Περί του πώς να επιτύχεις την αληθινή γνώση των μαγειρευτών
Θα ήθελα να πιάσω κατ’ ευθείαν το θέμα στο οποίο έχω δώσει τόσες και τόσες βόλτες στην κατσαρόλα μου από το πρώτο κιόλας μέρος( I ) αυτού του δοκιμίου. Το θέμα σήμερα είναι, χωρίς αμφιβολία, ζωτικό και φλέγον και για αυτόν το λόγο δεν έχω μέχρι τώρα τολμήσει να το θέσω ενώπιόν σας. Υπάρχει τελικά γυναικεία γραφή; Υφίσταται μια λογοτεχνία γυναικών, εγγενώς διαφορετική από αυτή των ανδρών; Και αν υπάρχει, είναι παθητική και ενστικτώδης, βασισμένη στις αισθήσεις και τα συναισθήματα όπως ήθελε η Βιρτζίνια ή είναι εκλογικευμένη και αναλυτική εμπνευσμένη από μια ιστορική, κοινωνική και πολιτική γνώση, όπως ήθελε η Σιμόν; Οι σύγχρονες συγγραφείς πρέπει να ήμαστε υπερασπίστριες των πατροπαράδοτων γυναικείων αξιών και να καλλιεργήσουμε μια λογοτεχνία αρμονική, ποιητική, ωραία, απαλλαγμένη από χυδαιότητες ή πρέπει να είμαστε υπερασπίστριες των γυναικείων αξιών στη σύγχρονη εποχή καλλιεργώντας μια λογοτεχνία αγωνιστική, καταγγελτική, ασυνθηκολόγητα ρεαλιστική ως και υβριστική; Πρέπει να είμαστε εν τέλει Κορδέλιες ή λέιντις Μάκμπεθς; Δωροθέες ή Μήδειες;
Η Βιρτζίνια Γουλφ έλεγε ότι η γραφή της ήταν πάντοτε γυναικεία, ότι δεν θα μπορούσε να είναι άλλο πράγμα παρά μόνο γυνακεία, όμως να που η δυσκολία βρίσκεται στο να διευκρινίσουμε τον όρο. Παρότι δεν συμφωνώ με πολλές από τις απόψεις της, συμφωνώ απολύτως με αυτή στο εξής. Θεωρώ ότι οι σημερινές συγγραφείς οφείλουμε πριν από όλα να γράφουμε καλά και αυτό επιτυγχάνεται μόνο εάν κατέχουμε τις τεχνικές της γραφής. Ένα σονέτο για παράδειγμα έχει δεκατέσσερις στίχους, ένα συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών, ομοιοκαταληξία και μέτρο συγκεκριμένα και για αυτό είναι μια ουδέτερη φόρμα, ούτε γυναικεία ούτε ανδρική. Και η γυναίκα είναι εξίσου ικανή με έναν άνδρα να γράψει ένα τέλειο σονέτο. Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, όπως είπε ο Ρίλκε, πρέπει να κτιστεί τούβλο το τούβλο με ατέλειωτη υπομονή και για αυτό δεν έχει φύλο και μπορεί να γραφτεί τόσο από μια γυναίκα όσο και από έναν άνδρα. Το να γράφει καλά μια γυναίκα σημαίνει χωρίς αμφιβολία μια μάχη πολύ πιο σκληρή από ότι για έναν άνδρα. Ο Φλωμπέρ έγραψε ξανά και ξανά, έξι φορές λέγεται, τα κεφάλαια της Μαντάμ Μποβαρύ, η Βιρτζίνια Γούλφ ξανάγραψε δεκατέσσερις φορές τα κεφάλαια από Τα κύματα, δηλαδή δυο φορές παραπάνω από ό,τι ο Φλωμπέρ, γιατί ήταν γυναίκα και ήξερε ότι η κριτική θα ήταν διπλά αυστηρή με εκείνη.
Με τούτο θέλω να πω, και μπορεί να θεωρηθεί προσβολή, μαγείρεμα δύσοσμο και βλαβερό, ωστόσο αυτό το δοκίμιο έχει να κάνει, μετά από όλα αυτά, με την κουζίνα της συγγραφής. Παρά τη δική μου μεταμόρφωση από νοικοκυρά σε συγγραφέα το να γράφω και να μαγειρεύω, συχνά τα μπερδεύω και ανακαλύπτω κάποιες ομοιότητες που με εκπλήσσουν μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων. Υποπτεύομαι ότι δεν υπάρχει γυναικεία γραφή διαφορετική από αυτή των ανδρών. Αν επιμείνω ότι υπάρχει, προϋποθέτει εκ παραλλήλου την ύπαρξη μια φύσης γυναικείας , διαφορετικής από την ανδρική, όταν πιο λογικό μου φαίνεται να επιμείνω σε μια εμπειρία τελείως διαφορετική. Εάν υπήρχε μια φύση γυναικεία ή ανδρική αυτό θα προϋπέθετε κάποιες ικανότητες διαφορετικές στη γυναίκα από τον άνδρα, όσον αφορά στην πραγματοποίηση ενός έργου τέχνης, για παράδειγμα, όταν στην πραγματικότητα οι ικανότητές τους είναι ίδιες γιατί αυτές βασικά είναι πριν από όλα ανθρώπινες.
