You are currently viewing Πέτη Γράψα: Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες Άγγελοι, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2024.

Πέτη Γράψα: Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες Άγγελοι, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2024.

Σε συνεχή εκκρεμότητα η ζωή μας

 

Η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου μάς συστήθηκε ως ποιήτρια με τη συλλογή Σταγόνες στίχοι, μια συλλογή τάνκα που υπέγραψε μαζί με την ποιήτρια Ελένη Κοφτερού και επανέρχεται με την ποιητική συλλογή Αποστάτες Άγγελοι, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2024.

Στην πρώτη ατομική της συλλογή, την οποία επιμελήθηκε εικαστικώς η Μαρία-Μελίτα Ψυχογυιοπούλου, εντυπωσιάζει αμέσως ο τίτλος. Στην αρχαία ελληνική τραγωδία ο άγγελος ήταν ο αγγελιοφόρος, αυτός που φέρνει τις ειδήσεις από γεγονότα που δεν μπορούσαν να παρασταθούν επί σκηνής, από γεγονότα, δηλαδή, που τεκταίνονται παρασκηνιακά.

Οι άγγελοι συναντώνται, όμως, και σε διάφορες θρησκείες, ως τα αθάνατα, άφυλα, αγαθά πνεύματα, που υπηρετούν τον Θεό, αλλά και τα πονηρά που αποκαλούμε δαίμονες και που δύνανται να δοκιμάσουν την κακία – αποτέλεσμα αυτού είναι η πτώση του 10ου τάγματος του Εωσφόρου.

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στην εβραϊκή θρησκεία συμφύρονται οι δύο έννοιες, καθώς η λέξη δηλώνει και τον θείο και τον ανθρώπινο αγγελιοφόρο.

Οι άγγελοι της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου έχουν ένα βασικό κοινό με τους αγγέλους των θρησκειών: είναι αεικίνητοι, όπως ορίζει ο Ιωάννης Δαμασκηνός, και δεν περιορίζονται από τον τόπο και τον χρόνο. Αντιθέτως, όμως, προς τον ορισμό του Δαμασκηνού δεν είναι φύσεις νοερές και ασώματες – τουναντίον, είναι άνθρωποι δικοί μας, που παίρνουν απόσταση από το κοινωνικό σύνολο, άθελά τους. Και η απόσταση αυτή είναι που τους απεκδύει από το αυτεξούσιον της ύπαρξης.

Ως άγγελος μπορεί να εκληφθεί και το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο. Άγγελος, με την αρχαιοελληνική έννοια, γιατί αναλαμβάνει να μας μεταφέρει όσα είδε και γνωρίζει ότι διαδραματίστηκαν παρασκηνιακά, άγγελος που παρατηρεί και ανατέμνει την ελληνική οικογένεια, παίρνοντας απόσταση από αυτήν. Άγγελος και με τη χριστιανική έννοια, γιατί διασώζει την ψυχή του προστατευόμενου, γιατί στην ποιητική συλλογή είναι εν τέλει φύλακας-άγγελος.

Κατά τη γνώμη μου, η ποιητική συλλογή έχει σαφέστατη δομή και αυτό συμβαίνει, επειδή στήνει ένα σύμπαν μυθιστορηματικό, χωρίς αυτή η ποιητική/αφηγηματική τεχνική να αναιρεί την ποιητική ανύψωση. Τα τρία πρώτα ποιήματα είναι αυτό που λέμε εμείς, οι φιλόλογοι, προγραμματικά, ορίζουν, δηλαδή, τη θεματική, μια θεματική, την οποία η ποιήτρια στο πρώτο κιόλας ποίημα «Ποίησης εστία» (σ.11) υπόσχεται να αγγίξει με «γάντι βελούδινο». Η συλλογή, στο μεγαλύτερο μέρος της, αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας. Η ποιητική μήτρα αποκαλύπτεται: «Ένα σπίτι έφερα σ’ ένα άλλο σπίτι».

