You are currently viewing Rainer Maria Rilke, Ο μικρός Χριστός (μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης)

Rainer Maria Rilke, Ο μικρός Χριστός (μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης)

«Απεβίωσε», ήταν σημειωμένο με αδιάφορα, άτσαλα γράμματα, που γυάλιζαν ακόμα νωπά, στο χοντρό πράσινο βιβλίο του νοσοκομείου. Στην ίδια επίσης γραμμή μπορούσε κανείς να διαβάσει: 2ος όροφος, δωμάτιο 12, αριθμός 78. Χόρβατ Ελίζαμπεθ, κόρη  δασοκόμου, 9 ετών.

*

Το πρόωρο φλεβαριάτικο βράδυ, κουρασμένο και κακόκεφο, άνοιξε τα μάτια του μετανιωμένα και κόκκινα απ΄ το κλάμα στο δωμάτιο 12. Οι γκριζόλευκοι τοίχοι του νοσοκομειακού θαλάμου χωνεύονταν, θαρρείς, στο ομόχρωμο σύθαμπο και ο ξύλινος σταυρός έμοιαζε να αιωρείται ελεύθερος στον αέρα. Από τα σιδερένια  κρεβάτια ήταν αντιληπτό ένα αμυδρό μόνο περίγραμμα. Η μουντή ατμόσφαιρα βάραινε σαν κατάρα επάνω στα παιδιά, που ανά δύο μοιράζονταν ένα στρώμα. Σε κάποια σκοτεινή γωνιά έκλαιγε ένα σιγανά, απαρηγόρητο, και ένα άλλο μιλούσε με απαλή, συγκρατημένη φωνή, λες και καθόταν πλάι στο κρεβάτι της άρρωστης μητέρας του. Ένα μικρό κορίτσι, πλάι ακριβώς στο παράθυρο, είχε ανακαθίσει ακουμπισμένο στα μαξιλάρια, έχοντας τυλίξει τα χέρια γύρω από τα λυγισμένα του γόνατα. Το προφίλ και οι κάπως στρόγγυλοι ώμοι του διαγράφονταν με σαφήνεια μπροστά στο γκρίζο παράθυρο. Ο αποστειρωμένος αέρας ήταν τόσο πηχτός, που οι άτολμοι φθόγγοι της ομιλίας του, αναπηδούσαν επάνω του όπως σε κάποιο εμπόδιο και μόνο ο στριγκός ήχος από το κρυφό κλάμα στη σκοτεινή γωνιά έμοιαζε να τρυπά σαν σουβλί το μισοσκόταδο. Έτσι συμβαίνει και στο δάσος τα απογεύματα με ομίχλη αρχές  φθινόπωρου: Οι ψίθυροι από το ρέμα και τα χαμόκλαδα διαχέονται σε μια θάλασσα καταχνιάς και μόνο το κλαψούρισμα της κορυφής, βασανισμένης από τον άνεμο, διαπερνά σαν ρίγος τη μοναξιά του έλατου.

