Εξαιτίας της άδοξης κατάληξης του γάμου τους, εύκολα ξεχνάμε πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι δυο τους για μεγάλο διάστημα. Η Σύλβια είχε σαγηνευτεί από τον Τεντ πριν ακόμα τον γνωρίσει, και τη γοήτευε όχι μόνο η ποίησή του, αλλά και η φήμη του ως γυναικά. Σε μια φράση των ημερολογίων της, που κόπηκε στην έκδοση του 1982, αλλά αποκαταστάθηκε αργότερα, η Σύλβια τον αποκαλεί «ο μεγαλύτερος γόης του Κέιμπριτζ».
Φυσικά μόλις έγιναν εραστές, η Σύλβια δεν ανεχόταν τα φλερτ του… Εκείνος όμως, πλήρωσε ακριβά τους «καλούς βαθμούς» του. Εξωφρενικά κτητική και παιδιάστικα προσκολλημένη, η Σύλβια δεν τον άφηνε από τα μάτια της. Τον Μάιο του 1958, κατηγορεί τον εαυτό της ότι είναι «προληπτική», ακόμα και για τους σύντομους χωρισμούς τους. Ζει μέσα στη ζεστασιά και την παρουσία του, ζει για τις μυρωδιές και τις λέξεις του, λες και όλο της το είναι τρέφεται από εκείνον. Για έξι ολόκληρα χρόνια, σπάνια χώριζαν για παραπάνω από δυο-τρεις συνεχόμενες ώρες. Εκείνος, περιέργως, μοιάζει να μην ενοχλείται, και προσφέρει γενναιόδωρα τον εαυτό του, χωρίς να διαμαρτύρεται για τον περιορισμό της ελευθερίας του και για τις συνεχείς διακοπές από μέρους της που δεν τον αφήνουν να συγκεντρωθεί απόλυτα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια του 1958, η Ρουθ Μπούσερ, ψυχίατρος της Σύλβιας που την είχε αναλάβει πάλι ως ασθενή, τη ρώτησε αν είχε τα κότσια να παραδεχτεί ότι είχε διαλέξει λάθος άνθρωπο. Η απάντηση της Σύλβιας ήταν ότι θα είχε τα κότσια αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά εκείνη ένιωθε καλά μαζί του. Της άρεσε η μυρωδιά του κορμιού που εφάρμοζε πάνω της «σαν να είχε φτιαχτεί στο ίδιο εργαστήρι κορμιού με αυτόν ακριβώς τον σκοπό». Όλα όσα της άρεσαν στους προηγούμενους φίλους της, ήταν μαζεμένα σε έναν άντρα. Ο Χιούζ τη στήριζε ψυχή τε και σώματι, κι εκείνη λάτρευε την ποίησή του.
Συνέχισε λέγοντας πως όλο της το είναι αναπτύχθηκε και «συνυφάνθηκε» τόσο τέλεια με το δικό του, που δεν θα τα κατάφερνε πια χωρίς εκείνον. Όπως έχει ανάγκη τον άρτο και τον οίνο, έτσι έχει ανάγκη να φιλά τον Τεντ, να τον μυρίζει, να κοιμάται μαζί του και να του διαβάζει. Εκείνος την κάνει να νιώθει ασφαλής, αλλά δεν υπάρχουν κανόνες σε αυτή τη «συζυγικότητα». Πρέπει να τους επινοεί μόνη της στην πορεία. Αν το σκεφτόταν, θα έβλεπε ότι της ήταν δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να επιζήσει χωρίς εκείνον. Από την άλλη όμως, γιατί να το σκέφτεται;
