Όνειρο – πραγματικότητα. Αυτές τις δύο συνιστώσες προβάλλει στο πρώτο μυθιστόρημά της, Στον κόσμο των ονείρων, η Κατερίνα Δουκάκη, εξερευνώντας τα όριά τους χωρίς ποτέ να δίνει την αίσθηση του τέλους. Κι αυτό, μέσα από μια διαστρωμάτωση γεγονότων που ενοποιούμενα στον χώρο και στον χρόνο αφήνουν το χνάρι τους στο σώμα της μνήμης.
Έμπνευσή της, δηλώνει η ίδια η συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου, η πολυτάραχη και τραγική ζωή της Σπετσιώτισσας ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα, όπως την πρωτοσυναντά στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, Ελένη ή ο κανένας, καθώς και το υπέροχο αρχοντικό της στις Σπέτσες όπου πεθαίνει σχεδόν ξεχασμένη.
Η δομή του βιβλίου Στον κόσμο των ονείρων απαρτίζεται από δύο μέρη, εφαπτόμενα και συνάμα αντιστικτικά. Το πρώτο μέρος φέρει το τίτλο «Οι τελευταίες ημέρες της Μπιάνκα Αλταμούρα», το δεύτερο «Αλεσάντρο και Σοφία». Με τη σειρά τους, αυτά τα δύο μέρη σπάνε έντεχνα σε μικρές ενότητες που βοηθούν την ανάγνωση εγκλείοντας προσωπικές ιστορίες και εσωτερικές περιπέτειες σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο.
Εδώ η συγγραφέας, με τη γραφή της να μεταφέρει αισθήσεις και αισθήματα σε ένα ψυχολογικό τοπίο που λειτουργεί ως φόντο σε μια ρέουσα αφήγηση, στήνει έναν κόσμο από ανθρώπινες δοκιμασίες, οικογενειακά μυστικά και εύθραυστες σχέσεις, που μόνο η σύγκρουση με την πραγματικότητα μπορεί να εκφράσει ή να εξωθήσει προς την ανατροπή. Κοινός παρανομαστής των προσώπων ένα αδιόρατο, και κάποτε απόλυτα ορατό, πέπλο μελαγχολίας , καθώς και η επιθυμία τους να δραπετεύσουν, με την αρωγή του ονείρου, από έναν κόσμο που μοιάζει να μην τα ενδιαφέρει. Κοινή αφετηρία, αν και ερχόμενα από άλλη κατεύθυνση το καθένα, το σπίτι της Ελένης, όπως το ζωγράφισε ο μικρότερος γιος της.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η Μπιάνκα και ο γιος της Αλεσάντρο στη Νάπολη, και η Σοφία στην Αθήνα, ονειρεύονται το σπίτι της Ελένης στις Σπέτσες όπως το ζωγράφισε ο μικρότερος γιος της. Ως φανταστικοί απόγονοί της, μπλεγμένοι στο δίχτυ του ίδιου ονείρου, ξετυλίγουν τις ιδέες τους, τα οράματά τους, τους αγώνες τους, τις ελπίδες τους, τους έρωτές τους. Πολιτική, επιστήμη και τέχνη πρωταγωνιστούν στις ζωές τους. Η Μπιάνκα πεθαίνει και ο Αλεσάντρο, οδηγημένος από τα γραφτά της μητέρας του, ξεκινά να αναζητήσει την ιστορία του. Κάπου εκεί θα συναντήσει τη Σοφία που, αγνοώντας τη σχέση της με όλα αυτά, έχει αφεθεί να την παρασύρει το όνειρο.»
Πρόκειται για παραπλάνηση των αισθήσεων ή μήπως κάποιος άγνωστος σε εμάς νόμος ρυθμίζει την πραγματικότητα των ηρώων; Η Κατερίνα Δουκάκη φαίνεται να μην αναρωτιέται. Γιατί ψάχνοντας τις αληθινές στιγμές της ζωής, που τρέχει σε απρόβλεπτους ρυθμούς, είναι με τη μεριά του ονείρου αλλά και του έρωτα. Με «την εγκαθίδρυση μιας ζωής ενορχηστρωμένης από τους ρυθμούς του έρωτα», για να θυμηθούμε τον Μαγιακόφσκι. Του έρωτα που σκουπίζοντας τις μεγάλες μικρές καθημερινές πληγές καταφέρνει κάθε τόσο να μεταμορφώνει μια μικρόκαρδη πραγματικότητα.
[Η Πολυτίμη Γκέκα είναι φιλόλογος]