Σπαράγματα ζωής, σπαράγματα και από αντικείμενα ανέστια που διεκδικούν μία θέση στην καρδιά μας. Μόνο ένας άνθρωπος που έχει βιώσει την απώλεια και ζει μόνο μέσα από ένα κομμάτι του κατατετμημένου του εαυτού μπορεί να δείξει η ευαισθησία και να δεθεί με πρόσωπα και πράγματα που τους δένει ο ίδιος καημός.
Ιδιαίτερα σημαδιακός ο τρόπος που ξεκινάει η αφήγηση της ιστορίας. Ο αφηγητής τριτοπρόσωπος, αλλά όχι παντογνώστης, αφηγείται την ιστορία τριών ζευγαριών με επίκεντρο την Αρσινόη, τη μία από τα έξι άτομα των οποίων οι ζωές συνδέονται με έναν τρόπο σχεδόν καρμικό.
Η ιστορία προχωράει με εξαιρετικά χαλαρή σύνδεση και συνειρμικά αποτυπώνοντας με τις αφηγηματικές επιλογές την κατάτμηση του εαυτού, τη διαρκή αναζήτηση του παρελθόντος μέσα από τα κομμάτια μιας ζωής που σφραγίστηκε από ένα τροχαίο ατύχημα. Οι όποιες απορίες εντούτοις λύνονται αυτόματα μέσα από διαρκή flash backs που συμβάλλουν αποφασιστικά στο ξετύλιγμα της ιστορίας.
Η κεντρική ηρωίδα μας συστήνεται μέσα από μία κρίση άγχους, το οποίο όμως διαχειρίζεται τόσο δυναμικά, ώστε εγγράφεται στο μυαλό του αναγνώστη ως ισχυρός πόλος μιας σχέσης που χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να κρατηθεί, αφού στην άλλη πλευρά αυτού του δίπολου βρίσκεται ο σύντροφός της, ο Μάχος, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, ελάχιστα λειτουργικός και άλαλος εξαιτίας του ατυχήματος. Τη συνταρακτική ιστορία του ζευγαριού που πλέον είναι άτομα με ειδικές ανάγκες έρχεται να συμπληρώσει η απώλεια κάθε είδους στοιχείων ταυτότητας και πληροφορίας για την παρελθούσα ζωή τους και κυρίως η συγκλονιστική εγκατάλειψή τους από συγγενείς και φίλους, ίσως ανενημέρωτους για το ατύχημα… πάντα όμως επίμονο το ερώτημα για την αδιαφορία τους. Αυτή η εγκατάλειψη γίνεται το αόρατο νήμα που θα μας οδηγήσει σε συγκλονιστικές αποκαλύψεις για την ταυτότητά τους στο τέλος της ιστορίας.
Ο τόπος της ιστορίας είναι η ευρύτερη περιοχή της Πρέβεζας και ο ορεινός όγκος των Τζουμέρκων. Όμως συχνά έρχεται η αναφορά στη Θεσσαλονίκη, ενώ οι αναφορές στη Θράκη υποκινούν υποψίες σύνδεσης των ηρώων με αυτό τον ακριτικό τόπο της χώρας μας που συντίθεται από ελληνικό και μουσουλμανικό στοιχείο.
Ένα φυσικό φαινόμενο, η βροχή που χτυπάει αλύπητα την τζαμαρία του σπιτιού της Αρσινόης στήνει το σκηνικό και προσφέρει το δεύτερο θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Βαγγέλης Αυδίκος στο μυθιστόρημά του. Εξάλλου με κάποιον τρόπο πρέπει να δικαιολογηθεί και ο τίτλος, δρολάπι: υδρολαίλαψ, δηλαδή βρόχινη λαίλαπα, αλύπητη βροχή ανακατεμένη με δυνατό αέρα. Αυτό το ανεμόβροχο αποτελεί το βασικό άξονα γύρω από τον οποίο οργανώνεται η ιστορία των ηρώων του μυθιστορήματος.
Όμως για πολλές σελίδες το ενδιαφέρον του συγγραφέα μονοπωλεί η ιστορία ή μάλλον η ανύπαρκτη ιστορία των 2 ατόμων με ειδικές ανάγκες, δύο ανθρώπων που σαν σπουργίτια τσιμπολογούν από δω και από κει στοιχεία, για να στήσουν μία ζωή από την αρχή. Μία ζωή που έχει μόνο παρόν. Σαν «παιδιά που παίζουν, ενώνουν τα κορμιά τους, να πιαστούν από τη μέση σε μία μακριά γαϊδάρα, να γίνουν συμπαίκτες. Ως τώρα είναι μόνο θεατές και δεν της αρέσει, εύκολα χάνει την υπομονή και το ενδιαφέρον της, όταν η ίδια μόνο παρακολουθεί».
