«Βιβλίο της ψυχής, της μνήμης, της αγάπης και της νοσταλγίας» χαρακτηρίζει η Ανθούλα Δανιήλ το πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Οι αξέχαστοι φίλοι μου» (2023, εκδ. Νίκας), υπογραμμίζοντας ότι δεν είναι πένθιμο. Και όμως, αναφέρεται σε οδυνηρές απώλειες. Ο θάνατος συνδέει και τα 24 πορτρέτα που φιλοτεχνεί με λόγο χειμαρρώδη, άμεσο, συγχρόνως ποιητικό και στοχαστικό, προ πάντων εγκάρδιο, βαθιά συγκινητικό.
Η ιστορία ενός βίαιου θανάτου αποτελεί το α΄ μέρος του βιβλίου. Το «φονικό» αναφέρεται στη δολοφονία του Αθανάσιου Αθανασόπουλου, εργολάβου του ιστορικού 7ου Λυκείου (Γυμνασίου τότε) Αθηνών στο Παγκράτι και λειτουργεί ως πρελούδιο του β΄ μέρους με προσωπογραφίες εννέα εκπαιδευτικών αυτού του σχολείου και συναδέλφων της Ανθούλας Δανιήλ για περίπου μιάμιση δεκαετία.
Και ιδού στη σκηνή της μνήμης, κατά σειρά εμφανίσεως στο βιβλίο, πρώτα η πολυταξιδεμένη Βιβή Νοτοπούλου, με το ναυτικό λεξιλόγιο, το πρωτόκολλο των δεξιώσεων και τα εδέσματα – «αγλάισμα των οφθαλμών», που «βιάστηκε να φύγει» και «δεν περνάει απ’ τον δρόμο μου όπως παλιά». Η επίσης κοσμογυρισμένη Νέλη Ρήγου, «πολύπλευρο πνεύμα», μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (ΠΕΦ), συνομιλούσε με την Ανθούλα με στίχους του Ελύτη, συνάδελφος από άλλο σχολείο και ηγερία του συζύγου της Μιλτιάδη που υπηρετούσε στο 7ο και διατηρούσε, ως φυσικός, εργαστήριο στον φιλόξενο εξοχικό κήπο του, κατασκευάζοντας διάφορα ρολόγια που τα χάριζε, αλλά τώρα, τικ τακ, «δίνουν τον ρυθμό στα κουπιά του βαρκάρη στη γαλάζια αιωνιότητα που την πήρε». Ο Θόδωρος Ρεντούμης «αστέρι στα Μαθηματικά» και «σταρ σε όλα του», «αερικό στον χορό» με τα πολυτελή πουκάμισα, με τους μαθητές του να πετυχαίνουν στις σχολές της πρώτης επιλογής τους και μαθήτρια που ερχόταν από τα Γιάννενα τις Κυριακές για το μάθημά του, άρχισε σύντομα «την αναμέτρηση στα μαρμαρένια αλώνια». Ο Δημήτρης Σκλαβενίτης, μετέπειτα σχολικός σύμβουλος και γραμματέας της; ΠΕΦ και, μεταξύ άλλων, μελετητής της ποίησης του Νάνου Βαλαωρίτη, «έκανε το μακρύ ταξίδι της ζωής όπως είχε προτρέψει και ευχηθεί ο Καβάφης» και μια μέρα «απότομα επιβιβάστηκε στη βάρκα του και κατέβηκε το ποτάμι του καιρού του για την Αχερουσία». Ο Θεοδόσης Τζιαφέτας, φιλόλογος «αστέρι της Πλειάδας» του σχολείου, που, όταν αφυπηρέτησε, απέδειξε ότι «μπορούσε να υπηρετεί τις μούσες και της τραγωδίας και της λυρικής ποίησης» γράφοντας ποίηση – διαχείριση θανάτου, έναν πρόσφατο σκληρό (κατά τον Έλιοτ) Απρίλη «παρέδωσε το σώμα του στο μαλακό χώμα της Δεσκάτης» (της πατρίδας του) «όντας ένα από τα ναυάγιά του», όπως αυτά