Τώρα μπήκε η νοσηλεύτρια βάρδιας με μαλακό βήμα στο θάλαμο. Άναψε τη γκαζόλαμπα, που, κρυμμένη πίσω κάτι πράσινο, κρεμόταν στον μεσότοιχο του θαλάμου. Ένα φεγγαρίσιο φως πλημμύρισε απαλό το δωμάτιο, όπως κύμα που απλώνει σε πλατιά αμμουδιά, φωτίζοντας σχεδόν ομοιόμορφα τα πέντε σιδερένια κρεβάτια. Χωρίς να σταματήσει, η αδελφή παραμέρισε  λίγο τη χοντρή κουρτίνα: αδίστακτο, ανελέητο, όρμησε βίαια μέσα το δυνατό, κόκκινο φως. Μία από τις ματ μαύρες ταμπελίτσες στον τοίχο φωτίστηκε: είχε το νούμερο 78. Το κρεβάτι από κάτω της ήταν ακατάστατο και άδειο. Η νοσοκόμα πλησίασε, τράβηξε τα σεντόνια και ίσιωσε την επιφάνεια του στρώματος.
Τα παιδιά είχαν μείνει άφωνα. Ακολουθούσαν κάθε κίνηση της αδελφής με μάτια τυφλωμένα απ΄ το φως. Ακόμα και η μικρή στη γωνία δεν έκλαιγε πια. Καθόταν ανασηκωμένη πιέζοντας το κεφαλάκι της με τις δυο μικρές της γροθιές, ενώ κάτω από τον κατάλευκο επίδεσμο στο μέτωπό της τα μάτια της έκαιγαν μεγάλα, σκοτεινά, όλο απορία.
Η νοσοκόμα της πέταξε στην ποδιά την κούκλα που είχε βρει στο άδειο κρεβάτι. Το παιδί τινάχτηκε ελαφρά, δεν ακούμπησε όμως το παιχνίδι. Λες και κοιτούσε υπνωτισμένο μια δυνατή, καταστροφική φλόγα, ενώ στον πυρετό των ματιών του τρεμόπαιζαν οι σπίθες της φωτεινής αντανάκλασης. Κυριευμένο από ένα απροσδιόριστο φόβο, το άλλο παιδί που μοιραζόταν μαζί του το κρεβάτι, κρύφτηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
Τότε, η μικρή πλάι στο παράθυρο, γύρισε προς το μέρος τους και η φωνή της ακούστηκε σαν κυριακάτικος ψαλμός:
«Η Μπέτη είναι τώρα αγγελούδι;»
Η αδελφή έγνεψε συγκαταβατικά και χαμογέλασε απλώνοντας με τα λευκά της χέρια στο άδειο κρεβάτι το γαλάζιο κάλυμμα.

*

Ο θάνατος είναι ανανέωση αριθμού. Η μικρή Ελίζαμπεθ βρισκόταν τώρα ξαπλωμένη εκεί κάτω, στον θάλαμο, που τους λευκούς του εξωτερικούς τοίχους έβλεπε συχνά από το παράθυρο. Είχε γίνει ακόμα πιο μικρή και με τα παγωμένα ποδαράκια της χρειαζόταν πια λίγο χώρο στο απλό ξύλινο κρεβάτι, που επάνω του είχε μπει ήδη ο νέος αριθμός: ο αριθμός του λάκκου έξω στην αυλή. Ήταν έτοιμος, όμως δεν έχασκε μαύρος όπως το στόμα ενός θεριού. Η νύχτα φθάνοντας είχε αρχίσει να υφαίνει μέσα του ένα χιονόλευκο αστραφτερό σεντόνι, κάνοντας το μέρος να μοιάζει φιλικό και επιθυμητό όπως το κρεβατάκι πλούσιων παιδιών. Μα και η μικρή Μπέτη ήταν ξαπλωμένη εκεί, στο σιωπηλό θάλαμο, τόσο ήρεμη, απόλυτα παραδομένη, λες και γνώριζε. Στα κέρινα χεράκια της κρατούσε, σαν να έπαιζε, ένα μικρό ξύλινο σταυρό, τα μαλλιά της έδειχναν να φεγγοβολούν μέσα από το αέρινο δαντελένιο φωτοστέφανο του νεκρικού προσκέφαλου και γύρω απ΄τα λεπτά, χλωμά της χείλη άνθιζε ένα θλιμμένο χαμόγελο – όμοια όπως στεφάνι αμάραντων αγκαλιάζει ένα παλιό, κιτρινισμένο προσευχητάρι.