Η βαθιά ριζωμένη παράδοση με τη μορφή τέχνης ασυναίσθητα εκφράζει τις ρίζες μας. Ακόμη και όταν η μνήμη σβηστεί με σφουγγάρι. Ο «Αρχοντογιός» τραγουδιέται από την αμνήμονα Αρσινόη, για να αποκατασταθεί η ηρεμία του Μάχου της, κι ας μην ξέρει πούθε κρατάει η σκούφια της. Αυτό και αν είναι θαύμα!
Το παρελθόν τους σβησμένο από τη μνήμη, το παρόν ένας διαρκής αγώνας αυτοσυντήρησης και στησίματος μιας νέας ζωής, αλλά τα συναισθήματα υφέρποντα, μαρτυρούν το βάθος της σχέσης: «δεν ήταν όμορφος… παραμορφωμένος από τις εγχειρήσεις… Μα αυτός ήταν ο κόσμος της, είχε αγκιστρωθεί πάνω της, άλαλος, κάθε φορά που ανταμώνονταν τα βλέμματά τους η καρδιά της πετάριζε».
Η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος καταβάλλουν υπερπροσπάθεια να μοιραστούν τα πάντα. Βέβαια ο Λυσίμαχος «ήταν αδύναμος, δεν μπορούσε να ανιστορήσει τα όνειρά του, να τα κάνει κοινό κτήμα τους. Η απόσταση ανάμεσά τους μεγάλωνε όσο αυτός ζούσε στη σιωπή». Αν τα μαθήματα νοηματικής εκφράζουν την κοινή επιδίωξη για μοίρασμα, κάποια άλλα πιο ιδιαίτερα μαθήματα που οργανώνονται εκφράζουν το μεγαλείο της ψυχής και την άρση κάθε μορφής εγωισμού προς τις ανάγκες του άλλου, γιατί «η αγάπη δεν τραυματίζει θεραπεύει», σχολιάζει ο συγγραφέας μέσα από το λόγο ενός δευτερεύοντα ήρωα, του Μπερτ. Αν θα θέλαμε να αποδώσουμε απόλυτα αφαιρετικά τη ζωή και τη σχέση αυτού του ιδιαίτερου ζευγαριού, θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τα λόγια του σοφού βοτανολόγου Μπερτ: «Τα αγριολούλουδα γεωργούν ταπεινότητα. Διαβιούν απαρατήρητα όλο το χρόνο, ουδείς ασχολείται μαζί τους, η άνοιξη είναι η δική τους Ανάσταση». Το μήνυμα που παίρνουμε από τις παραπάνω αναφορές ολοκληρώνεται από το παράδειγμα ζωής που προσφέρει άλλο ένα ζευγάρι δευτερευόντων ηρώων, του Αποστόλη και της Θάλειας, παλιάς ορειβάτισσας καθηλωμένης σε αμαξίδιο, όταν ο σύζυγος ζώνεται την ανάπηρη σύντροφό του, για να της προσφέρει την ορειβατική εμπειρία της ανάβασης στη Στρογγούλα των Τζουμέρκων. Ένα ζευγάρι «που έκανε την ατυχία αδύναμη και συνεχή αγώνα δοκιμασίας των αισθημάτων τους».
Ως μία νέα Σαπφώ η Αρσινόη κάνει moto της ζωής της «ο όμορφος είναι όμορφος όσο μπροστά σου στέκει, μα ο αγαθός είναι όμορφος και αργότερα και πάντα». Συναισθητικά ταυτίζει τη μοίρα της με τις ιστορίες για τη λυρική ποιήτρια που ύμνησε τον έρωτα. Προσήμανση των τελικών αποκαλύψεων… και ένα μήνυμα ζωής: Ο έρωτας μπορεί να λειτουργήσει τόσο καταλυτικά, όταν είναι απόλυτος και μοιραίος, να διαλύσει όλες τις βεβαιότητες, να καταργήσει όλα τα όρια των κατεστημένων σχέσεων και αξιών. Το τραγούδησε ο Ξυλούρης φέρνοντας σε επαφή εμάς τους νεοέλληνες με τον Ερωτόκριτο της Κρητικής λογοτεχνίας. Και όταν επιλέγουμε να πούμε το μεγάλο ναι σε έναν τέτοιον έρωτα, η ζωή μας μηδενίζει, σαν να μην υπάρχει παρελθόν, σαν να γεννιόμαστε μέσα από αυτόν! Ίσως η επιλογή του συγγραφέα να στήσει την ιστορία της Αρσινόης και του Λυσιμάχου πάνω σε ένα μοιραίο ατύχημα είναι συνειδητή, για να μας υποδείξει την προηγούμενη σκέψη. Αλλά και μία δεύτερη σκέψη, μοιραία επίσης ακολουθεί. Όποιος ακολουθώντας το δρόμο της καρδιάς του ξεπεράσει τα όρια που η κοινωνία θέτει γι’ αυτόν, έρχεται η τίσις, η βαριά πληρωμή. Όποιος ξεπερνά τα όρια σαν νέος Οιδίποδας, είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πληρώσει για τα κρίματά του.