Το σπίτι συντίθεται από μέλη απόντα και παρόντα – κάθε απουσία, κάθε νέα πράξη στην τραγωδία, σηματοδοτεί και μια νέα ενότητα. Ο πατέρας πέθανε, η μητέρα ασθένησε και στη συνέχεια πέθανε. Ένα μέλος της οικογένειας στέκεται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων. Ένα άλλο μέλος, το ποιητικό υποκείμενο, ο «αφηγητής» ή η «αφηγήτρια» της ιστορίας παρατηρεί, βοηθά, υπομένει, αντέχει – γίνεται εν τέλει ο φύλακας – άγγελος και αναλαμβάνει να μας αποκαλύψει τα καλά κρυμμένα μυστικά της ελληνικής – και όχι μόνο – οικογένειας. Υπάρχει κι άλλο μέλος της οικογένειας, η παρουσία του οποίου είναι σποραδική – αυτός ο άγγελος παραμένει κρυμμένος, ένα καλά φυλαγμένο μυστικό.

«Αυτό το σπίτι ζει με τους νεκρούς του/ζει από τους νεκρούς του», έλεγε ο Ρίτσος. Το ίδιο συμβαίνει και με το σπίτι των Αποστατών Αγγέλων. Όλοι μας, εξάλλου, κατοικούμαστε από ψυχές, που φέρουμε μαζί μας και μας προσδιορίζουν. Ενίοτε μας καθορίζουν. Ακόμη κι όταν η ημέρα μάς απασχολεί με άλλα ζητήματα, «Νυχτερινή κουστωδία η επέλασή τους» (σ.11) – το ποιητικό υποκείμενο παραδίδεται στις ψυχές. «Χωρίς αυτούς ανούσια η ζωή», ακούγεται για τους νεκρούς στο «Υπέρ Ψυχών» (σ.19).

Φορείς του πένθους είναι διάφορα χρώματα. Στο πρώτο κιόλας ποίημα το επίθετο «μαύρος» υπάρχει δύο φορές: «Μαύρο περιστέρι», «Μαύρες κορδέλες» – σκηνή θανάτου – του θανάτου του πατέρα και όμως το «Σπίτι γεμάτο αντιφάσεις/την ποίηση συντρέχει». Το μαύρο επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ως τίτλος ποιήματος «Μαύρος φιόγκος» (σ.21), ως στίχος στο «Πάλλευκο όνειρο» (σ.49) «Μαύρο σκότος/λεκιάζει το πάλλευκο όνειρο», ως διάθεση, ως θεματική του βιβλίου.

Το χρώμα του θανάτου στο «Κίτρινο νεκρό» (σ.23) αλλάζει: «Το σπίτι τιτιβίζει θάνατο./Η σιωπή κλουβί./Πώς να σε δώσω στη λήθη;». Στο «Μωβ» (σ.24), «Ο κάμπος στα μωβ/τάφους καταμετρώ/ζωντανών και νεκρών/ στις οδούς της οδύνης…». Στο ποίημα «Ακρωτηριασμός» (σ.32) «Λευκό το πένθος».

Η υπόσχεση για «γάντι βελούδινο» (σ.11) τηρείται, καθώς εμφανίζονται αμέσως οι πηγές αντίστασης στη μοίρα: η φύση και ο έρωτας. Η φύση είναι αντικείμενο παρατήρησης, ακριβώς γιατί είναι φορέας της φθοράς: η μήτρα της θάλασσας, τα ευρήματά της, που το ποιητικό υποκείμενο διασώζει, δίνοντας Ανάσταση και δεύτερη ζωή σε αντικείμενα φθαρμένα: φτερά, κοχύλια, καβούκια χελώνας, αβγά φιδιού, στο «Ξυλόγλυπτο» (σ.13), «τα δέντρα σβησμένα πενθούν τα πεσμένα φύλλα», «φύση νεκρή στη γιορτή ανοιχτή» στο ποίημα «Κλαδιά κεριά» (σ.22), «πουλί νεκρό» στο «Κίτρινο νεκρό» (σ.23).