Άραγε χαμογελούσε, γιατί είχε ήδη δει την γλυκιά της μανούλα, που την περίμενε κοντά στον Θεούλη εδώ και τέσσερα χρόνια; Να είχε άραγε φτάσει η μικρή ψυχή πετώντας πάνω σε νέες, αστραφτερές, ολόλευκες φτερούγες πεταλούδας, διασχίζοντας τις γκρίζες ομίχλες, περνώντας πλάι από χαμογελαστά αστέρια, στην αιώνια πατρίδα; Μήπως φτερούγιζε ήδη μακριά, στα πέρατα του Γαλαξία, όπου τόσοι φιλόπονοι άγγελοι φιλοτεχνούν αδιάκοπα με την πνοή τους καινούργια αστέρια, όπως στη γη τα παιδιά φουσκάλες απ΄ το σαπουνόνερο; Έφτασε άραγε εύκολα πλάι στον καλό Θεό, ο οποίος θα πρέπει να έχει μια μακριά, ασημένια γενειάδα κι ένα μεγάλο, λαμπερό στέμμα;
Εκεί όμως δεν πάνε οι αγνές ψυχές;
Και οι πληγές του κορμιού  δεν φτάνουν μέχρι την ψυχή, έτσι δεν είναι;
Σέρνονται μόνο επάνω στο μικρό άψυχο κορμί σαν κόκκινες, φαρμακερές κάμπιες. Μα όταν ο καλός Θεός, προστάξει να εμφανιστεί η μικρή Ελίζαμπεθ με αυτό το κορμάκι μπροστά του, τότε οι πληγές του θα έχουν κιόλας σίγουρα γιατρευτεί και κανένας δεν θα βλέπει πια ακόμα και στον ουρανό, που είναι τόσο φωτεινός, ούτε μια κόκκινη γρατζουνιά.
Και έτσι είναι το σωστό, γιατί ούτε ο καλός Θεός ούτε η γλυκιά της μανούλα δεν πρέπει να ξέρουν, ότι η μητριά χτυπούσε βίαια τη μικρή Μπέτη. Να μην το μάθουν ποτέ! Γι΄αυτό λοιπόν προσευχόταν μάλλον η μικρή με τα χλωμά, σταυρωμένα χεράκια και τα σιωπηλά, άψυχα χείλη στο σκοτεινό νεκροθάλαμο.

Ανέφελα Χριστούγεννα, όταν τα μικρά παιδιά, με πόδια αεικίνητα, νευρικά, απ΄ την ανυπομονησία και μάτια λαμπερά, στήνουν αυτί έξω από την κλειστή πόρτα, που πίσω της ετοιμάζονται αστραφτερά, ευωδιαστά θαύματα, ή όταν με όψη σοβαρή παρακολουθούν τη μητέρα που μαγειρεύει χωρίς βιασύνη το ψάρι για το εορταστικό δείπνο. Όταν, με τραγούδια παλιά σε νέα χείλη, τρέχουν χοροπηδώντας στη γιαγιά, που ονειρεύεται στην αναπαυτική πολυθρόνα πλάι στη φλύαρη φωτιά, και της φιλούν τα απαλά, γερασμένα χέρια.
Τότε θα έχει γυρίσει ίσως πάλι πίσω και ο πατέρας στο σπίτι, φέρνοντας μαζί του ένα μεγάλο κομμάτι χειμώνα – πέρλες χιονιού στα γένια- και θα διηγηθεί για τον μικρό Χριστό, που τον συνάντησε σε δρόμους άγνωστους, κι έχει ολόχρυσα μαλλιά και χέρια γεμάτα πολύχρωμα, πλούσια καλούδια. Έξω θα λυσσομανά η θύελλα και κάπου μακριά θα χτυπά το κουδουνάκι ενός έλκηθρου και  όλα θα είναι καλυμμένα μυστήριο, τόσο επιβλητικά και γιορτινά που δεν θα μπορούν να ξεχαστούν ποτέ πια – σε όλη τη ζωή.
Ούτε και η μικρή Ελίζαμπεθ, τρέμοντας καθισμένη στην κουζίνα πλάι στο τζάκι, όπου μια άγρια αφιλόξενη φωτιά θέριευε, δεν είχε ξεχάσει, πως κάποτε ήταν και στο σπίτι τους έτσι, τότε που ζούσε η μητέρα της και η ξένη γυναίκα με το κόκκινο πρόσωπο δεν καθόταν ακόμα μαζί τους στο τραπέζι.
Ξαφνικά, η λαχτάρα για τη μητέρα της μεγάλωσε. Και όταν η χοντρή γυναίκα, χτυπώντας την, την έδιωξε από την κουζίνα, κρύφτηκε σαν δαρμένο σκυλί στην πιο απόμερη γωνία της σοφίτας και εκεί έκλαψε σιγανά, μέσα της. Έμοιαζε, σαν να έφευγε από πάνω της όλο το βάρος και η μαυρίλα με τούτα τα μουγκά δάκρυα. Σαν να τα είχε τώρα πια όλα ξεχάσει και το μόνο που θυμόταν ήταν, πως σήμερα είναι πάλι Χριστούγεννα και όλα τα καλά παιδιά πρέπει να είναι χαρούμενα, που ο μικρός Χριστός περνά απ΄τον κόσμο.
Εκεί την βρήκε ο πατέρας, πέρασε τρέμοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της και της χάρισε λίγα γρόσια: ολόκληρη περιουσία για το παιδί. Με μάτια καθαρά  και γελαστά, η Μπέτη πετάχτηκε πάνω τυλίγοντας σφιχτά τα δυο της μπράτσα γύρω από τον λαιμό του πατέρα:
Ήταν σαν αποχωρισμός.