‘Όμως μιλούσα για τη βροχή…πώς ένας φιλόλογος μπορεί να συνδυάσει τον Οιδίποδα με τη βροχή….συνειρμική ετυμολογία, αγαπητοί μου….«Πόντιον οίδμα»: Οίδημα που φουσκώνει τα νερά της θάλασσας και τα κύματά του παρασύρουν τα πάντα, που φουσκώνει τα σύννεφα και αυτά σπρωγμένα μακριά προς τα βουνά αδειάζουν μανιασμένα το περιεχόμενό τους και γκρεμίζουν ό,τι προσπαθεί να στήσει ο άνθρωπος παρεμβαίνοντας στη φύση. Έρωτας που φουσκώνει την καρδιά και ξεχειλίζει σαρώνοντας τη λογική και παρασύροντας τις ζωές στην αβεβαιότητα. Έρωτας ακατανίκητος, απελευθερωτικός και ταυτόχρονα εγκλωβιστικός. Κάθε που ελευθερώνεσαι, κάτι καινούργιο σου στερεί την ελευθερία των κινήσεων. Όταν δεν είναι οι κοινωνικές δεσμεύσεις, είναι το βαρύ φορτίο της προσωπικής ευθύνης. Κάπου – κάπου επιχειρείται μία παρορμητική απελευθέρωση, κρατάει για λίγο και μετά πίσω πάλι στα προσωπικά μας τείχη.
Η τεχνολογία σε διπλό ρόλο: άλλοτε αρωγός στην προσπάθεια για επιβίωση, ο υπολογιστής γίνεται δάσκαλος για όσους δεν έχουν τη δυνατότητα της μάθησης από άλλον φορέα και το κινητό τηλέφωνο είναι η μοναδική σύνδεση με τον έξω κόσμο για τους ανήμπορους. Άλλοτε εχθρός, δύναμη παρεμβατική στη φύση, εργαλείο κυριαρχίας της ανθρώπινης αλαζονείας.
Η λαίλαπα της τεχνολογίας λειτουργεί σαρωτικά πάνω στα παραδοσιακά επαγγέλματα, αλλά και στην αισθητική των αντικειμένων που καθημερινά μας περιβάλλουν. Το θέμα προβάλλεται με φόντο την οδό Ανεξαρτησίας… στα Γιάννενα των φοιτητικών μου χρονών είχε παλιατζίδικα εκεί… έτσι τα λέγαμε τότε… τώρα έγιναν vintage stores… Ο συγγραφέας, φυσικός ομιλητής του ηπειρώτικου ιδιώματος, βρίσκει την ευκαιρία να μας φωτίσει ως άλλος Δημήτρης Χατζής για το «τέλος της μικρής μας πόλης» με τον ζωντανό – και τόσο ευχάριστο στο αυτί – λόγο των ντόπιων.
Η παραδοσιακή αισθητική μιμείται τη φύση, αντλεί θέματα από αυτήν, γαργαλάει τις αισθήσεις με εικόνες φυσικές που έχουν ξεκάθαρες γραμμές «σκαλισμένες με μεράκι και επιμονή. Μακάρι να ακούγαμε περισσότερο τον αέρα, να εμπιστευόμασταν τα μάτια μας και να κλέβαμε εικόνες, θα είχαμε τουλάχιστον καλύτερη αρμονία μέσα μας».
Όμως ας επιστρέψουμε στη βροχή, στο δρολάπι, και στον τρόπο που επενεργεί πάνω στη φύση. Αλλάζει τη μορφή της, της δίνει ένα πρόσωπο άγριο, πολεμικό, απειλητικό.
Οι συνθήκες έξω γίνονται εχθρικές για τον άνθρωπο και τις παρεμβάσεις του στο φυσικό περιβάλλον. Δημιουργούν ανησυχία. Με αυτό το τέχνασμα της ανησυχίας ο συγγραφέας μας συστήνει το δεύτερο ζευγάρι της ιστορίας: Τη Ρήνα, πρώην Ιρένε, αυτάρεσκη τυχοδιώκτρια και νυν ιδιοκτήτρια παραδοσιακού ξενώνα δίπλα στο γεφύρι της Πλάκας, και τον Κώστα, πρώην δικηγόρο, πρώην άστεγο, και τώρα ανεπρόκοπο; βολεμένο σε μία σχέση συμβατική.
Τη συγγραφική φαντασία τροφοδοτεί ένα πραγματικό γεγονός, η κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας, του μεγαλύτερου μονότοξου γεφυριού των Βαλκανίων το Φλεβάρη του 2015 που αναστηλώθηκε με τον ίδιο αυθεντικό αρχιτεκτονικό τρόπο που το έκτισε το 1866 ο πρωτομάστορας Μπέκας χάρη στο μεράκι και το πάθος του Τζουμερκιώτη καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου πολυτεχνείου Δημήτρη Καλιαμπάκου,. Η ομάδα του αφουγκραζόμενη τη λαϊκή ψυχή των ντόπιων δεν συμβιβάστηκε με τίποτα λιγότερο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Το ακραίο καιρικό φαινόμενο που κατέστρεψε το γεφύρι εντάσσεται δυναμικά στην ιστορία, για να αλλάξει τον προσανατολισμό της ζωής του μέχρι τότε ανεπρόκοπου Κώστα, αλλά και να ταρακουνήσει τα θεμέλια της σχέσης του με τη Ρήνα που, όπως αποδεικνύεται, δεν υπήρξαν και τόσο ισχυρά.
