You are currently viewing Πηνελόπη Παπαϊωάννου: Το δηλητήριο της σφήκας

Πηνελόπη Παπαϊωάννου: Το δηλητήριο της σφήκας

Σχετικά με την παράσταση «Σφήκες», Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, Επίδαυρος 15/7/2023

 

Η κωμωδία του Αριστοφάνη «Σφήκες» διδάχθηκε στα Λήναια το 422 π.Χ., έναν χρόνο μετά από τη διδασκαλία της κωμωδίας «Νεφέλαι» διακωμωδώντας τον Σωκράτη και αποδίδοντάς του σοφιστικές μεθόδους φιλοσοφικής σκέψης. Αυτές τις φιλοσοφικές μεθόδους ο Αριστοφάνης θεώρησε ότι δεν τις κατάλαβε το κοινό, αφού του έδωσε το 3ο βραβείο. Γι’ αυτό στο έργο «Σφήκες», από τους πρώτους στίχους, ο Αριστοφάνης ανακοινώνει στους θεατές ότι θα δουν ένα έργο στα μέτρα της αντίληψής τους: «Ένα έξυπνο θα δείτε τώρα εργάκι/όχι πιο πάνω απ᾽ την αντίληψή σας/αλλ᾽ από κωμωδία χυδαία πιο άξιο» («ἀλλ᾽ ἔστιν ἡμῖν λογίδιον γνώμην ἔχον/ὑμῶν μὲν αὐτῶν οὐχὶ δεξιώτερον/κωμῳδίας δὲ φορτικῆς σοφώτερον», στ. 64-66, μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου). Το παράπονό του προς το κοινό διατυπώνει πιο αναλυτικά ο Αριστοφάνης στην Παράβαση του έργου (στ. 1009-1059) με τον επιδέξιο, παιγνιώδη τρόπο του.

Στο τέλος της παράστασης που παρουσιάστηκε στις 14 και 15 Ιουλίου στην Επίδαυρο με τίτλο «Σφήκες», η συγγραφέας και σκηνοθέτις Λένα Κιτσοπούλου, με ύφος αλάνθαστου παντογνώστη, στίχους πολυφορεμένης ραπ σε εκφορά παραληρηματική και με διάρκεια -κατά τη δήλωση της ίδιας- σκοπίμως κουραστική για το κοινό, απειλεί ότι κάθε αρνητική κριτική θα πρέπει να τη βάλουν εκεί που ξέρουν και ότι αν κάποιος διαφωνεί με την παράσταση ας κατέβει κάτω να τον γ… . Αυτή η βίαιη λεκτική επίθεση προφανώς δεν αποτελεί αναλογία με το παράπονο και τον λόγο του Αριστοφάνη. Η ραπ σκηνοθέτιδα  κατακρίνει προσβλητικά, χάρη στην εξουσία του συμβολαίου της με το Εθνικό Θέατρο, το οποίο και επικαλείται. Γίνεται η ίδια σφήκα, αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι καταγγέλλει.

«Σύγχρονη μεταγραφή» του ομότιτλου αριστοφανικού έργου είναι, σύμφωνα με το συναφές κείμενο της ιστοσελίδας του Εθνικού Θεάτρου, ό,τι παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο τιτλοφορούμενο ως «Σφήκες». Αν πρόκειται για «μεταγραφή», τότε χρειάζεται να τροποποιηθεί ο ορισμός της έννοιας στα λεξικά. Η μεταγραφή ορίζεται ως «γραπτή απόδοση λέξης ή κειμένου με άλλο αλφάβητο ή σύστημα γραφής από εκείνο του πρωτοτύπου» (Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας). Ούτε μεταγραφή ούτε απόδοση του κειμένου του έργου «Σφήκες» του Αριστοφάνη μπορεί να είναι μία παράσταση η οποία από το πρωτότυπο δεν έχει πάρει παρά μόνο την ιδέα του πατέρα που είναι «εξαρτημένος» από τη συμμετοχή σε δίκες και του γιού που τον έχει περιορίσει στο σπίτι για να τον απαλλάξει από την εξάρτησή του και να τον οδηγήσει σε μία άνετη, κοινωνική ζωή, μακριά από τα δικαστήρια. Πιο ακριβής, έντιμη και, επομένως, λιγότερο παραπλανητική, θα ήταν μία περιγραφή όπως: «παράσταση που ξεκινά με μία ιδέα από τη κωμωδία Σφήκες του Αριστοφάνη». «Σύγχρονη» πάντως δεν είναι καθόλου η ανάγκη καταστροφής ενός μνημειώδους έργου με την ελπίδα της οικειοποίησης, έστω μέρους, της φήμης του. Το έχουν κάνει εδώ και αρκετούς αιώνες πολλοί και διάφοροι, όπως ο, άγνωστος τότε, Ηρόστρατος, που πυρπόλησε, σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά, ΙΔ΄, 1.22 ), το 356 π.Χ. τον ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, για να απαθανατιστεί, όπως ο ίδιος είπε, το όνομα του.