Δυο ώρες αργότερα, η μικρή – σφίγγοντας στο δεξί της χεράκι τα γρόσια – διέσχιζε χοροπηδώντας τα στενορύμια της μικρής πόλης. Χριστούγεννα. Άπνοια. Η ημέρα λευκή και οι κόκκοι του χιονιού στόλιζαν σαν μια γούνα τα φτενά παπουτσάκια του παιδιού. Κατευθύνθηκε προς το δάσος. Στα τελευταία σπίτια συνάντησε ένα κορίτσι που έπαιζαν μαζί. Της έκλεισε το δρόμο και της είπε με ύφος υπεροπτικό: «Πιστεύεις, πως θα έρθει και σε σένα ο Χριστός;»
Η Μπέτη την κοίταξε με τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της και απάντησε αποφασιστικά με απόλυτη σιγουριά: «Ο Χριστός πηγαίνει σε όλα τα καλά παιδιά».
Οι καμπάνες του μεσημεριού αντήχησαν περήφανα και σοβαρά στην κρύα  χριστουγεννιάτικη ημέρα, προσθέτοντας θαρρείς στα λόγια του παιδιού ένα «Αμήν».
Στον τελευταίο μπακάλη, η Ελίζαμπεθ αντάλλαξε τα γρόσια για μερικά κεριά, μια μακριά γιρλάντα με χάρτινες πούλιες, σπίρτα κι ένα τεράστιο μελόψωμο σε σχήμα καρδιάς. Με αυτούς τους θησαυρούς φορτωμένη μπήκε στο δάσος, όπου στον δρόμο της δεν βρισκόταν πια άνθρωποι, εκτός από εκείνους, που απόμερα αναζητούσαν ξερά φρύγανα, και οι οποίοι αποθαρρυμένοι και ξεπαγιασμένοι, δεν πρόσεξαν το παιδί.
Υπάρχει ένα μέρος στο δάσος, όπου το βράδυ – που, σαν τσιγκούνης, φοβισμένο πάει να κρύψει το χρυσάφι του στην πίσω πλαγιά – χασομερά διστακτικό, θαρρείς και του είναι δύσκολο να αποχωριστεί την όμορφη γη. Εκεί φυτρώνουν λυγερά κρινολούλουδα, που ζυγίζουν το μεγαλείο τους στου ανέμου την πιο αδύναμη πνοή, όπως παιδιά που κουνούν το μαντήλι στον πατέρα που φεύγει. Το καλοκαίρι. Όμως και τον χειμώνα, πρόωρα κουρασμένο να τραβά τις κόκκινες σόλες του στο λαμπερό χιόνι, το βράδυ εκεί ξαποσταίνει και προσκυνά με την τελευταία του θέρμη την Παναγιά στο παλιό εικονοστάσι, σκαρφαλωμένο σε μια μύτη ενός βράχου σαθρού στο φρύδι του δρόμου. Και αυτή του ανταποδίδει από το ύψος της δικής της μοναξιάς ένα θλιμμένο χαμόγελο.