Ο εγκλωβισμός του στη λακκούβα με το μικρό του κατσικάκι κατά τη διάρκεια της θεομηνίας άλλαξε τον ψυχισμό του Κώστα, η ψυχή του στρογγύλεψε, δέθηκε με το ζώο και η σκέψη του πυροδοτήθηκε, για να στραφεί στο βάρος της ανθρώπινης ευθύνης για την καταστροφή που έπληξε την περιοχή του Αράχθου. Το παλιό σαρακατσάνικο αίμα μίλησε. Οι ρίζες μας είναι η υπέρτατη πατρίδα μας.
Τα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης λειτούργησαν ως άλλο δρολάπι για τα δεδομένα της μικρής Ελλάδας. Έτσι πολλοί ευυπόληπτοι πολίτες βρέθηκαν ανάμεσα στα θύματά της. Ο Κώστας ήταν ένας από αυτούς που παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά της οικονομικής κατάρρευσης και βρέθηκε από την καλοπέραση στο δρόμο, στη λάθος μεριά. «Δεν ήταν επαίτης, άνεργος έχει μείνει, άφραγκος με δική του υπαιτιότητα, χωρίς φίλους και δικούς του ανθρώπους, τους έκανε όλους πέρα». Παρέα του μόνο ένας άστεγος επίσης μεγαλόσωμος σκύλος.
Άστεγος σε μία μεγαλούπολη στην οποία οι άνθρωποι έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους και γυρνούν αχόρταγα γύρω από τον εαυτό τους. Πετάν στα σκουπίδια τις αναμνήσεις τους και φυσικά και τα κομμάτια της αυθεντικής παραδοσιακής τέχνης του λόγου. Εκεί, στο δρόμο, ανακάλυψε την αξία της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας ευαίσθητος στο θέμα αυτό βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στο περιοδικό Σχεδία των αστέγων της Αθήνας, αλλά και στο απάνθρωπο έγκλημα της Marfin Bank κατά την έναρξη της εποχής των μνημονίων.
«Ο Κώστας προτιμούσε το σύθαμπο, τότε που οι κορμοί αποκτούσαν άλλη μορφή, Ήταν η μόνη φορά που φλυαρούσε, τα δέντρα απεκδύονταν την υλική τους υπόσταση, έμοιαζαν περισσότερο με Νεράιδες και στοιχειά του Αράχθου. Λάτρευε αυτή τη στιγμή ο Κώστας, που όλα είχαν χάσει τη βεβαιότητα, το σχήμα τους. Εκτιμούσε στον αγαπημένο της να ζει με τις αισθήσεις του, απορεί που δεν είχε γίνει ζωγράφος ή δεν είχε επιχειρήσει να γράψει. Είμαι άνθρωπος των αισθήσεων και των βιωμάτων απαντούσε, δεν γνωρίζω αν θα ενδιαφέρονταν άλλοι για όλα εκείνα με τα οποία εγώ χαίρομαι. Δεν της αποκάλυψε όσα έκανε, ήταν ισχυρή η έκπληξή της, όταν εντόπισε σε ένα ερμάρι αρκετά μπλοκ ζωγραφικής του… την ξάφνιαζε αυτός ο άνθρωπος. Στην αρχή θύμωσε, δεν με εμπιστεύεται, ανάθεμά τον, το ξεπέρασε»
«Πότε πρόλαβε και τα έκανε όλα αυτά; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν της μίλησε; Μήπως ήταν δύο άνθρωποι που ζούσαν διαφορετικές ζωές; Ποιος ήταν ο λόγος που δημιούργησε…. όλα τα δέντρα είχαν την καλοσύνη του».
