όταν εκείνος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, και τους θεούς,
εγκατέστησε κείνο το βουνό μπροστά μου,
τέλειο μ’ έκανε,
μα δεν είχα σώμα: ήμουν, ίσως, μια πνοή
λιγότερο αέρινη, μες στον αγέρα.
και δεν υπήρχε φως, μονάχα μες στο σκότος
λαμπύριζε ο Μανδύας.
τούτο ξέρεις πώς ξέρω. τα υπόλοιπα
είν’ η αιτία για τούτο το ταξίδι, προσεκτικά
φορτωμένο με νόημα και ψιλόβροχο –
η νύχτα, η διαμονή σε πανδοχείο, το φάντασμα,
η πελώρια σκηνή που καταρρέει…
αν είν’ όλα σε πλήρη τάξη στο παλάτι,
με το τραπέζι στρωμένο, κι ένας κομήτης σαν βολίδα
μπορεί να μας πάει πέρα απ’ την ανυπαρξία,
ποια νίκη, με φτερά σκαλισμένα με τόση ακρίβεια σε μάρμαρο,
θα δικαιώσει πανηγυρικά τη ζωή μας;
ελπίζω για μιαν απάντηση πριν απ’ το τέλος
των πρώτων εργασιών στη γη,
πριν απ’ τον άνισο θερισμό, τις θύελλες τις καυτές
να σαρώνουν απ’ άκρη σ’ άκρη την ήπειρο,
τις πληγές από ακρίδες, βατράχια, ψύλλους,
τον φόβο ν’ ακονίζει τα μαχαίρια στην κουζίνα,
πριν απ’ το αίμα.
Βιογραφικό:
O António Franco Alexandre (γ. 1944) είναι σήμερα ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές στην Πορτογαλία. Ανήκει στην ποιητική γενιά του 1970. Σπούδασε μαθηματικά στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, ενώ το 1974 -με την αποκατάσταση της δημοκρατίας- επέστρεψε στη χώρα του. Δίδαξε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας.
Η ποίησή του, ερμητική, φιλοσοφική, εκτείνεται συνήθως σε μακρόπνοες συνθέσεις. Ειδικότερα, στα Καταλύματα (As Moradas 1 & 2, 1987), επιχειρεί να εξιχνιάσει το πεπρωμένο του ανθρώπου και τη θέση του απέναντι στον φυσικό κόσμο, μέσα από συμβολισμούς με μυστικιστικό χαρακτήρα, που συχνά παραπέμπουν στη Βίβλο.