Δημιουργώντας μια δυνητική ποιητική πυξίδα
Ακόμα και μην γνωρίζοντας κάποια ή κάποιος τη Γεωργία Βεληβασάκη και τον σύγχρονο καινοτόμο χώρο της ποιητικής περφορμανς στον οποίο κινείται και δημιουργεί, μόνο και από τον ίδιο το τίτλο καταλαβαίνει ότι θα διαβάσει κάτι ασυνήθιστο, μυστηριώδες, κρυπτικό. Ξεκινάει δηλαδή όπως όλες οι αγαπημένες αφηγήσεις, με σασπένς και με γρίφους!
Ποια είναι λοιπόν «Αυτή»; Σίγουρα μια γυναίκα, θήλυ, μια θηλυκότητα και γιατί δεικτική αντωνυμία; Ποιος την δείχνει; Σε εμάς; Για ποιον λόγο; Μήπως επειδή είναι «το άτομο μηδέν»; Δηλαδή; Δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει πια; Γλωσσικά η έννοια του μηδενός έφερε φιλοσοφικές διαμάχες και ερωτηματικά καθώς εννοιολογικά συνδέεται με το «ουδέν» αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, καθώς ως αριθμός έχει υπόσταση, είναι κάτι, σε αντίθεση με το (ολοκληρωτικό) τίποτα (ουδέν). Στην ελληνική γλώσσα, η λέξη «μηδέν» προήλθε από τη φράση «μηδέ ἕν», δηλαδή ούτε ένα. «Πώς μπορεί το τίποτε να είναι κάτι;». Σχηματικά το μηδέν είναι ένας κύκλος, μια σφαίρα γεωειδής που θα μπορούσε να περιέχει τα πάντα ή το κενό από την απουσία των πάντων, μια κοιλιά από όπου βγαίνουν ή μπαίνουν όλα, «τα πράγματα και τα μη-πράγματα» όπως θα τα ονομάσει αργότερα μέσα στην κοσμογονία των στίχων της η Γεωργία Βεληβασάκη.
Το άτομο πάλι, το πρόσωπο; Και γιατί όχι ο άνθρωπος ή έστω η άνθρωπος, όπως παραθέτει την αναφορά της στην Ζωή Καρέλη στις σημειώσεις της συλλογής. Μήπως πρόκειται για το άτομο ως το ελάχιστο από τα σωματίδια, ως σώμα οργάνωσης της ύλης και της ενέργειας τόσο πυκνό που η διάσπαση, το σπάσιμο, ο σπασμός του εκλύει τόση ενέργεια που μπορεί να καταστρέψει τα πάντα ή να γεννήσει τα πάντα;
Φορτισμένη ενδιαφέρουσες απορίες ήδη από την αφετηρία επιλέγω μια άλλη αγαπημένη μου στρατηγική ποιητικής ανάγνωσης που κάποιες πόρτες συνήθως ξεκλειδώνει. Δεν μας λέει τα πάντα, άλλα λέει κάτι. Θα διαβάσω τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο:
«Ένα νησί με ανέθρεψε
ένα στόμα»
«Η μεταβίβαση δεν βρίσκει ουρανό»
Πέφτω λοιπόν εξ αρχής πάνω στο μεγάλο ζήτημα της φόρμας, της μορφής των ποιημάτων και η Βεληβασάκη φαίνεται να έχει δώσει τις απαντήσεις της αβίαστα, φυσικά, με θαυμαστή άνεση.
Δημιουργεί μια φαντασιακή πλατφόρμα, πλούσια και άφθονη, καλειδοσκοπική, όπου μας προσφέρονται τα πιο εκλεκτά εννοιολογικά και μορφολογικά εδέσματα, για να επιλέξουμε, να γευτούμε. Μια θάλασσα νοημάτων και μορφών τελικά με όλα τα πλάσματα, τα μικροσκοπικά και τα πελώρια, τα τερατώδη για να κολυμπήσουμε μαζί τους, να συμπλεύσουμε. Ένα στόμα για να ταϊστούμε, να φάμε και να φαγωθούμε.
Γεμάτο φιλοσοφία, υπαρξισμό, ερωτήματα και αποφατικές ρήσεις αλλά και «φύση», πλασμένη ήδη, έτοιμη, που μέσα της δεν μπορείς πάρα να υπάρχεις.
Όταν φτάνεις στο νησί της, ακόμα και τα λήμματα από το λεξικό διαβάζονται αλλιώς. Όλα εδώ είναι αλλιώς. Μια Αλίκη των θαυμάτων και των πλασμάτων που ανακαλύπτει το υπερφυσικό μέσα στο φυσικό: ψαριά, πουλιά, φυτά, αλλόκοτα πλάσματα και τοπία. Και όλα, βέβαια, απηχώντας την θητεία της στη μουσική, δεν μπορεί παρά να τραγουδούν: Βιλανέλες, Ήχος πρώτος, Βυζαντινή μουσική, ηχοποιητικά, γλωσσοπλαστικά παιχνιδίσματα, στα φύλλα ή στο νερό.