Στο έργο του Αριστοφάνη, η «αλλόκοτος νόσος» του «πατέρα», δηλαδή το αρρωστημένο έθος του να δικάζει καταδικάζοντας στο λαϊκό δικαστήριο, βασικό θεσμό του δημοκρατικού πολιτεύματος που κινδύνευε να εκπέσει σε πεδίο άσκησης της περίφημης δικομανίας και συκοφαντίας των Αθηναίων, αντιμετωπίζεται με επίμονη διάθεση «θεραπείας» από τον γιο, μέχρι που ο χορός των δικαστών-σφηκών πείθεται από τα επιχειρήματα του γιου και ο ηλικιωμένος δικαστής οδηγείται σε έναν κοσμικό αλλά και έκλυτο τρόπο ζωής. Αυτός περίπου είναι ο αφηγηματικός καμβάς για την ανάπτυξη των κωμικών ευρημάτων στο έργο του Αριστοφάνη.

Στην παράσταση της Κιτσοπούλου παρουσιάζεται ο γιος να υποβάλλει τον πατέρα σε βίαιη, αιματηρή, με τρομακτικές κραυγές, αποτρίχωση των γεννητικών οργάνων για να κατασκευάσει με τις τρίχες μία βαριά βελέντζα με την οποία περιφέρεται μέχρι το τέλος. Το όνομα γνωστού δικηγόρου με διψήφιο όνομα άδεται, υποτίθεται σκωπτικά, με τη μουσική λαϊκού σμυρναίικου τραγουδιού («Όλο Τάδε, Τάδε Τάδε, τον βαρέθηκα…»), όπως θα ακουγόταν σε επιθεώρηση ευτελών μέσων και πενιχρής έμπνευσης. Το έργο υποτίθεται ότι καταγγέλλει τους κατακριτές, π.χ. όσους πιθανόν ισχυρίζονται ότι η Κυψέλη «τώρα μαύρισε, ενώ εκεί κατοικούσαν καλές οικογένειες» (με την γκροτέσκ φιγούρα ενός πανύψηλου έγχρωμου μπασκετμπολίστα να διασχίζει τη σκηνή, παραπέμποντας στην υποτιθέμενη αποστομωτική «απάντηση» σε τέτοιους ισχυρισμούς, δηλαδή στην περίπτωση του Αντετοκούμπο). Ωστόσο, το έργο γίνεται το ίδιο κατακριτικό σε πρόσωπα και φορείς τα οποία φαίνεται ότι με κάποιον τρόπο έχουν ενοχλήσει την Κιτσοπούλου. Ακούστηκαν απορριπτικές αναφορές π.χ. στον Σπύρο Μπιμπίλα, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο που συνιστά προσοχή με τα αποτσίγαρα στον αρχαιολογικό χώρο (προφανώς και επειδή το Συμβούλιο συνεδρίασε για ειδική άδεια ως προς τη χρήση της επτάμετρης μπασκέτας, δίκην σκηνικού, η οποία τελικά δεν δικαιολογούσε τη δραματουργική λειτουργία της).

