Ένα δίχτυ τεντωμένο
παγιδεύει κάθε πλάσμα
ακόμα και το πιο άγριο.
Πολύ αργά
ο νέος ξεφώνισε,
και ο αθώος
που δεν είχε ακόμα σκληρύνει.
Κορμιά και δάκρυα
ανώφελα.
Τόσα χρόνια
αβοήθητα.
Τα ελεύθερα πλάσματα δεν είναι ποτέ τους τόσο άγρια.
Ο βρόχος σφίγγεται
μεταμορφώνει τον αξιοθρήνητο νέο
σ΄ ένα όν γεμάτο συγκινήσεις
στα καθαρά οικήματα των φτωχοσυνοικιών.
Ποτέ, ποτέ στη μεγάλη παραζάλη
στην αδράνεια της καρδιάς
ποτέ να μην τινάξει μια κραυγή
εκείνη τη φυλακή ή το ξύπνημα της αγριότητας.
Οι νέοι ήταν σαν εκείνους τους κύκνους
που με σπασμένες φτερούγες
κολυμπούν στις χαλικόστρωτες λιμνούλες
τα βράδια του Ιουνίου αργά:
σαν τις καταδικασμένες μορφές της σκηνής
που κυνηγούν τους δολοφόνους
ή τους εραστές των φτωχοσυνοικιών.