Στην προγραμματική, πρώτη ενότητα δηλώνεται το χρέος της ποιήτριας «Εικονο-στάσεις» (σ.15): «το σπίτι καταφύγιο φυσικής ιστορίας». Χρέος η διάσωση και μεταστοιχείωση των νεκρών – στοιχείων και ανθρώπων. Αλλά και στην υπόλοιπη συλλογή η νεκρή φύση επανέρχεται: χελιδόνια («Πάλλευκο όνειρο», σ.49). Φορέας της αντίστασης είναι η ψυχή, κάτι που δηλώνεται δυναμικά στο «Κίτρινο νεκρό» (σ.23): «Ζώσα ψυχή/ποτέ σε κλουβί». Στο «Πάλλευκο όνειρο» (σ.49) η ψυχή αγωνιά, γιατί η ποίηση κεντρίζει: «Διάφανες οι βελονιές/τρυπούν το χαρτί,/ σφηκοφωλιά κεντούν».

Το άλλο αντίδοτο στη φθορά είναι ο έρωτας, καίτοι «έρμαιο στη φθορά και στον θάνατο». Η ποιητική φωνή αντιμετωπίζει, όμως, τον έρωτα αποφασιστικά: «Με κοφτερό δρεπάνι/θερίζω τον έρωτα/ στη σκιά/ γονιδίου παράφορου». («Ακρωτηριασμός», σ.32). Το γονίδιο ακρωτηριάζει τους απόγονους, ή, με μια άλλη θέαση, τους ενδυναμώνει να σταματήσουν τον φαύλο κύκλο. Στο «DNA» (σ.48) επανέρχεται η λατρεία, αλλά και ο φόβος που η γονιδιακή συνέχεια εμπεριέχει: «Το ακροδάχτυλο/του δεξιού μου αντίχειρα/-σχήμα, μέγεθος, γραμμές-/απομεινάρι δικό σου.//Της μορφής μου εσύ μορφή,/σκοτεινή καταιγίδα/με καταποντίζεις».

Το τελικό αντίδοτο είναι η ίδια η ποίηση: «Κλειδώθηκα στο ποίημα./Αγάπησα τη σιωπή». («Παράδοξα»,σ.45). Στις «Αγγελίνες» (σ.46) οριστικά και αμετάκλητα πια: «Η ειμαρμένη υπερίπταται ως ποίημα».

Τη μνημονική ανάκληση ενθαρρύνει η θέαση των φωτογραφιών («Φωτογραφικό κλικ», σ.20): οι γονείς, προτού η μοίρα ενσκήψει, η μάνα «αγγελοκάμωτη», «κι ο πατέρας δίπλα κρατάει το χέρι της», και οι δύο στέκονται «καταντικρύ στα θρύψαλλα/μελλοντικής καταιγίδας».

Άλλοτε, φορέας της μνήμης της μητέρας είναι οι εφιάλτες: «Το όνειρο της Κυριακής/αθόρυβα ξεγλιστρά/νεκρούς και ζωντανούς/ φέρνοντας κοντά μου» «… η μάνα απόψυξη έκανε/κι ο πάγος βουνό κυλούσε/ κόκκινο ρυάκι/στα πόδια της». Η μάνα βγαίνει προσωρινά από τον ψυχρό κόσμο του θανάτου κι επανέρχεται στο κόσμο των ζωντανών – με μια σκηνή βίαιη. Διαβάζουμε στον «Ακρωτηριασμό» (σ.32): «Η μάνα ήταν αόρατη./Τα σκευάσματα την είχαν καταπιεί.». Η μορφή της μητέρας επανέρχεται στο «Νυν και Αεί» (σ.57) και παρεμβαίνει στον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο, ακυρώνει τη χαρά: «Τη συκιά την ξωτικιά/πέτα τη απ’ εδώ./Κακιά η ρίζα ο ίσκιος της βαρύς∙/τον θάνατο θέλγει».