Χαρακτηριστική επιλογή για το ήθος αυτής της παράστασης είναι η αναπαράσταση φόνων σε υποτίθεται σκληρές σκηνές, με την επιδεικτική ρίψη στο θύμα αίματος από κουβά, ενώ δηλώνεται καταγγελία στο έθος του αρχαίου θεάτρου να μην αναπαριστώνται φόνοι και κηλίδες αίματος επί σκηνής (τα νεκρά σώματα, όπου χρειαζόταν να εμφανιστούν, έβγαιναν στην σκηνή με το «εκκύκλημα», τροχήλατη εξέδρα, όπως το σώμα του Ιππολύτου στην τελευταία σκηνή της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη). Με αυτό το «πείσμα» να παρασταθούν βίαιες εκτελέσεις με εμφατική την εικόνα του πηχτού αίματος (σαν τα θυμωμένα παιδιά που κάνουν ακριβώς το αντίθετο από την υπόδειξη των μεγάλων), πέρα από την επιφανειακή καταγγελία της επιφύλαξης για τη σκηνική παρουσίαση τέτοιων συμβάντων, απορρίπτεται η λειτουργία της «αιδούς», της ντροπής με την έννοια του σεβασμού, η οποία χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της εποχής του αρχαίου θεάτρου.

Επίθεση εξαπολύεται και σε μία σειρά σύγχρονων θεσμών και συρμών: οι μάγειροι που χρησιμοποιούν εμφατικά ελληνική χλωρίδα, η αστυνομία που παρουσιάζεται με τεράστια υπηρεσιακά καπέλα -σαν αποκριάτικα- να επεμβαίνει επιλεκτικά, η αντιμετώπιση των βιασμών και των καταγγελιών τους (με αναπαράσταση βιασμού επί σκηνής), η αντιμετώπιση του γάμου των ομοφυλόφιλων και των σεξουαλικών διαστροφών (με αναπαράσταση κτηνοβασίας επί σκηνής), η διαδικασία της εκλογής αντιπροσώπων (π.χ. δημοτικών, εθνικών εκλογών), η συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων. Από την, υποτιθέμενη, καταγγελτική προσπάθεια δεν ξέφυγε ούτε το ίδιο το θέατρο, αφού ο, συνήθως δεκαπενταμελής, χορός συρρικνώθηκε σε έναν ηθοποιό, ο οποίος συστήθηκε ως «Σφήκας» φορώντας πρόχειρη κίτρινη μπλούζα και μαύρο παντελόνι παραπέμποντας μάλλον ειρωνικά στα έξοχα κοστούμια του Γώργου Βακαλό της πρώτης νεωτερικής παράστασης της κωμωδίας Σφήκες (Εθνικό Θέατρο, 1963, σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου, με τον Χριστόφορο Νέζερ και τον Στέλιο Βόκοβιτς στους κεντρικούς ρόλους). Αντικείμενο γελοιοποίησης υποτίθεται ότι γίνεται και το σύγχρονο «θέατρο συνόλου», με μία μικρή ομάδα ηθοποιών να απαγγέλουν ότι όλοι μαζί ονομάζονται Θανάσης -κάτι θυμίζει αυτό το «αστείο» από τα μαθητικά χρόνια, με αποτέλεσμα η δήθεν γελοιοποίηση να φαίνεται τόσο γελοία. Όλα αυτά και μερικά άλλα, κομμάτια και αποσπάσματα, σαν κακοραμμένα σκετσάκια, χωρίς ειρμό, αφηγηματικό νήμα, χωρίς «έξοδο», διέξοδο, χωρίς λύση και λύτρωση.

Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη στην εποχή τους ήταν ευφρόσυνα θεάματα, που ενσωμάτωναν κοινωνική κριτική και βδελύσσονταν πρόσωπα και συνθήκες της επικαιρότητας αναπτύσσοντας την αφήγηση με ευρηματικό τρόπο, θεματοποιούσαν τις συναφείς έννοιες (π.χ. με ονόματα Φιλοκλέων, Βδελυκλέων), χωρίς να θυματοποιούν το κοινό, έργα σαφώς «πιο άξια από κωμωδία χυδαία».