Και αυτή, το άτομο μηδέν, στρογγυλό, γεμάτο με γλώσσα σκληρή και αθώα, σαν παιδικό παιχνίδι, χωρίς περιστροφές ή και με χίλιες περιστροφές, ένας χορός, μια δίνη, μια φούστα που περιδινείται δερβίσικα, μια κρυμμένη αρμονία μαθηματική του αριθμού Φιμπονάτσι. Με ποιήματα διάσπαρτα με λόγους ή ρυθμούς, όπως τα 2/7 ή τα 3/7, με σύμβολα γνωστά και άγνωστα όπως Ωριγγέα ή Διόνυσος.
Μια ακροβάτισσα, που χρησιμοποιεί όλη την ορχήστρα, όλη την παλέτα
και όλο τον καμβά, όλη τη σελίδα, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, όλα τα σύμβολα του πληκτρολογίου: δυο ανάποδες παρενθέσεις που φτιάχνουνε ένα ράμφος ή ένα σύννεφο; ή ένα τκ τκ; που ξαφνικά εμφανίζεται απολύτως φυσιολογικά και υπάρχει μαζί με όλα όσα φυσικά και υπαρκτά ανασαίνουν. Σα να αυτενεργούν σε πολλά επίπεδα και στρώσεις, ακόμα και τα λήμματα από ένα δικό της απόλυτα παραδεκτό λεξικό, που δεν στέκουν απλά, αλλά γεννιούνται σε fast forward, όπως στη γεωλογία, ιζήματα, βράχια και νησιά. Και πάλι χάνονται, αφανίζονται όπως το Ντόντο.
Και όταν αυτά δεν φτάνουν φτιάχνει νέες λέξεις, νέες τελετές. Ψυχικές αναπαραστάσεις μαζί με χρησμούς, στάσιμα, νούμερα και ακατανόητα λόγια και πράγματα και μη-πράγματα. Χτίζοντας μια πλούσια όπερα με σκηνικά άφθονα και απλά, όπως στη φύση, σπρώχνοντας τη γραφή, την τυπογραφία στα όρια τους, προς τη μουσική, σαν νότες, πλήκτρα, χορδές, παίζοντας με τα ίδια τα γράμματα, τις γραμματοσειρές, το χρώμα, την διάταξη, το διάστιχο, την αραίωση και πύκνωση, το σκούρο ή το αχνό.
Σβησμένα, απαλά, ζωηρά, έντονα, θαρραλέα, Bold, λήμματα από λεξικά, μηνύματα ή πινακίδες, κρυπτόλεξα, άγνωστη γλώσσα, παιχνίδι ή κίνδυνος. Με παρακάμψεις, ελλείψεις, χάσματα, χασμωδίες, διαζευκτικά, παραλείψεις, κενά, όλα τα περιέχει αυτή, το άτομο μηδέν
υφαίρεση, λέει ο Alain Βadiou για το Συμβάν/subtraction.
Άνω τελείες, κάτω τελείες, πιο αραιά, απομακρυσμένα τα γράμματα οι λέξεις, σε σειρά, σε τρίγωνο, σε σκαλοπάτια, σε κατηφόρα, στο σχήμα του άπειρου ή μιας μελανιάς. Όλα αυτά που σε υποχρεώνει να γεννήσεις αυτή, το άτομο μηδέν, να παρατηρήσεις ότι υπάρχουν, όπως τα σύννεφα, όπως όλα αυτά τα απίθανα πλάσματα στα βάθη του ωκεανού που φέρνει απαλά και βίαια στην προσοχή μας, στο προσκήνιο, στη σκηνή που αυτή τη φορά είναι οι σελίδες ενός βιβλίου και που πραγματικά η Βεληβασάκη εκμεταλλεύεται στο μέγιστο.
Τα αντίθετα, τα αντιφατικά μπλέκονται, χορεύουν, σμίγουν, όπως ο ερμαφρόδιτος, ο Ζωντανός θάνατος, η Τυττώ, προάγγελος θανάτου αλλά και γέννησης.
Έντομα και μηχανές, λαμπτήρες και κάρβουνα, φως αλλά και όχι ακριβώς. Βυθός.