Η Ρήνα, ελληνικής καταγωγής κόρη πολιτικού πρόσφυγα στη Βουλγαρία με ρίζες στα Τζουμέρκα, μεγαλωμένη με τις αρχές που πρέσβευε ο πατέρας της, προστατευμένη σε μία φούσκα φτιαγμένη από όσα ο ίδιος πρέσβευε, εγκλωβισμένη στην προστασία του, έκανε την πρώτη της επανάσταση σπάζοντας τη φούσκα του. Ιδιαιτέρα γραμματέας υπουργού – πολύ ιδιαιτέρα ενίοτε – ζει το όνειρο που στερήθηκε από μικρή στη Βουλγαρία, τον άκρατο καταναλωτισμό. Επέστρεψε στη φύση, όταν γνώρισε τον Κώστα. Περπατούσαν συχνά στο δάσος και της έλεγε διάφορες ιστορίες ή έδινε ονόματα σε δέντρα. «Η οξιά ήταν το μοντέλο, λυγερόκορμη, νεαρή, πανύψηλη με ατελείωτο πόδι και εξαίσιο εφαρμοστό φόρεμα φτιαγμένο από πηχτή ομίχλη. Το Α Ζ βαφτίστηκε έτσι από τους δυο αντικριστούς κορμούς του, τον αριστερό τον βάφτισαν Άρη και τον δεξή Ζέρβα». Η Νεότερη Ιστορία και η βαρύνουσα σημασία του γεφυριού της Πλάκας για την ειρήνη μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων διαπερνά ανάλαφρα την αφήγηση της ιστορίας του ζευγαριού που η σχέση τους ξεκίνησε αναπάντεχα και έψαχνε βάση, για να σταθεί όρθια. Μέσα από τη σχέση αυτή η Ρήνα ξαναγυρνά στον παλιό της εαυτό, τον πραγματικό εαυτό που της ρούφηξαν οι βιτρίνες της Ερμού. Ανήσυχη και περιποιητική για το σύντροφό της σε σημείο που του προκαλεί τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. «Πάντα είχε την αίσθηση ότι αφηνόταν να την επιλέξουν οι άλλοι. Ακολούθησε το πρώτο της φλερτ στην απόφασή του να σπουδάσει δημοσιογραφία. Με τον υπουργό μπήκε σε ένα χώρο που θεωρούσε ότι μπορούσε να επιβιώσει. Ήταν αργά, όταν κατανόησε πως ήταν το χρυσόψαρο σε μία μεγάλη γυάλα που είχε τρύπα στο κάτω μέρος της. Ήρθε η στιγμή που εξαντλήθηκε το νερό. Κάποιοι έβγαλαν την τάπα που συγκρατούσε το νερό». Πάντως με τη δημοσιογραφική της ιδιότητα δίνεται η δυνατότητα αναφοράς στο φράχτη στον Έβρο, αλλά και στην εγκατάλειψη των κατοίκων του Έβρου από τους φορείς της εξουσίας. Η συνάντησή της με το Χρυσοβαλάντη, καλλιεργητή σκόρδων από την ανατολική εσχατιά της Ελλάδας είναι αποκαλυπτική: «Αλλεργία έχετε όλοι εσείς που κρατάτε ματσούκια, αλλεργία για όλους εμάς που ζούμε στις άκρες. Μας βλέπετε σαν αλλεργιογόνα σκόρδα. Μας παράτησαν. Η Αθήνα πέφτει μακριά, δεν μας έβλεπαν, δεν άκουγαν τις φωνές μας. Άδειασε ο τόπος. Φοβάμαι για τα παιδιά μου. Φοβάμαι τους απέναντι. Σε βλέπω που χαμογελάς και θα μπορούσες να πεις: τότε γιατί ψωνίζετε από κει; Δεν έχουμε πολλούς παράδες, όπου βρούμε καλύτερες τιμές. Δεν εμπιστεύομαι τους δικούς μας. Να γίνει ο φράχτης; Το ξέρω θέλεις απάντηση. Να γίνει. Φτάνει, για να αλλάξει τη μοίρα του τόπου;»
Η Ρήνα, θύμα της οικονομικής κρίσης που χτύπησε αλύπητα την έντυπη δημοσιογραφία, αλλά και υπεύθυνη γι’ αυτό λόγω προσωπικών επιλογών: «Αντικρίζουμε τον θάνατο, μα τον εκλάβαμε για ζωή και τον ακολουθήσαμε. Δεν μετανιώνω που έγινε ακόλουθος του θανάτου, βαριέμαι τους μετά θάνατον προφήτες της ηθικολογίας. Ζήσαμε και πεθάναμε, Ιρένε και Ρήνα, γι’ αυτό είμαστε εδώ». Η μεγάλη διαδήλωση κατά των οικονομικών μέτρων το Μάιο του 2010 και ο εμπρησμός του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin – Εγνατία στην Αθήνα είναι ένα πραγματικό τραγικό γεγονός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Για την Ιρένε, όμως, αποτέλεσε το σημείο μηδέν που σήμανε την έξοδο από την ήττα της ζωής και την κατάθλιψη που επισφράγισε την αποτυχία της να ζήσει στον ευδαιμονισμό του καπιταλισμού. Έγινε η αιτία της αναπάντεχης γνωριμίας της με τον Κώστα, που άλλαξε τη ρότα μιας ζωής που κατευθυνόταν δυναμικά προς την αυτοκαταστροφή.