Ετούτο ήταν το πιο αγαπημένο μέρος της μικρής Ελίζας. Εκεί, χτυπημένη, με σημάδια που έκαιγαν στην πλάτη, έτρεχε πολλές φορές να κρυφτεί, να διηγηθεί τα πάθη της στην λησμονημένη βασίλισσα των ουρανών, σαν σε μια άλλη μητέρα. Συχνά της φαινόταν, λες κι έπαιρνε η πέτρινη μορφή την όψη της πεθαμένης μητέρας της. Τότε αγαπούσε αυτό το μέρος πιο πολύ. Όσο υπήρχαν λουλούδια, δεν περνούσε μια μέρα, να μην στολίσει καλύπτοντας με ολόφρεσκα λουλούδια το σκουριασμένο καρφί στη βάση του βάθρου που κρατούσε την ιερή μορφή. Και, αλήθεια, αν κάθε Θυσιαστήριο στην χώρα έβρισκε έναν τέτοιο πιστό, τότε θα έπρεπε και ο Θεός να πλησιάσει τους ανθρώπους πιο πολύ.
Έτσι κι αυτό το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων,  η  μικρή  έκανε τον συνηθισμένο δρόμο κουβαλώντας τα μπιχλιμπίδια που είχε αγοράσει. Ένα κρυφό σχέδιο έκανε τα μάτια της να λάμπουν και τα πόδια της να βιάζονται. Έριξε στην πέτρινη Μαντόνα  ένα ναζιάρικο κι ευλαβικό μαζί βλέμμα, σαν να της έλεγε: «Είμαι καλή, έτσι δεν είναι; Σήμερα δεν με περίμενες».


Μετά έπιασε δουλειά χωρίς χρονοτριβή.
Από την άλλη μεριά του μονοπατιού που βρισκόταν το εικονοστάσι, άρχιζε ένα νεαρό ελατόδασος. Το κορίτσι ξεχώρισε ένα από τα μπροστινά δέντρα, που μπορούσε να φτάσει ακόμα την κορυφή του με τεντωμένα χέρια, και άπλωσε την πολύχρωμη χάρτινη γιρλάντα γύρω από τα οριζόντια του κλαδιά, που επάνω τους λαμπύριζε κιόλας, όπως διαμάντια, το συμπαγές χιόνι. Στη συνέχεια, στάζοντας τα κεριά τα στερέωσε στις άκρες των κλαδιών και μαζί με το πρώτο αστέρι της Άγιας Νύχτας, άναψαν και τα φώτα αυτού του μοναχικού χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Πραγματικά, ήταν μοναδικό! Γύρω από το τρεμάμενο κόκκινο φως των μικρών κεριών, έλιωνε το χιόνι αστράφτοντας, σπιθοβολώντας: μια απερίγραπτη ομορφιά! Η μικρή Ελίζαμπεθ ψιθύρισε βιαστικά μια προσευχή μπροστά στην Θεοτόκο και ύστερα είπε δυνατά δείχνοντας της το ολόλαμπρο δεντράκι: «Χαίρεσαι;» Αμέσως μετά έχωσε με δύναμη τα δόντια στη σάρκα της μελένιας καρδιάς και με στόμα γεμάτο στάθηκε μπροστά στο φωτεινό έλατο, έτσι που η αντιφεγγιά του σπινθήριζε μέσα στα καθάρια της μάτια.
Ολόκληρο το απέραντο δάσος έμοιαζε να συμμετέχει στην χριστουγεννιάτικη γιορτή. Τα ψηλά, μαύρα έλατα στέκονταν παράμερα σε κύκλο, όμοια ευλαβικοί προσκυνητές, και θαύμαζαν το μέχρι πριν λίγο ασήμαντο δεντράκι με τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι παρατηρούν ένα παιδί θαύμα. Και ακόμα και τα μακρινά αστέρια έμοιαζε να συρρέουν από ψηλά, για να μη χάσουν τίποτα από αυτό το θέαμα και να μπορούν ύστερα να πουν στον καλό Θεό, τους αγγέλους και στην καλή της μητερούλα, πόσο καλό παιδί ήταν.
Όμως από τα νυχτωμένα μονοπάτια του δάσους φάνηκαν να πλησιάζουν με μεγάλες δρασκελιές περίεργα, μεγάλα ολόμαυρα πουλιά. Μπορεί να πεινούν, σκέφτηκε το παιδί. Η Μπέτη δεν φοβήθηκε και μοιράστηκε την τεράστια γλυκιά καρδιά με τους λαίμαργους επισκέπτες. Ένιωθε τόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη, που θα μπορούσε να τραγουδήσει, αν ήξερε ένα πραγματικά αντάξιο για την περίσταση τραγούδι.