Μια ξεχωριστή θέση για τα ράμφη. Της παιδικής ηλικίας. Του ποιήματος. Τα κληρονομημένα ίσως; του Βαρβέρη και του Νίκου Σπάνια;
Και φυσικά, άλλα σιωπούν, άλλα διαγράφονται φανερά, άλλα μόλις που ψελλίζουν, αχνοφαίνονται. Σε διάφορες ψηφίδες, εποχές, αλλεπάλληλα στρώματα, κυτταρικά, δέρμα και εσωτερικά όργανα και πάλι επάνω και πάλι βουτιά η κάμερα, το νυστέρι των ματιών, της γραφής. Μακρινό πλάνο και πάλι κοντινό και ανάσα και παύση και επιστήμη και θέατρο και μουσική και βιολογία και φωτογραφία και ζωγραφική και άλλες ποιήτριες και κλουβιά και φιλόσοφοι και ανατινάξεις και θραύσματα και ολόκληρα σπίτια, λατινικές ονομασίες, ημερομηνίες σε διάλυση, σε σύνθεση, ξανά και ξανά. Και γλώσσες παλιές και νέες και ξένες και ντόπιες και διάλεκτοι. Και ενδύματα και φορεσιές. Φτερουγίσματα, ρομάντζα και άνθη. Ανθρωπάρια, πόλεμος, αθλιότητες.
Μήπως είναι η ανθρωπότητα, το άτομο μηδέν; Η νέα αρχή της; Μήπως η παλιά απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας; Αλλά μαζί με τη Σφίγγα;
Ένα πουλί φτεροκοπά μέσα στις σελίδες. Ακολουθώντας το με τις ερωτήσεις και την υπαρξιστική μέθη φτάνουμε προς το τέλος στο σπίτι της μητέρας της, εκεί που ξεκινάει το τκ τκ λ τκ ιιι.
Διάσπαση, πολλαπλασιασμός, διάσχιση, «ο διάλογος της ενός και της άλλου.»
«Από παιδί έτρωγε τις λέξεις της.»
«Και σκοτεινά, πολύ σκοτεινά, ακρομέλανα λόγια.»
«Κανένας γλιτωμός δεν περιγράφεται εδώ», μας λέει.
«Αντιμίλησε
Πλοίο ολόφωτο-δείτε την-διασχίζει την πόλη.»
Αυτή, το άτομο μηδέν, η μητέρα της, το παιδί, το πουλί, το τκ τκ λ τκ ιιιι
Πρόσωπα και ψυχικές αναπαραστάσεις φωτίζονται αλλιώς, ανατροφοδοτούνται. Κλείνοντας τον κύκλο, τελειώνοντας τον χορό.
Ποιο πρόσωπο είναι τελικά; Μεταμορφώσεις του φαντασιακού; Το ποιητικό εγώ;
«κάτω απ’ το δέρμα σου το παιδί και η γυναικά αντιπαλεύουν.»
«με σπλάχνα ελευθέρα»
η μητέρα, η γυναίκα και το πουλί
το τκ τκ λ τκ ιιι
που ελευθερώνει το γαρδέλι; Το πουλί;
και μένει άδειο το κλουβί;
και άδεια και η μητέρα.
ανικανοποίητη; κενή; ανολοκλήρωτη; σπασμένη; εμποδισμένη; που δεν έχει εξελίξει όλη της την δυναμική; ανάπηρη; άτομο μηδέν;
Το σπίτι, το νησί, ο κόσμος-φυλακή διαλύεται. Το ποιητικό εγώ- το δρων υποκείμενο- δραπετεύω. Η μητέρα-σπίτι-νησί-κόσμος ακόμα στήνει τις αρχαίες της παγίδες για τις καρδερίνες της ελευθερίας.
Κι αν αυτή, το άτομο μηδέν τελικά, τα περιέχει όλα και τελικά ναι, φτάνει, ναι, είναι αρκετή;
Αν ένα «Ελάφι ως νέφαλο»(=αρχαία νεφέλη στα κρητικά) μαζί με τη μητέρα από πορσελάνη είναι μια εικόνα του σήμερα και του πάντα, του έξω και του μέσα, του πάνω και του κάτω, του παντού και του πουθενά
του μηδέν και του άπειρου; (από) όπου κι αν μπορεί κάποια να διαφύγει
όπως το πουλί από το κλουβί
όπως το παιδί από την παγίδα με το μέλι;
Εάν οι μητέρες των ανθρώπων είναι ελεύθερες, χαρούμενα πουλιά, έστω ανεμπόδιστες, τότε δεν θα είμαστε όλοι, όλες, όλα μας;
Αυτή λοιπόν ελευθερώνουμε με το μαγικό ξόρκι, με τις λέξεις μας, με τη γραφή μας, λέει η Βεληβασάκη: ΤΚ ΤΚ Λ ΤΚ ΙΙΙ
Κι αν «κάποτε, κάτι τρελό, θα μας ξεκλειδώσει», ίσως να είναι αυτή η συλλογή.
Πέννυ Μηλιά, 2024