Το τρίτο ζευγάρι εισβάλλει στην ιστορία με μια ρομαντική εικόνα στα χρώματα του δειλινού. Ορκίζονται αιώνιο έρωτα αποτραβηγμένοι «σε ένα κάστρο πάνω στο κύμα της θάλασσας να ακούν τα κύματα το χειμώνα και τα απογεύματα του καλοκαιριού να παραδίνονται στη μέθη των χρωμάτων του ηλιοβασιλέματος». Είναι ομογενείς από την Αμερική. Τους ενώνει ο νόστος του μετανάστη που κληρονομεί το νόστο και των υπολοίπων συγγενών. Έτσι η επιστροφή στην πατρίδα είναι ένα ταξίδι στο όνομα όλης της φαμίλιας, μία επιστροφή στον προσωπικό τους μύθο. Η Μίκα από μάνα Ελληνοαμερικανίδα και μπαμπά Βραζιλιάνο είναι μία ακτιβίστρια, οικολόγος, αρθρογράφος, μεγαλωμένη ελεύθερη, αλλά και με ρίζες συντηρητικές που υπόκωφα της πέρασε η αγαπημένη της Ελληνίδα γιαγιά. Το έχει στο αίμα της να αναζητά τις ρίζες της, αυτό άλλωστε την οδηγεί μέχρι την Ιρλανδία και το δρόμο του James Joyce. Και ο Κριστ μια αμφικλινής προσωπικότητα που παραπαίει ανάμεσα στη λογοτεχνική και την τεχνοκρατική του φύση. Ο Κριστ καταφέρνει και συνδυάζει τις φιλολογικές μελέτες με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες, την ποίηση με τις ανεμογεννήτριες. Κοινός παρανομαστής τους η φύση, ισχυρίζεται: «Η ποίηση είναι ένας τρόπος να κάνουμε κατάδυση στον εαυτό μας, να κατανοήσουμε αυτό που υπάρχει γύρω μας… οι ανεμογεννήτριες, η τεχνολογία, προστατεύουν την ψυχή της φύσης». Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο; Η κάθε εποχή δημιουργεί νέες ανάγκες. Εμείς «οι άνθρωποι, υποχρεούμαστε να δώσουμε απαντήσεις στις δικές μας ανάγκες χωρίς εμμονή σε αυτό που έχουμε συνηθίσει». Δεν είμαι σίγουρη για την ορθότητα του παραπάνω συλλογισμού, καθώς εσκεμμένα αποσιωπά την παράμετρο του κέρδους….το μέλλον θα μας το ξεκαθαρίσει!
Η ανήσυχη φύση της Μίκας την οδηγεί από τον Αμαζόνιο στον Έβρο και έτσι ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί και σε ένα ακόμα φλέγον κοινωνικό ζήτημα, το μεταναστευτικό, αλλά και το ρατσιστικό παραλήρημα που έφερε ο πολιτικός λαϊκισμός σε σχέση με αυτό. Αυτό είναι το ταξίδι που δένει τη μοίρα της Μίκας με τη Ρήνα, αλλά και με το ζευγάρι Αρσινόη-Λυσίμαχος.
Η Μίκα και η Ιρένε δύο άτομα άκρως διαφορετικά. Η μια γεμάτη περιβαλλοντικές ανησυχίες, η άλλη κυνική και ρεαλίστρια. Η μια αδιαφορεί για την εξωτερική εμφάνιση, η άλλη bibi-bo με επιτηδευμένη εμφάνιση και καταναλωτική φύση, υπολογίστρια σε όλα της. Ακόμα και η τέχνη γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την επιτυχή προσαρμογή της σε κοινωνικές ομάδες.
Κι όμως οι ζωές τους διασταυρώνονται και η σχέση που χτίζουν γίνεται καταλύτης τόσο για τις δικές τους τις ζωές, όσο και για τη ζωή του πρώτου ζευγαριού. Το πέρασμά τους από την Ασπροβάλτα φωτίζει πτυχές της ιστορίας χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο ανυποψίαστος αναγνώστης, αλλά αποκαλύπτει πολλά για το ποιόν των χαρακτήρων της ιστορίας μας.
Στο μυθιστόρημα επανέρχεται διαρκώς το θέμα της μοιραίας συνεύρεσης ανθρώπων που για κάποιο λόγο ασκούν καταλυτική επίδραση πάνω μας. Και μόνο η επιβλητική παρουσία τους καθίσταται ικανή να ανατρέψει αγκυλώσεις και φοβίες που μας καθηλώνουν στα ίδια. Μας αναγκάζει να ξεπερνάμε τον εαυτό μας ακόμα και σε συνθήκες ακραίες, επικίνδυνες για την ίδια μας την ύπαρξη.
Μοιάζει συχνά με τρέλα – κυρίως αυτή την εντύπωση δίνει στους άλλους, τους απέξω, μία τέτοια συμπεριφορά. Κι όμως είναι εκείνη ακριβώς η οριακή στιγμή που ο άνθρωπος αναμετριέται με τις δυνάμεις που κρύβει μέσα του και ανακαλύπτει την ισχύ του. Νικάει το θεριό του φόβου και με ελεύθερη βούληση πορεύεται πια συνειδητά στη ζωή του.
