You are currently viewing ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ  Ἄγις καὶ Κλεομένης  58,16 – 59,12. Μτφ. Γεωργία Παπαδάκη

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ  Ἄγις καὶ Κλεομένης  58,16 – 59,12. Μτφ. Γεωργία Παπαδάκη

 

Δύο Σπαρτιάτισσες πρότυπο του ήθους, της αρετής και του υπερήφανου σθένους των γυναικών της Σπάρτης.

 

Σχ. 1

Όταν κέντησε και τον Κλεομένη στον αστράγαλο και είδε ότι έστρεψε το πρόσωπό του, τον φίλησε και ύστερα κάθισε κοντά του· και όταν πλέον έφθασε το τέλος εκείνου, αγκάλιασε τον νεκρό και σφάχτηκε επάνω του.

[…]

Όταν η είδηση του θανάτου διαδόθηκε σ’ όλη την πόλη, η μεν Κρατησίκλεια, μόλο που ήταν γενναία γυναίκα,  έχασε το θάρρος της μπροστά στο μέγεθος της συμφοράς και αγκαλιάζοντας τα παιδιά τού Κλεομένη θρηνολογούσε κι οδυρόταν. Το δε μεγαλύτερο από τα παιδιά, χωρίς κανείς να το περιμένει, πήδησε από τη στέγη και ρίχτηκε με το κεφάλι κάτω· και είναι αλήθεια, κτύπησε σοβαρά, όμως δεν πέθανε, αλλά το σήκωσαν, ενώ φώναζε κι αγανακτούσε που το εμπόδισαν να σκοτωθεί. Από την άλλη, ο Πτολεμαίος, μόλις τα έμαθε αυτά, διέταξε το μεν σώμα τού Κλεομένη, αφού το κλείσουν μέσα σε δέρμα, να το κρεμάσουν, τα δε παιδιά να τα σκοτώσουν, όπως και τη μητέρα και τις γυναίκες που είχε γύρω της. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η γυναίκα τού Παντέα, ωραιοτάτη και εξαιρετικά ευγενής φύση. Επιπλέον, αυτούς2 η συμφορά τούς βρήκε όταν ήταν νιόπαντροι, πάνω στην ακμή τού έρωτά τους. Και ενώ λοιπόν αυτή ήθελε αμέσως να φύγει πλέοντας μαζί με τον Παντέα, οι γονείς της δεν την άφησαν, αλλά με τη βία την κλείδωσαν και τη φύλαγαν· όμως λίγο αργότερα, αφού βρήκε ένα άλογο κι ένα μικρό χρηματικό ποσό, δραπέτευσε πριν νυχτώσει πολύ και πιέζοντας το άλογο με αμείωτη ένταση έφτασε στο Ταίναρο και από εκεί επιβιβάστηκε σ’ ένα πλοίο που έπλεε για Αίγυπτο· έτσι, έφτασε στον άντρα της και έζησε μέχρι τέλους μαζί του σε ξένο τόπο ζωή χωρίς λύπες και μέσα στη χαρά. Αυτή τότε κρατούσε την Κρατησίκλεια από το χέρι και την οδηγούσε, καθώς την έβγαζαν έξω οι στρατιώτες, και σήκωνε τον πέπλο της και την παρακινούσε να έχει θάρρος, μολονότι ούτε αυτήν καθόλου δεν την τρόμαζε ο θάνατος, μόνο ζητούσε ένα πράγμα, να πεθάνει πριν από τα παιδιά. Και όταν ήρθαν στον τόπο όπου ήταν συνήθειο αυτά3 να τα κάνουν οι υπηρέτες, πρώτα έσφαξαν τα παιδιά μπροστά στα μάτια τής Κρατησίκλειας και κατόπιν εκείνη, που ένα, ετούτο μόνο φώναξε για τις τέτοιου μεγέθους συμφορές: « Ω παιδιά μου, πού πήγατε;». Και η γυναίκα τού Παντέα, αφού ζώστηκε το ιμάτιό της, γεροδεμένη καθώς ήταν και μεγαλόσωμη, σιωπηλά και ήσυχα περιποιόταν καθεμιά από τις γυναίκες που φονεύονταν και την κάλυπτε με ό,τι ήταν δυνατόν [να βρεθεί]. Τέλος, μετά από όλες τις γυναίκες, αφού ετοίμασε τον εαυτό της και κατέβασε το ρούχο της και χωρίς να αφήσει κανέναν άλλον να την πλησιάσει και να την αγγίξει παρά μόνον τον ορισμένο για τη σφαγή, ηρωικά τερμάτισε τη ζωή της, χωρίς να ζητήσει από κανέναν να την περιποιηθεί και να την καλύψει μετά τον θάνατό της. Με αυτόν τον τρόπο παρέμεινε και στον θάνατο η κοσμιότητα της ψυχής της και διαφύλαξε αυτή που όσο ζούσε την περιέβαλλε ως φρουρά τού σώματός της.