Τα κεριά είχαν κιόλας σχεδόν καεί. Η μικρή ξάπλωσε στα πόδια της ιερής μορφής με ευτυχισμένα μάτια και χέρια μπλαβιασμένα από την παγωνιά. Το κρύο δεν την άγγιζε όμως. Ολόγυρά της απλωνόταν μια τόσο υπέροχη, βαθιά σιωπή, που όταν έκλεισε τα μάτια, είδε τον εαυτό της να κάθεται στα πόδια της ακριβής της μητέρας σε μια ζεστή, γνώριμη κάμαρη. Οι δείκτες του ρολογιού ακούγονταν απαρέγκλιτα, ρυθμικά και ο άνεμος στριφογύριζε στο τζάκι. Τα ξύλα έτριζαν στη φωτιά. Η μητέρα της χάιδευε αργά και τρυφερά τα μαλλιά και την φιλούσε με κόκκινα, απαλά χείλη στο μέτωπο. Ήταν όμορφη, η μητέρα, όμορφη, όπως η νεράιδα στο παραμύθι του Άντερσεν, και φορούσε μια σπάνια κορώνα στα πλούσια, χυτά της μαλλιά. Ήταν τόσο όμορφο να την κοιτάζεις!
Κι έτσι η μικρή, φτωχή Ελίζαμπεθ είχε εντέλει μια πιο όμορφη χριστουγεννιάτικη γιορτή, από τα πλούσια, χορτασμένα παιδιά στις λαμπερές κάμαρες.
Ήταν ευτυχισμένη. Και η ευτυχία αυτή έφεγγε στο μικρό της πρόσωπο, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στα πόδια της Μαντόνας σε ύπνο βαθύ. Τα μικρά χέρια της παρέμεναν ασάλευτα και σταυρωμένα ευλαβικά, ενώ η πέτρινη μορφή έριχνε μια βαθιά σκιά σκεπάζοντας το χαμογελαστό παιδί, λες και η ευσπλαχνική ουράνια Δέσποινα είχε απλώσει επάνω του, για να το προστατεύει, ένα μαγνάδι.
Το δεντράκι φωτίστηκε για μια τελευταία φορά μεγαλόπρεπα και αργόσβησε πάλι και τότε με μιας άρχισε να στροβιλίζεται  σιγά και γιορτινά το χιόνι, λες και όλα τα αστέρια έπεφταν από ψηλά στη γη.
Το ίδιο βράδυ έφτασαν στο χωριό δυο ορφανά από την πόλη διασχίζοντας προχωρημένη νύχτα το δάσος. Και ομολόγησαν στον ιερέα του χωριού με κομμένη ανάσα και μάτια που έλαμπαν: «Είδαμε το μικρό Χριστό βαθιά στο δάσος. Ήτανε ξαπλωμένος πλάι σ΄ένα παραμυθένιο, ολόφωτο δεντράκι και ξαπόσταινε. Αχ, κι ήταν, ο Χριστούλης, τόσο όμορφος, μα τόσο όμορφος!»

 

(Das Christkind, 1893)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.