Πάντως στην αναμέτρηση με τη φύση ο άνθρωπος μόνο προσωρινά ανακηρύσσεται νικητής. Γρήγορα αποδεικνύεται πως, όταν περνά το επικίνδυνο όριο της αλαζονείας και έχει τη βεβαιότητα της κυριαρχίας πάνω της, τελικά συντρίβεται και αναδεικνύεται περίτρανα πως είναι ο αδύναμος κρίκος.
Τα ανθρώπινα έργα καταρρέουν με εκκωφαντικό θόρυβο. Αλλά και πάλι λίγοι, επίλεκτοι, συνειδητοποιούν το μήνυμα. Ο άνθρωπος και στην απόλυτη καταστροφή εθελοτυφλεί, βγάζει συμπεριφορές που δεν συνάδουν με το αποκαλυπτικό πρόσωπο της φύσης. Οι πολλοί ασχολούνται εμμονικά με τη μικροζωή και τον μικρόκοσμό τους, τις ζήλιες και τις ήττες τους σε προσωπικό επίπεδο. Δεν διδάσκονται, δεν επιλέγουν την ταπεινοφροσύνη. Άρα είναι καταδικασμένοι να χαθούν.
Βέβαια η γέφυρα που ξαναστήνεται «αποδεικνύει πως η τεχνολογία και οι άνθρωποι είναι ισχυρότεροι, έχουν τη δύναμη να σταθούν πάλι στα πόδια τους, όσο κι αν λυσσομανά η φύση και προσωρινά μπορεί να επιφέρει πλήγματα». Ή μήπως λείπει η ψυχή; Η τεχνική δημιουργεί αντικείμενα προσομοίωσης της φυσικής πραγματικότητας. Στη νέα γέφυρα της Πλάκας τίποτα δεν είναι το ίδιο… κι ας πάσχισαν οι επιστήμονες των μεγαλύτερων πολυτεχνείων της χώρας να μοιάσει στην προηγούμενη. «η ψυχή του πρωτομάστορα Μπέκα, που ζούσε στο κεντρικό τόξο της παλιάς γέφυρας, παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά» που σκέπασαν την κραυγή του. Για τους πολλούς… και κυρίως για αυτούς που αγνοούν το παρελθόν… Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι λίγοι που μπορούν ακόμα να αφουγκράζονται την ψυχή της φύσης και μπορούν να εμπνευστούν, τόσο από τη φύση όσο και από το παρελθόν. Για άλλους τέτοιοι άνθρωποι είναι λίγοι, επίλεκτοι, αυτό που λέμε διανοούμενοι. Για άλλους είναι μάλλον άχρηστοι, τεμπέληδες που αναρωτιούνται πώς να σκοτώσουν το χρόνο τους, αφού «δεν φέρνουν στο σπίτι ούτε ένα σακί αλεύρι». Αυτοί, οι δεύτεροι, αποδέχονται τη διανόηση ή την τέχνη στο βαθμό που μπορεί να τους αποφέρει κέρδος. Αν δεν επιδιώκει το κέρδος, μόνο «στουρνάρι» μπορεί να χαρακτηριστεί όποιος επενδύει το χρόνο του σ’ αυτά.
Κι αν είναι σύντροφοι αυτοί οι τόσο ασύμβατοι ανθρώπινοι τύποι, αν ο ένας από τους δύο αρνείται στον άλλον το δικαίωμα να γνωρίζει το παρελθόν του, δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο ξένοι μέσα στο ίδιο σπίτι. Η μπίμτσα, το υπόγειο με τα άχρηστα αντικείμενα, φορτωμένο, όμως, με τις εμπειρίες και τα αισθήματα μιας ολόκληρης ζωής, γίνεται όριο εχθρικό. Και όποιος προσπαθήσει να το περάσει, εξορίζεται από τη σχέση. Τη συντροφικότητα την παρασέρνει το δρολάπι, τα κενά πρέπει να γεμίσουν από αλλού.
Ο Κώστας, τζόρας, σαν τα λιθάρια των Τζουμέρκων. Δεν τον αγγίζει το κέρδος. Έχει τη ρομαντική σκέψη πως οι μικρές κοινωνίες εχιδνών μπορούν να οργανωθούν, να αυτορυθμιστούν και να διεκδικήσουν το μέλλον τους μέσα από την ισόρροπη ανάπτυξή τους στο φυσικό περιβάλλον. Και όταν ακόμα συνειδητοποιεί ότι αυτό είναι μάλλον αδύνατο, εξακολουθεί να το ελπίζει. Τον αρρωσταίνει η υποψία τοποθέτησης ανεμογεννητριών στα βουνά τους, ψάχνει απεγνωσμένα για πειστήρια. «Κομμένοι κορμοί ντανιασμένοι, λακκούβες, δίπλα σ’ αυτές αποθεμένα διάφορα υλικά…». Τι άλλο παρά μαρτυρίες για την ανομολόγητη πρόθεση;
Οι ανεμογεννήτριες ως εναλλακτικές πηγές ενέργειας δεν είναι μόνο ο μεγαλύτερος φόβος του Κώστα. Ο Βαγγέλης Αυδίκος τις αξιοποιεί ως ένα λογοτεχνικό τέχνασμα που λειτουργεί και ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα τρία ζευγάρια. Αυτός σηματοδοτεί και καθορίζει τη σχέση τους ως ατόμων και ως ζευγαριών.