Μετά από τους θανάτους, το κάδρο κλείνει σε δύο από τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας, παρ’ όλο που υπάρχει και άλλο μέλος, για το οποίο επιφυλάσσεται όλη η τρυφερότητα του κοινά βιωμένου πόνου, της απόγνωσης που μοιράζεται: «Αστράφτει στη σκέψη μου/η σκέψη σου» και σε άλλο σημείο του ποιήματος «Αδελφική αγάπη» (σ.55): «Εσύ κι εγώ/στο όνομα της αδελφικής αγάπης/χρέη πληρώνουμε ανεξόφλητα».

Αλλά το άλλο μέλος της οικογένειας θα φανεί μόνο στο τελευταίο μέρος της συλλογής. Για την ώρα, μένουμε στον πάσχοντα, αποστάτη-άγγελο, και στο ποιητικό υποκείμενο, φύλακα-άγγελο, δίπολο που βαδίζει στην παθογένεια στην «Κατανομή ρόλων» (σ.28): το ένα μέλος βυθίζεται στην παράνοια. Το άλλο, έντρομο, παρατηρεί: «Συγκατανεύω τρομαγμένη, μα περιμένω/στωικά να με χρίσεις Κλεοπάτρα, Ήρα/Αφροδίτη./Στο σύμπαν της παραφροσύνης/γίνομαι βασίλισσα». Τούδε κι εφεξής: «Ζωή και τρέλα συνοδοιπορούν» κι αλλού, στο ίδιο ποίημα («Φαύλος εγκλεισμός», σ.29), «Μιας Αριάδνης μυστικής/λαβύρινθος δίχως μίτο». Ο μίτος δε βγάζει από τον Λαβύρινθο, η Αριάδνη δεν μπορεί να διασώσει κανέναν. «Η επανεμφάνιση συμπτωμάτων διαρκής./ Σε συνεχή εκκρεμότητα η ζωή μας». («Ανοίκειες φωνές», σ.30).

Το «μας» περιλαμβάνει τον πάσχοντα, το μέλος της οικογένειας που συμπάσχει, είτε με τη μορφή της Αριάδνης, είτε με τους άλλους ρόλους που της επιφυλάσσονται. Περιλαμβάνει, όμως, και όλες τις ανοίκειες φωνές, αυτές που καλούν τον πάσχοντα στην οριστική απόσχιση από την κοινωνία. Η ταύτιση είναι απόλυτη, ωστόσο, η Αριάδνη που συμπαραστέκεται λυγίζει πότε-πότε: «Εισρέει νερό από παντού./ (Ράγισε το τσιμέντο.)», («Κρατούσα Κληρονομικότητα, σ.31). Το ποιητικό υποκείμενο αλλάζει, ο λόγος δίνεται στο πάσχον μέλος, όσο αυτό αντιστέκεται στην ασθένεια: «Μαύρες φτερωτές μορφές/…δαίμονες/…κοσμώντας το κεφάλι/συνείδηση νεκρώνουν./ Επιμελώς πασχίζουν/στη σχιζοφρένεια να συρθώ». Στο τέλος: «Η διάγνωση; Διαταραγμένη θερμορύθμιση των νευρώνων». («Εκ του τάγματος δαιμόνων», σ.33). Δυσδιάκριτο το ποιον ακούμε εδώ: τον πάσχοντα ή την Αριάδνη; Η τελευταία αποποιείται την ταυτότητά της και προσπαθεί να καταλάβει. Η ταύτιση είναι πλέον απόλυτη.

Η παρατήρηση γίνεται συνήθως «Στην Πτέρυγα την Έκτη,/ στο Δαφνί/ επί ποινή ανυπαρξίας/ψυχές κουρέλια/ σκιαμαχούν παραπεταμένες». Και αλλού, στο ίδιο ποίημα: «Κάγκελα εμπρός τους, κάγκελα εντός τους». Το «Επισκεπτήριο» (σ.41), τίτλος ποιήματος, μα πάνω από όλα βασανιστικό: «Φωνές, σπρώξιμο, οιμωγές./Ξεσπά άγονη οργή». Σε άλλο σημείο εύλογη η απορία: «Άραγε, τι λογιών είναι τα άστρα τους/και ποια η δύναμή τους;» και καταλήγει: «Η ζωή εδώ έχει μεταμορφωθεί/σε αέναη καταδίωξη».