δηλαδή που πραγματεύτηκε στο ομότιτλο ποίημά του. Ο Γιάννης Γεωργίου, με το αθλητικό παράστημα και το μοντέρνο ντύσιμο, τραγουδιστής, χορευτής και το αστέρι της Φυσικής του σχολείου, «τα πρόλαβε όλα τέλεια και τα κατάφερε», μαθήματα, φίλους, παιδιά, εγγόνια και άφησε πριν λίγους μήνες «τον ήχο της κυπριακής του λαλιάς στον αέρα του Παγκρατίου. Το ζεύγος του Γιώργου Μαντάλα και της Ειρήνης Δραγκιώτου (Μαθηματικού και φιλολόγου Γαλλικής αντιστοίχως), ομόψυχοι, ομόγλωσσοι και ομού μαχητικοί, διέλυσε το «ομού» του με την «ανυπόμονη καρδιά εκείνου». Ο Παναγιώτης Βουδούρης, ο άλλος Μαθηματικός του σχολείου, αμφιδέξιος, γράφοντας τις εξισώσεις του στον πίνακα και με τα δύο χέρια εναλλάξ, ειρηνικός, αφοσιωμένος στο έργο του και για αυτό μακριά από διεκδικήσεις σχολικών τμημάτων, έρχεται σε έντονη αντίθεση με «την αιφνιδιαστική και οδυνηρή έκπληξη που έκανε η ζωή στην οικογένειά του». Τέλος, η πιο πρόσφατη απώλεια, ο ευπροσήγορος, γλυκομίλητος και ενσυναισθητικός θεολόγος Γιάννης Γκόνης κάνει να φαίνεται τόσο αταίριαστη η «πρόχειρη σχεδία που του δόθηκε για το ταξίδι της ζωής». Αυτά τα ονόματα πραγματικών ανθρώπων ο αναγνώστης δεν θα συναντήσει παρά μόνο εδώ, αποθησαυρισμένα και μνημειωμένα σαν αφιερώματα στο ιερό ξωκλήσι της καρδιάς, όπως το «ερημοκλήσι αλαργινό» του Νίκου Γκάτσου.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται σε λογοτέχνες και καλλιτέχνες που γνώρισε και συναναστράφηκε η Ανθούλα Δανιήλ, όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Νίκος Κούνδουρος. Κάθε αναφορά αποτελεί μικρή πραγματεία για το έργο τους, η οποία θα μπορούσε, από την άποψη της αναλυτικής δύναμης και της τεκμηρίωσης, και να είναι ανακοίνωση σε συνέδριο, συμμετοχή σε συλλογικό τόμο. Συγχρόνως, αποκαλύπτονται συναρτήσεις της Ανθούλας Δανιήλ με αυτές τις φυσιογνωμίες, οι εκατέρωθεν συνεισφορές στην ανάπτυξή τους, ενίοτε αμοιβαίες. Ωστόσο, αυτό που νοηματοδοτεί τις συγκεκριμένες αναφορές είναι η θέρμη του λόγου, η ανάδειξη στοιχείων του χαρακτήρα, περιστατικών της ζωής, γνωρίσματα του έργου, έτσι ώστε ο αναγνώστης νιώθει τον ψυχοδιανοητικό παλμό κάθε προσωπικότητας και κατανοεί τη θέση της στον ναό των Αγίων Πάντων των Γραμμάτων.
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου γίνεται πάλι πιο προσωπικό. Χαμηλώνουν τα φώτα της σκηνής σε αυτό το θέατρο της μνήμης και ο προβολέας εστιάζεται σε δύο θείους. Έπειτα, η σκηνή καταυγάζεται και τη διατρέχουν με κίνηση ρόδας δύο ανηψιές-εγγονές, οι Ηλιαχτίδες Έρσι και Ίφι. Ο χρόνος που πέρασε και ο χρόνος που ξαναγγενήθηκε. Ο χρόνος ο αληθινός είναι οι άνθρωποι.