Όσο και αν δεν περιμένουμε από κάθε κατά δήλωση καλλιτεχνικό θέαμα την τέχνη των δημιουργών όπως του Χίτσκοκ που καθηλώνει τους θεατές στην αγωνία και την ανατροπή χωρίς ίχνος αίματος ή βίας, είναι μεγάλη απογοήτευση το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή η χρήση κραυγαλέων μέσων χωρίς αντίκρισμα σε περιεχόμενο. Πόσο μάλλον όταν τα μέσα είναι τσιριχτές φωνές, γορίλας που περιφέρεται και, γενικά καρικατούρες απευθυνόμενες στο κοινό με την υποδήλωση «Το καταλαβαίνετε ή να το κάνω πιο χονδροειδές για να το χωρέσει το συντηρητικό, ρατσιστικό κεφάλι σας;». Φωτεινή νησίδα στον ζόφο και τη θλίψη αυτής της παράστασης ήταν η μουσική του Νίκου Κυπουργού με τους εξαιρετικούς μουσικούς επί σκηνής, καθώς και η ερμηνεία του Νίκου Καραθάνου στον ρόλο του σεφ, χωρίς μανιερισμούς και καμώματα.

Η συμπεριφορά «Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…», η οποία υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία μας και την οποία υποτίθεται ότι στηλιτεύει η σκηνοθέτιδα της εν λόγω παράστασης, σύμφωνα με τη δική της διατύπωση και αντίληψη, είναι ανάλογη με το φαινόμενο «καταστρέφω άρα υπάρχω» που εκδηλώνεται στην παράσταση. Είναι τόσο εύκολη και κοινότοπη η καταστροφή. Το απαιτητικό ζητούμενο είναι να προτείνεις, να χτίσεις, να θεραπεύσεις. Να κάνεις το θέατρο «σχολείο», όχι κουρελού από τρίχες όρχεων προβάλλοντας οδυνηρούς, δυστοπικούς εσωτερικούς κόσμους σε παράσταση κακεντρεχή, εχθροπαθή πρώτα προς τον εαυτό της, εφόσον γίνεται επιθετικός, προσβλητικός τιμητής κάνοντας ακριβώς αυτό που υποτίθεται ότι καταγγέλλει.

Τα τελευταία χρόνια έχουμε ξεκινήσει πολλές φορές να δούμε παράσταση κλασικού θεάτρου στην Επίδαυρο, αλλά αυτό που βλέπουμε είναι λογιών λογιών επινοήσεις στο όνομα των κλασικών ποιητών, με φιλοδοξίες «ανατροπής», «φρέσκιας ματιάς» κ.ο.κ. Όντως κάθε εποχή θέτει τα δικά της ερωτήματα στα αρχαία κείμενα. Αυτά δεν λειτουργούν με όρους κειμηλίων που τα λιβανίζουμε, αλλά δίνουν κάθε φορά ουσιαστικές, δυναμικές, απαντήσεις, γι’ αυτό είναι κλασικά. Μπορούμε να βρούμε απαντήσεις που μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους σήμερα; Εδώ σας θέλω. Οι χώροι των αρχαίων θεάτρων, καθαγιασμένοι από σεβάσμιες τελετές, έχουν γνωρίσει και θεάματα μονομαχιών και άλλων βαρβαρισμών. Κάθε εποχή και το θέατρό της. Ο χρόνος έχει καλύψει στη σκόνη και τη σιωπή ό,τι δεν αξίζει να διασωθεί, ό,τι δεν υποστηρίζει τη ζωή και την ανάπτυξή της.

Την εποχή του Αριστοφάνη λειτουργούσε ο θεσμός της «δοκιμασίας», δηλαδή της λογοδοσίας των αρχόντων της πολιτείας για την υπηρεσία τους στον δήμο και τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Πώς θα λογοδοτήσει το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τουλάχιστον στους Έλληνες θεατές και τους ξένους τουρίστες που ξεκίνησαν μέσα στον καύσωνα με τα παιδιά τους να δουν έργο του Αριστοφάνη και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το θέατρό ήδη από τα πρώτα λεπτά της παράστασης;

Αθήνα 17 Ιουλίου 2023,

 

 

Πηνελόπη Παπαϊωάννου, φιλόλογος ΜΑ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.