Από το «Επισκεπτήριο»(σ.41) και έπειτα βυθιζόμαστε στις κινήσεις και στις σκέψεις των ηρώων, στον κόσμο των αγγέλων: «Φρενήρης, το ξεχασμένο/ καρτοτηλέφωνο/αγγίζει με μανία,/τη χροιά αγαπημένων φωνών/αναζητεί που σώπασαν…/σέρνοντας τις πληγές της/στην πλάστιγγα της τρέλας», («Πού υπάρχουν άραγε ακόμη καρτοτηλέφωνα;», σ.43). Στα «Παράδοξα» (σ.45): «Στίχοι αναπάντεχα ρευστοί, τρελό συνταίριασμα αγγέλων και δαιμόνων», ενώ οι «Αγγελίνες» (σ.46) «Θρασομανούν στην ίριδα των ματιών». Τα στοιχεία της θάλασσας κατοικοεδρεύουν πια στον εγκέφαλο των πασχόντων: «Καρχαρίες ζώνουν το κεφάλι/κι αλαζονικά επάνω μου ξεσπούν».

Και ξαφνικά το κάδρο ανοίγει, για να χωρέσει κι άλλους ανθρώπους, γιατί η ζωή μας χωράει κι άλλους ανθρώπους, γιατί η ποίηση οφείλει, με βελούδινο πάντα γάντι να διασώσει όσα συμπληρώνουν μια ζωή. Έτσι, η ποίηση υπενθυμίζει τον αντάρτη που πέθανε στα 33 του χρόνια και «στον τάφο του/έλατο φύτρωσε/θρεμμένο με αίμα»//«Οι περαστικοί ρωτούν/για της βοτανικής το θαύμα/κανείς δεν απαντά» («Αγγελιαφόρος Άγγελος», σ.53). Η ποίηση σκύβει στοργικά πάνω στον ανοϊκό άνθρωπο: «Αλλόκοτη φιγούρα,/αλαφροπάτητη». Στη συνέχεια του ποιήματος «…το πατρικό της εμμονικά ζητά/χρόνια γκρεμισμένο», («Τρελοτεχνείον», σ.35). Στο ποίημα «Πέταλο αλόγου» (σ.58): «Μνήμες ανασαίνεις/σανό μυρίζουν και βρεγμένη γη».

Η ποίηση, τέλος, στέργει την ίδια την ποιητική φωνή. Κάποτε, αποκαλύπτει την εξάντλησή της: «Απόκαμα», /στ’ άψυχα μάτια σου βουλιάζω» («Συναγερμός», σ.67). «Κι οι ποιητές; /Μετεωρίζονται στη θλίψη/επιφορτίζονται την ενοχή». (Ποιήματα; σ.64). Κάποτε αποκαλύπτει τους ανεκπλήρωτους πόθους: «Οι κούκλες μου συντροφιά ονειρική/τα μοναδικά της ζωής παιδιά μου», ακούμε στο καρυωτακικού ύφους-σονέτο «Οι κούκλες» (σ.71). Πάντοτε, όμως, αποκαλύπτει τη γενναιότητα: «Κλείνω το μάτι στο σκότος/τον φόβο διώχνω…», («Χώμα τάφος», σ.66).

Η ποίηση της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου είναι γενναία, γιατί γενναίος είναι όποιος προχωρά, έχοντας επίγνωση του αντιτίμου που θα κληθεί να πληρώσει. Είναι τολμηρή, γιατί τολμά να σκύβει στοργικά σε θέματα-ταμπού και να αποκαλύπτει αυτά για τα οποία μια κοινωνία έμαθε να ντρέπεται και όσα έμαθε επιμελώς να συσκοτίζει. Η ποίηση της Ψυχογυιοπούλου, τέλος, είναι ποίηση, γιατί ανταποκρίνεται σε αυτό που έλεγε ο Σαίξπηρ: «Δεν είναι για τους λίγους, δεν είναι για τους πολλούς, είναι για τον καθένα ξεχωριστά».

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.