You are currently viewing Περσεφόνη Τζίμα: Τζένη  Καραβίτη, Κυρία  Sante  (Σαντέ ). Εκδ, Ενύπνιο

Περσεφόνη Τζίμα: Τζένη  Καραβίτη, Κυρία  Sante  (Σαντέ ). Εκδ, Ενύπνιο

Η πολύπλευρη Τζένη Καραβίτη, ιδρυτικό μέλος του Πανελληνίου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, έγραψε ποιήματα, μεταφράσεις, δοκίμια κ.ά., που έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Στην καλαίσθητη ποιητική της συλλογή «Κυρία Σαντέ», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ενύπνιο», απολαμβάνουμε μια ώριμη και δουλεμένη γραφή με θέματα που αφορμώνται από τον έρωτα, τον θάνατο, τις απώλειες γενικότερα, από τις μνήμες, τη μοναξιά, την αγάπη για τη φύση, την αγάπη για το θέατρο, από την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, από την πολιτική της συνείδηση. Θέματα που δονούν την ευαίσθητη ψυχή της δημιουργού και ενεργοποιούν τη γραφίδα της.

Στο πρώτο ποίημα («Προσευχή») της συλλογής βλέπουμε μια επίκληση για έμπνευση και ελεύθερη δημιουργία («άριστοι να είναι οι οιωνοί») μέσα από την ωραία εικόνα του σμήνους των πουλιών και την επίμονη μεταφορική δήλωση της ποιήτριας: «Τα θεμέλιά μου στα βουνά». Στις «Αγάπες» παραθέτει τις πολυποίκιλες αγάπες της με νοσταλγία για ό τι αγάπησε στο παρελθόν της ενεργής νιότης και που μάλλον δεν υπάρχει πλέον συνολικά.

Η αγάπη και η παντοειδής ενασχόληση με το θέατρο, που αποτελεί βίωμα της ποιήτριας, εμφανίζεται σε αρκετούς στίχους:  «ζωάκια κρυστάλλινα στον Γυάλινο κόσμο (του Τενεσί Ουίλιαμς) / τραγούδια στον Ματωμένο γάμο (του Φ. Γκαρθία Λόρκα) / γέροντες του χορού στην Αντιγόνη, (του Σοφοκλή) / κόρες του Πριάμου στην άλωση της Τροίας» και στον τίτλο «Σπουδή στον Harold Pinter».

Την κοινωνική συνείδηση της Τζένης Καραβίτη την διακρίνουμε σε στίχους και σε ποιήματα, όπως στο «Ξενιτιά κοινή»: «Όλοι ξένοι τώρα. / Τα πρόσωπα- μάσκες έγιναν μάσκες-πρόσωπα. / Μονά, διπλά, τριπλά τα βραχιολάκια / του Μάρτη της ξενιτιάς. / Μετράει κάθε ξένος τα δικά του.  Μονό το δικό μου,  διπλό της Ελένης στο κρατητήριο της Πέτρου/Ράλλη, / τριπλό της Άτιφε στα Διαβατά. Μοίρα είρων, ποτέ κοινή…», στο ποίημα  «Πρέσπες»: «Δεν άκουσαν ποτέ – κι αν άκουσαν δεν ξέρουν τι θα πει- φυλακή, εξορία, παράδοση, έξοδος, απαγόρευση εισόδου.»

Στο ερωτικό ποίημα «Κυρία Σαντέ» ξετυλίγεται μια εικόνα – της νιότης – ερωτικής αναμονής «στη ρίζα της ελιάς», με συντροφιά τσιγάρα Σαντέ, ενώ στο παρόν, ώριμη πια, «στην καρτερία της ελιάς αρκείται».  Και στα επόμενα ερωτικά ποιήματα ο αναγνώστης διακρίνει απογοήτευση, λύπη, μνήμες που πονούν, με συντροφιά τσιγάρα – υποκατάστατα της ερωτικής συνύπαρξης.  Διακρίνουμε επίσης πόνο απ’ την εμμονή σε μια αγάπη που υπήρξε για το ποιητικό υποκείμενο, όχι όμως πλέον για τον αποδέκτη αυτής της αγάπης.  Στο ποίημα «Γιατί δεν καθαρίζω πια τη φακή» φανερώνεται το πένθος για την απώλεια του αγαπημένου συντρόφου:

«Κάθομαι στο τραπέζι / -το βλέμμα καρφωμένο στη φακή- / ψάχνω κι εγώ ξεστρατισμένους σβώλους / και πώς να κάνω το άρρητο ρητό, /πως ο μεγάλος της γιος, / ο άντρας μου, / δεν θα καθίσει στο τραπέζι / σήμερα μαζί μας. / Ούτε αύριο. / Ούτε ποτέ». Σε άλλα ερωτικά ποιήματα γίνεται αναφορά σε μια έγκλειστη αγάπη,  «άχρονη, άτοπη, άλογη, άκρως επικίνδυνη», σε μια σχέση εμποδισμένη από τον Φόβο, στην οδυνηρή κατεδάφιση ενός αισθηματικού δεσμού, στον χωρισμό «κοινή συναινέσει».

Σε μια πολύ όμορφη εικόνα, όπου συλλειτουργούν συνειρμοί, οι λίμνες Πρέσπες, προσωποποιημένες, ζουν ήσυχα στον δικό τους κόσμο χλωρίδας και πανίδας και δεν συνδέονται με τα ανθρώπινα βάσανα, φυλακές, εξορίες και άλλες τιμωρίες και απαγορεύσεις καθώς και με τις στοιχειωμένες μνήμες, που απαλύνονται ή χάνονται μπρος σ’ ένα τόσο ειρηνικό τοπίο.

Με δεδομένο το ενδιαφέρον της ποιήτριας για κάθε ανθρώπινο τύπο της κοινωνίας, προπάντων δε για τους κατατρεγμένους και τους παρίες, βλέπουμε την ποιητική περιγραφή μιας ιερόδουλης που ζει σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης: «Οι ψηλοτάκουνες κόκκινες γόβες τη βοηθούν να περπατά λικνιστικά, σαν να ζυγιάζεται για να πετάξει.  Οι σακούλες την τραβούν να την καρφώσουν, λες, στη γη… Ζει σε ένα σπίτι χωρίς σκάλα, ισόγειο. Το μόνο σκαλί που ανεβοκατεβαίνει καθημερινά είναι το πεζοδρόμιο».

Συγκινητικές είναι οι «Αναλογίες» και οι αντιθέσεις ανάμεσα στα αγριολούλουδα και στα μικρά παιδιά: «Άνοιξη στο βουνό / αγριολούλουδα / καταπώς τα ’φερε ο σπόρος, / τούτα μοναχικά, σε συντροφιές εκείνα / σπαρακτικά αθώα. / Τρέμω / μην τα τρομάξει το κλικ της μηχανής, / στην ησυχία τους τ’ αφήνω.  Άνοιξη στις ασφάλτους του ντουνιά / αγριολούλουδα – παιδιά / καταπώς τα ’φερε ο χρόνος, / τούτα μοναχικά, σε συντροφιές εκείνα / σπαρακτικά αθώα. / Προσέχω / άθελά μου μην ποδοπατήσω όνειρα / φυτρωμένα στο τσιμέντο.

Με γνώση και ενσυναίσθηση λοιπόν η Τζένη Καραβίτη διαπλέκει με επιτυχία εξωτερικά ερεθίσματα με εσώτερα αισθήματα και αναμνήσεις, χρησιμοποιώντας αποτελεσματικές λέξεις και αισθητικά μέσα που υπηρετούν, μαγικά πολλές φορές, τα νοήματα των στίχων. Οι εικόνες και οι μεταφορές μάς μεταφέρουν στη σκηνή της ζωής και του πλούσιου ψυχικού κόσμου της ποιήτριας.                

                            

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.