Οι θείοι είναι θεοί στα μάτια του μικρού παιδιού, όταν έχουν ιδιότητες σαν του θείου Τάκη, «ιππότη της ασφάλτου» με τη σύζυγό του Ελένη που μετέτρεψε το σαλόνι της σε αίθουσα διδασκαλίας για το χαρτζιλίκι της φοιτήτριας Ανθούλας, καθώς και σαν του άλλου ξένοιαστου καβαλάρη, του θείου Χρήστου. Για την Ανθούλα η μηχανή του ήταν καραβέλα που σαλπάρει για νέους κόσμους με ιστίο το πουκάμισό του, φουσκωμένο από τον αέρα και ο ίδιος Γιώργος Φούντας, Νίκος Κούρκουλος και Τζέιμς Ντιν συγχρόνως, με «το πλεόνασμα ψυχής και τα φτερά αγγέλου». Μάλλον μ’ αυτά «φτερούγισε για τον απάνω κόσμο», αφήνοντας την αστραφτερή μηχανή με την οποία εικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Και ποιο είναι το θέμα του βιβλίου; Οι αξέχαστοι φίλοι είναι οι πρωταγωνιστές. Οι «ήρωες που ζούσαν πλάι μας» (σ. 138) και τώρα πέρασαν στα «σκοτεινά μεγάλα μέρη», «στη χοάνη του αχανούς» (σ. 78), στην «πέρα χώρα του μνημονικού» (σ.11), «στη ζωή μετά τη ζωή» (σ.71), «πέρα από το φράγμα του καιρού» (σ. 83), «σαν φυσαρμόνικες που άνοιξαν για μερικές νότες και ξανάκλεισαν» (σ. 121), «σέρνοντας τον χορό των Χοηφόρων» (σ. 49), έκαναν «το ταξίδι του κότσυφα του κατάμαυρου του κερομύτη» και έφθασαν στην Ιθάκη (σ. 59), τον αληθινό τελικό προορισμό. Μήπως λοιπόν το θέμα είναι ο θάνατος, «η πρώτη αλήθεια», «το αθέατο», «το ολοταχώς επερχόμενον», στον οποίο η Ανθούλα Δανιήλ αναφέρεται με αυτές τις φράσεις από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη (σ. 60, 41, 57 αντιστοίχως);
«Και αν σου μιλάω για θάνατο στο νου μου έχω την αγάπη» τονίζει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Και είναι τόσο προφανές ότι το βιβλίο είναι απαύγασμα αγάπης. Τους αξέχαστους φίλους της ακόμη τους «βλέπει και «ακούει» στα μέρη που τους έζησε, με τις γνώριμες κινήσεις και τα χαρακτηριστικά λόγια τους, επειδή τους αγάπησε και γι’ αυτό τους ευγνωμονεί. Τους δεξιώνεται στη μνήμη της, όχι σαν αναπόληση, αλλά ως περιουσιακό στοιχείο, πολιτισμικό κεφάλαιο, συμβολή στη διαμόρφωση αυτού που είναι η ίδια, μέσα από μία επικοινωνία που λειτουργεί ακόμη, όσο η ίδια νιώθει ότι την καλούν να γράψει για αυτούς, να τους μνημειώσει.
Η ευγνωμοσύνη είναι σπάνιος τρόπος να ζει κανείς. Κορυφαίο ζητούμενο σύμφωνα με τους ειδικούς της ψυχικής υγείας. Η Ανθούλα Δανιήλ έχει το χάρισμα να ευγνωμονεί τη ζωή για τους σημαίνοντες ανθρώπους που της φέρνει και για ό,τι αξιόλογο της προσφέρει. Είναι σε θέση να βλέπει το Αγαθό, επειδή η ίδια το έχει κατακτήσει, σύμφωνα με τον Πλωτίνο. Για αυτό αγαπά βαθιά και γενναιόδωρα. Για αυτό γράφει τόσο μεστά, καίρια, διακειμενικά, πολυσήμαντα, συγκινητικά, διδακτικά και παραδειγματικά κείμενα και βιβλία. Το μικρό της μυστικό «σ’ αγαπώ», ταυτίζεται με το μυστικό του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος μάλιστα στις 28 Νοεμβρίου 1972, στη γειτονιά του Παγκρατίου, αφιέρωσε τον «Μεγάλο Ερωτικό» στους φίλους του. Κατ’ αναλογία, η Ανθούλα Δανιήλ ολοκληρώνει τη συγγραφή του βιβλίου «Οι Αξέχαστοι φίλοι μου» ακριβώς μισόν αιώνα μετά, στις 28 Νοεμβρίου 2022, από αγάπη και στους ποιητές, που νοηματοδοτούν τις συμμετρίες των αριθμών και τους κύκλους του χρόνου.
Ιούλιος 2023
Πηνελόπη Παπαϊωάννου, φιλόλογος Μ.Α.