Και μιας και μιλάμε για πράγματα καθοριστικά….Τα επίσημα έγγραφα και οι γραφειοκρατικές επιβολές σηματοδοτούν την ύπαρξή μας. Χωρίς αυτά είμαστε ανύπαρκτοι. Η ανθρώπινη οντότητα δεν έχει καμία αξία, αν αποσυνδεθεί από τους αριθμούς που μας χαρακτηρίζουν τελικά ως μέλη του κοινωνικού συνόλου. Η απώλεια του αριθμού που μας συνοδεύει εκμηδενίζει στον τεχνοκρατικά οργανωμένο κόσμο μας την ύπαρξή μας και τα ανθρώπινα δικαιώματα που της αναλογούν. Έτσι μοιραία, η επόμενη κίνηση είναι η περιθωριοποίηση, ο δρόμος. Η ζωή των αστέγων αποτελεί ένα ακόμα ενδιαφέρον που δεξιοτεχνικά εντάσσει ο συγγραφέας στο μυθιστόρημα αυτό. Λαίλαπα εξάλλου σαρώνει και τη δική τους μοίρα. Μία ταυτότητα, λοιπόν, καταχωνιασμένη σε μία τσέπη ενός μπουφάν ξεχασμένου σε χαρτόκουτο, για χρόνια αφημένο στην μπίμτσα ενός σπιτιού στα Τζουμέρκα είναι το μαγικό αντικείμενο που δίνει τη λύση του δράματος για το ζευγάρι Αρσινόη – Μάχος.
Ο Greimas μας έχει παραδώσει ένα σχήμα, πάνω στο οποίο οργανώνονται όλα τα λαϊκά παραμύθια, όλες οι ανθρώπινες ιστορίες να μη σας πω… Ο ήρωας, για να φέρει σε πέρας το σκοπό του, χρειάζεται ένα βοηθό, πάντα όμως έχει και έναν αντίμαχο. Εντούτοις ο βοηθός μαζί με το μαγικό αντικείμενο, που απαραιτήτως υπάρχει σε κάθε ιστορία, λειτουργεί καταλυτικά στη λύση του δράματος. Ο Κώστας είναι οπωσδήποτε βοηθός για την εξιχνίαση του παρελθόντος του Μάχου και της Αρσινόης. Η Ρήνα, παλιά Ιρένε, με την άρνησή της να έρθει σε επαφή με ένα παρελθόν που την πληγώνει, άθελά της γίνεται αντίμαχος. Η Μίκα με τη διαρκή της αναζήτηση αποτελεί μία βοηθητική, αλλά όχι αποτελεσματική δύναμη. Πάντως σίγουρα η ταυτότητα είναι το μαγικό αντικείμενο. Μετά από την αποκάλυψή της το μυστήριο της ζωής τους λύνεται. Ποτέ όμως η λύση ενός μυστηρίου δεν επιτυγχάνεται χωρίς απώλειες. Και οι σχέσεις των ανθρώπων κρίνονται από τη δύναμη να αντιστέκονται στις αρνητικές εξελίξεις που σαν δρολάπια παρασύρουν τα πάντα στο διάβα τους.
Ο Κριστ κατά βάθος συντηρητικός, αρσενικό παλιάς κοπής, θέλει τη γυναίκα σκιά του. Η Μίκα είχε εγκαταλείψει τον εαυτό της μετά το γάμο μαζί του, έβαλε στο περιθώριο τις φιλοδοξίες της. Ο Κριστ την έπεισε, δεν χωράνε σε μία οικογένεια δύο καριέρες. «Αναρωτιόταν αν η ζωή της είχε πάρει το σχήμα μιας λακκούβας. Όλα τα χρόνια προσπαθούσε να είναι το καλό παιδί, ακόμη και όταν διαφωνούσε. Βρίσκεται μπροστά στη λακκούβα της ζωής της. Ίσως χρειάζεται να κατέβει σε αυτήν και να επιχειρήσει την έξοδο, να απαλλαγεί από το αίσθημα του καθήκοντος προς τους άλλους. Δεν είναι πλαστελίνη να της δίνουν τη μορφή που είναι αρεστή στον καθένα ξεχωριστά. Δεν μπορεί να μοιάζει σε άλλους». Αυτή η ορμητική κάθοδος στη λακκούβα είναι απαραίτητη για να βρούμε τον εαυτό μας, να επαναξιολογήσουμε τις επιλογές μας και να αποτιμήσουμε το ρόλο των συνταξιδιωτών μας σ’ αυτό το όμορφο και παράξενο ταξίδι ζωής.
Παρουσίαση στις Σέρρες του Μυθιστορήματος του Ευάγγελου Αυδίκου από τη φιλόλογο Πέρση Τσάνα