Τις τελευταίες εβδομάδες που πέρασε στην Αμερική, σύμφωνα με τον Χιουζ, η Σύλβια άλλαζε με μεγάλη ταχύτητα και σταθερή προσπάθεια». Όμως είχε ανάγκη από κάποιον να παίρνει αποφάσεις για εκείνη», να της λέει τι να κάνει, και να την επαινεί ότι το έκανε καλά. Ο Χιουζ έπρεπε να παίρνει συνέχεια την πρωτοβουλία. Την υπνώτιζε, την καθοδηγούσε επινοώντας ασκήσεις αναπνοής, επικλήσεις και ξόρκια, την προέτρεπε να διαλογίζεται μαζί του, και της έδινε θέματα για ποιήματα και ασκήσεις. Αυτό δεν σήμαινε ότι εκείνος το έπαιζε Σβελγκάλι, θέλοντας να την μετατρέψει σε Τρίλμπι. Ετοίμαζαν χωριστά τους στίχους που έγραφαν. Ο Χιουζ προεξέτεινε τη δική του μανιέρα στη δική της ζωή, ωθώντας την σε τεχνικές που χρησιμοποιούσε εκείνος για να επιτύχει συγκέντρωση και να διεγείρει τη συγγραφή του… Εκείνην όμως την ανησυχούσε το γεγονός ότι ήταν συνέχεια μαζί του. Κινδύνευε «να γίνει ένα απλό εξάρτημα». Επίσης συνειδητοποίησε πως, όταν βρισκόταν με άλλους ανθρώπους, άφηνε εκείνον να μιλάει, του επέτρεπε να είναι «ο κοινωνικός της εαυτός».
Τώρα η Άσια ήταν τριάντα τεσσάρων ετών. Είχε τεράστια πράσινα μάτια, βαθιά, πλούσια φωνή, κι απολάμβανε τις σκανταλιές και την αντισυμβατική συμπεριφορά. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε επιτεθεί με ένα μαχαίρι στον πρώτο της άντρα κι είχε κομματιάσει το εσωτερικό του αυτοκινήτου του. Έμοιαζε ακόμα θυμωμένη όταν μιλούσε για τον δεύτερο άντρα της, και μια μέρα ανακοίνωσε ότι θα έστελνε τριαντάφυλλα στην γυναίκα του. Τα παράγγειλε κι έστειλε σε εκείνον το λογαριασμό… Στο γραφείο ήταν δραστήρια και διασκεδαστική. Φαινόταν εγωτιστική, αδάμαστη, παρορμητική και αδίστακτη, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς. Ήταν αρκετά επιδεικτική και ντυνόταν κομψά. Ακόμα ήταν λιγάκι χαμαιλέοντας και μπορούσε να υιοθετήσει τον αέρα Αγγλίδας αριστοκράτισσας.
Το Σαββατοκύριακο στο Ντέβον ξεκίνησε με λαμπρές προοπτικές. Οι τέσσερις τα πήγαιναν πολύ καλά. Ο Τεντ ήταν φιλικός και ενθαρρυντικός προς τον άτολμο ποιητή με την απαλή φωνή που πίστευε ότι η σχέση του με τον Χιούζ θα τον βοηθούσε. Ο Ντέιβιντ περιέγραψε το Σαββατοκύριακο «εγκάρδιο, εξερευνητικό, ευχάριστο… Η Σύλβια μπορούσε να είναι καλή παρέα. Έξυπνη, πνευματώδης, γεμάτη ενδιαφέρον, καλή συζητήτρια». Ο φιλοξενούμενός της δεν καταλάβαινε αν έκανε προσπάθεια για να είναι φιλική˙ μερικές φορές όμως, διαισθανόταν «κάτι σαν τρόμο – μια έκφραση στο πρόσωπό της – να διαφαίνεται στις καθημερινές συζητήσεις, λες και κοιτούσε βαθιά μέσα της»… Η Σύλβια ήταν πιο ευάλωτη παρά ποτέ, δεμένη περισσότερο με το σπίτι, και τώρα είχε να αντιμετωπίσει την πρόκληση μιας γυναίκας που ήταν εν δυνάμει η σθεναρότερη αντίπαλός της. Η Άσια πάλευε γι’ αυτό που ήθελε χωρίς τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό.
(Σ.τ.Μ: Απόσπασμα από το βιβλίο Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ, που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Μελάνι, σε μτφρ. Ε.Φ.)