Jean-Jacues- François Le Barbier  (1738-1826) ” Μία Σπαρτιάτισσα δίνει την ασπίδα στον γιο της”

 

 

1)Η Σπάρτη στα μέσα του 3ου αι. π. Χ. βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ακτήμονες, πολιτικά δικαιώματα είχαν μόνο 700 και από αυτούς μόνο 100 είχαν περιουσία. Επικρατούσε μεγάλη δυστυχία, την οποία θέλησε να διορθώσει ο ΄Αγις Δ΄ που διετέλεσε βασιλιάς από το 244 ώς το 240 π. Χ. Κατάργησε τα χρέη, διένειμε εκ νέου τη γη και χορήγησε το δικαίωμα του Σπαρτιάτη πολίτη σε πολλούς περιοίκους. Οι μεταρρυθμίσεις του αυτές συνάντησαν μεγάλη αντίδραση από τους πέντε Εφόρους, που είχαν μεγάλη δύναμη στην πολιτεία των Λακεδαιμονίων, και από τους πλούσιους, θανατώθηκε και οι μεταρρυθμίσεις του ανατράπηκαν.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 235 ανέβηκε στον θρόνο ο εικοσιπεντάχρονος  Κλεομένης Γ΄ (269-219 π. Χ.), ο οποίος είχε θέσει ως σκοπό της ζωής του να πραγματοποιήσει τις ριζικές μεταρρυθμίσεις τού ΄Αγιδος, που θα έδιναν στην πατρίδα του την αρχαία της ακμή. Εμπόδιο στα σχέδια του Κλεομένη δημιούργησαν πάλι οι ΄Εφοροι, οι οποίοι υποπτεύονταν ότι οι μεταρρυθμίσεις  θα έβλαπταν τα συμφέροντά τους. Η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε τον Κλεομένη να τους σκοτώσει και να εξορίσει 80 μεγαλοκτηματίες.  ΄Εχοντας πλέον σταθεροποιήσει τη θέση του, άρχισε να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις, που για την εποχή εκείνη αποτελούσαν πραγματική κοινωνική επανάσταση. Το σπουδαιότερο υπήρξε η πολιτική μεταβολή που επέφερε, καταργώντας τη γερουσία και διευρύνοντας τις αρμοδιότητες του βασιλιά.

Συγχρόνως, βλέποντας τον κίνδυνο από την πρόοδο της Αχαϊκής συμπολιτείας ήρθε σε ρήξη μαζί της. Σε επανειλημμένες συγκρούσεις νίκησε τον ΄Αρατο, τη μεγάλη πολιτική και στρατιωτική φυσιογνωμία και αρχηγό τής Αχαϊκής συμπολιτείας, που περιήλθε σε δύσκολη θέση και κάλεσε σε βοήθεια τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Δώσωνα, στον οποίο ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον πόλεμο κατά του Κλεομένη. Ο Αντίγονος εισήλθε στην Πελοπόννησο και έφθασε να απειλεί τη Λακεδαίμονα. Ο Κλεομένης τότε στράφηκε για υποστήριξη στον βασιλιά τής Αιγύπτου Πτολεμαίο Γ΄ τον Ευεργέτη, ο οποίος συγκατατέθηκε να τον στηρίξει, αλλά ζήτησε να του παραδοθούν ως όμηροι η μητέρα τού Κλεομένη Κρατησίκλεια και τα παιδιά του.

Στη μάχη που δόθηκε στη Σιλεσία το 222 π. Χ., ο Αντίγονος πέτυχε να ηττηθούν οι Σπαρτιάτες κατά κράτος και να εισέλθει νικητής στη Σπάρτη. ΄Ηταν η πρώτη φορά που στη μακρά ιστορία της ηρωικής πόλης εχθρός εισερχόταν σ’ αυτήν νικητής. Οι Σπαρτιάτες υποχρεώθηκαν να συμμαχήσουν με τον Αντίγονο, οι μεταρρυθμίσεις τού Κλεομένη καταργήθηκαν, αποκαταστάθηκε το παλαιό πολίτευμα χωρίς βασιλείς, και ο Κλεομένης με έναν αριθμό φίλων του κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου βρισκόταν η οικογένειά του.

Αλλά ο Πτολεμαίος πέθανε, και ο διάδοχός του, Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτορας, όχι μόνο αρνήθηκε να βοηθήσει τον Κλεομένη, αλλά και τον φυλάκισε. Το 219 ο Κλεομένης και οι πιστοί του Σπαρτιάτες επεχείρησαν να ελευθερωθούν, αλλά απέτυχαν και πριν συλληφθούν και εκτελεστούν αυτοκτόνησαν όλοι εκτός από τον Παντέα, που ο βασιλιάς αγαπούσε πολύ και από τον οποίο ζήτησε να αυτοκτονήσει, μόνο όταν δει αυτόν και τους άλλους να είναι νεκροί. Ο Παντεύς, όταν όλοι πλέον κείτονταν νεκροί, πήγαινε πάνω από τον καθένα και αγγίζοντάς τον με ένα μικρό ξίφος ήθελε να διαπιστώσει μήπως χωρίς να το έχει αντιληφθεί ήταν κάποιος ζωντανός.

Ακολουθεί η συνέχεια της συγκλονιστικής αφήγησης του Πλουτάρχου στο μεταφρασμένο χωρίο που παραθέτουμε.

2)Ο λόγος για τον Παντέα και τη γυναίκα του.

3)Εννοούνται οι εκτελέσεις.

 

  (Στην χαρακτηριστική εικόνα: Του ιδίου ζωγράφου  ” Το θάρρος των  γυναικών τής Σπάρτης”.)

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.