Περνά
ερνά η ώρα, πέρασαν τα χρόνια
Καμήλες απ’ το μάτι της βελόνας-
Περνάμε πάλι και οι άνεμοι
Της Ιστορίας. Αεροβατώντας
Στα μαρμαρένια οριζόντια τείχη
Που ορίζουνε την επικράτεια των κόσμων
Σέρνουμε πίσω μας φαντάσματα
Από σαλπίσματα, κλαγγές
Τύμπανα, χλιμιντρίσματα, φωνές-
Τίποτα δεν θυμόμαστε οι άνεμοι. Μάχες;
Ποιες μάχες; Μα κανείς ποτέ δεν νίκησε-
Συνέχουμε
Όμως, οι άνεμοι
Της νύχτας τα μυστήρια δάση, κλαδιά
Νευρώσεις φύλλων, ρίζες βαθιές
Φλέβες νερού, χρυσού, τις φλέβες σας
Κάθε φυτολογία, κάθε ζωολογία
Κάθε θεολογία, πάντα
Όλα τα συνέχουμε
Με μια αγάπη
Που ανασαίνει
Μα δεν μιλάει πια και δεν μιλιέται-
Ξέρει
Ξέρει η νύχτα, ξέρει η κρεμάμενη
Απ’ τα καρφιά του Γαλαξία
Επί υδάτων και γαιών, επί δικαίων και αδίκων
Ξέρει η πολύπτυχη-
Δίνει φριχτούς χρησμούς
Ολέθριες αποκαλύψεις κάνει
Μεταγλωττίζει τ’ άρρητα
Σε βογκητά, ερωτικά επιφωνήματα
Άσκοπες τρίλιες, παραμιλητά νυχτοπουλιού
Σκύλων και λύκων αλυχτίσματα
Ακόμα και σε συλλαβόγριφους μικρούς
Γρύλλων και τριζονιών- και προειδοποιεί-
Μα έφτυσε θεός μέσα στο στόμα της, δεν την πιστεύετε-
(Προδημοσίευση από την υπό έκδοση συλλογή ΑΜΜΟΣ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΒΟΤΣΑΛΑ – ενότητα: Τι έλεγε ο άνεμος )