα μέσα μια στιγμή.
Ο κόσμος διολίσθαινε σε καλοκαίρι. Εγώ, το σκάφος, μια ιδέα του θεού, με επικίνδυνο φορτίο χρόνου, έχοντας ήδη πάρει κλίση, πελαγοδρομούσα. Όμως, η άνοιξη σε τρομερή διέγερση, κρατούσε το κατάρτι πάντα επηρμένο, και φούσκωνε το ισόβιο σύννεφο που αρμένιζε.
Μια χαρμολύπη παλιρροϊκή με ξέβραζε ξανά στα αβαθή. Εκεί, ξανά αντικατοπτρισμοί κενού, γρίφων ιριδισμοί, κατορθωμένων νοημάτων κι άλλων επινοήσεων, από παιδί συλλαβισμένων, σκέψεις πρωτόζωα. Μια αμμουδιά άπειρα σύμπαντα. Πάλι ξεχνιόμουν.
Τότε κοίταξα πέρα τον κυρτό ορίζοντα, να φύγω. Στο βάθος οι οροσειρές διάγραμμα του πένθους, φαράγγια με πατημασιές τιτάνων, αποτυπώματα στους βράχους, τ’ αναγνώρισα.
Άνοιξα το διάφραγμα, ανάσανα ο έγκλειστος, καδράρισα βουνό να εκτοξεύει δέντρα.
Θυμήθηκα πεύκα παντού, και άλλα είδη ριζωμένα στο γαλάζιο. Θυμήθηκα να συμπεριλαμβάνονται στη θέα το φως, κι η πανσπερμία του κάμπου κι η αιωνιότητα. Να πάλλονται χορδές οι νέοι μίσχοι, και ηρέμησα.
Μια παρτιτούρα υπερήχων άνοιξε διάπλατα. Ορχήστρα πρωτοεμφανιζόμενων ψυχών / εντόμων κούρδιζε ξανά τα όργανά της στον αέρα.
Έμεινα ν’ αφουγκράζομαι, σταμάτησα να γράφω-
ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΕΠΕΣΕ μα δεν θυμάται
Ήτανε από λιθοβολισμό, από οικοδομή, από παιδάκι;
Σε ακατοίκητο πλανήτη, στο φεγγάρι ή στη θάλασσα; Δεν ξέρει
Η θάλασσα πάντως αναπαράγει το ανατρίχιασμα σε ομόκεντρους
Στην άβυσσο μέσα μου, μέσα σου, αδιάκοπα, μέχρι που ξημερώνει πάλι
(Μέχρι πότε); Γεια σου
Ψυχή πανάρχαια, θεού ψιχίο, σώμα έμφοβο, σχεδόν στην τελική επεξεργασία
Ιστός αράχνης μας συνέχει στο ασυνεχές
– μετά, το χάος με το τοξικό του σάλιο μας ομογενοποιεί
Σε εύπεπτο σβώλο τροφής. Οι σκέψεις μας αρτύματα για το κενό του
Παύση εδώ για να χαϊδέψω απαλά την σκύλα. Παραδίνεται
Τώρα, έντεκα και μισή, λιώνουν τα κρύσταλλα
Αρχίζουν να μορφοποιούνται εξ αρχής σε ήχους, άτεχνα
Κλίμακα γιαπωνέζικη ή μοιρολόι αιχμηρό, γιαννιώτικο
Τώρα, δώδεκα παρά τέταρτο, σβήνουν τα φώτα
Μένει για δευτερόλεπτα δονούμενο
Πνιχτό βουητό, μετείκασμα εκείνων των χρωμάτων μόνο
Εκείνου του ζωγράφου της σφαγής, ποιος να ’ταν;
Μετά, μόνο το χοντροκόκκινο κάποιας βραχογραφίας, ίσως και λίγο μπλε Φαιστού.
Μετά, ξέρω, όλα θα βυθιστούν στην ώχρα μιας λιμναίας λήθης
Ξεχειλισμένης λύματα από προγόνων νοθευμένη σκόνη. Γεια σου
Παύση εδώ για ν’ απαντήσω στο τηλέφωνο. Λάθος. Κανείς δεν είναι εδώ. Ούτε εκεί.
Τώρα κοιμάμαι λίγο, διχάζομαι σε δίδυμο όνειρο
Μαζί κι ο παρατηρητής κι ο άρρωστος σε λήθαργο
Διπλωπικό το κείμενο, διαβάζω, όχι, βιβλίο χωρίς φύλλα, δέντρα σελιδοδείκτες
Διακλαδίζονται κι αυτά, πυκνοϋφαίνονται
Στο ίδιο ιπτάμενο χαλί των φαινομένων
Τώρα γυρνά τα μέσα έξω η νύχτα, νεολιθική ξανά
Να βγω- κοίτα: νυχιές στο τοίχωμα του πηγαδιού
Ποιος προπορεύεται;
Προχώρα, τώρα δεν μπορείς να κάνεις πίσω
Προχώρα, πρέπει – άσε που μπορεί να συναντήσεις κατά τύχη
Κανένα καθυστερημένο ή χαμένο στο λαβύρινθο έρωτα, τίγρη
Ή, έστω, εκείνη τη μισοκαμένη σαλαμάνδρα
Παύση για να παρατηρήσω τη σκιά που με ακολουθεί
Έχει καιρό που δεν κινείται, μάκρυνε αφύσικα. Πού είσαι; Όπου και εγώ;
Μάλλον σε γκρίζα ζώνη, ουδέτερη, κάπου ανάμεσα
Να τα λιβάδια των παιδιών να οι γκρεμοί των γέρων. Γεια σου
ΒΡΕΘΗΚΑ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΗ ΦΥΛΗ, το ορφανό
Δεν είχα φόβο
Πνεύμα μεγάλου ζώου κυνηγούσα
Πρόγονος μού παραστεκόταν, το τοτέμ μου
Κάτι ασώματο, που με προστάτευε ολόσωμο
Δεν είχα φόβο
Κι ας γκρεμιζόταν το στερέωμα
Κι ας μαύριζε ο θόλος
Και ας ξεχύνονταν αδιάκοπα από το σύννεφο
Οι αδελφοί αρχαιοπτέρυγες ερίζοντας, σύννεφα τσαλακώνοντας
Και ας ξεχύνονταν αδιάκοπα απ’ τη σαβάνα με βουή
Οι αδελφοί οι βόνασσοι, αγέλη, τρομεροί σαν άγγελοι
Σαρώνοντας τα πάντα
Κι ας σκόρπιζε η γραμμή του ορίζοντα σε σκόνη μνήμης
Θάβοντας τις χιλιετηρίδες
Δεν είχα φόβο
Κι ας δέχτηκα, το άμοιρο
Αιχμή από οψιδιανό στο μέτωπο και λίθινο μαχαίρι στα πλευρά
Και ας γονάτισα –
Μετά
Ανάβλυζε το αίμα μου
Φούντωνε το βουνό στη ράχη μου, φυτεύονταν τα δόντια μου, τα κόκαλά μου
Δεν είχα φόβο, κρυβόμουνα στον ύπνο, γλίτωνα πάντα τον μεγάλο θάνατο
Πάφλαζε σκοτεινά ο ύπνος στα ρηχά
Αποσυρόταν και σκουριά χρωμάτιζε τα βράχια
Αποτυπώνοντας σκηνές από αέναο κυνήγι. Ω, τι θαύμα
Ήμουνα θηρευτής, ήμουν τροφή
Δεν είχα φόβο-
(Από το “Νυχτολόγιο”)