Μια γυναικεία φύση αμετάβλητη, ένα μυαλό γυναικείο προκαθορισμένο αιώνια από το φύλο του θα βεβαίωνε την ύπαρξη ενός ύφους γυναικείου που δεν θα μπορούσε να αλλάξει και το οποίο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γραφής και γλώσσας, εύκολο να αναγνωριστεί μελετώντας γραπτά έργα γυναικών στο παρελθόν και στο παρόν. Παρά τις θεωρίες που σήμερα αφθονούν αναφορικά, νομίζω ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι συζητήσιμα. Τα μυθιστορήματα της Τζέιν Ώστιν για παράδειγμα ήταν μυθιστορήματα ορθολογικά, κατασκευές σχολαστικά περιορισμένες και σαφείς, διαμετρικά αντίθετες με τα διαβολικά, μυστηριώδη και αισθηματικά μυθιστορήματα της σύγχρονής της Έμιλυ Μπροντέ. Τα μυθιστορήματα αμφοτέρων δεν μπορούν να είναι περισσότερο διαφορετικά από τα ανοιχτά μυθιστορήματα, κατακερματισμένα και ψυχολογικά διεισδυτικά, μοντέρνων συγγραφέων όπως η Κλάρις Λισπέκτορ ή η Ελένα Γκάρρο. Εάν το ύφος είναι ο άνδρας, το ύφος είναι επίσης η γυναίκα και αυτό διαφέρει βαθειά όχι μόνο από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά επίσης και από έργο σε έργο.
Σ’ αυτό που ναι πιστεύω ότι διαφέρει η γυναικεία λογοτεχνία από την ανδρική είναι αναφορικά με τα θέματα που πραγματεύεται. Οι γυναίκες στο παρελθόν είχαμε μια πρόσβαση πολύ περιορισμένη στον κόσμο της πολιτικής, των επιστημών ή της περιπέτειας για παράδειγμα, αν και σήμερα αυτό αλλάζει. Η δική μας λογοτεχνία εντοπίζεται συχνά να καθορίζεται από την άμεση σχέση με το σώμα μας. Είμαστε εμείς αυτές που κυοφορούμε παιδιά και τα γεννούμε, τα τρέφουμε και είμαστε επιφορτισμένες με το μεγάλωμά τους. Αυτός ο προορισμός, τον οποίο μας αναθέτει η φύση, μας περιορίζει την κινητικότητα και μας δημιουργεί κάποια προβλήματα πολύ σοβαρά όταν προσπαθούμε να συμβιβάσουμε τις δικές μας συναισθηματικές ανάγκες με τις δικές μας επαγγελματικές ανάγκες, ωστόσο μας βάζει επίσης σε επαφή με τις μυστηριώδεις, δημιουργικές δυνάμεις της ζωής. Για αυτό λοιπόν οι γυναίκες λογοτέχνες έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν πολύ περισσότερο από τους άνδρες με εσωτερικές εμπειρίες, που λίγο έχουν να κάνουν με την ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική. Για αυτόν το λόγο η λογοτεχνία τους είναι πιο εσωστρεφής από αυτή των ανδρών, για αυτό συχνά τολμά να ψάξει σε περιοχές απαγορευμένες, πλησιέστερες στο ανορθολογικό, στην τρέλα, στον έρωτα και στο θάνατο. Περιοχές που στη δική μας ορθολογική κοινωνία και ωφελιμιστική αποβαίνει συχνά επικίνδυνο να παραδεχτείς ότι υπάρχουν. Αυτά τα θέματα ενδιαφέρουν την γυναίκα χωρίς αμφιβολία όχι επειδή αυτή έχει μια διαφορετική φύση αλλά επειδή είναι η υπομονετική και λιγοστή σοδειά της δικής της εμπειρίας. Και αυτή η εμπειρία, έτσι όπως εκείνη του άνδρα, μέχρι ενός ορισμένου σημείου μπορεί να αλλάξει, μπορεί να εμπλουτιστεί, να διευρυνθεί. Υποπτεύομαι, τέλος, ότι η ατέλειωτη διαμάχη γύρω από το αν υπάρχει ή όχι γυναικεία λογοτεχνία είναι σήμερα μια διαμάχη ανούσια και μάταιη. Το σημαντικό δεν είναι να καθορίσουμε εάν οι γυναίκες οφείλουμε να γράφουμε με μια δομή ανοιχτή ή κλειστή, με μια γλώσσα ποιητική ή γλώσσα αγοραία, με τη λογική ή την καρδιά. Το σημαντικό είναι να εφαρμόσουμε εκείνο το βασικό μάθημα που μάθαμε από τις δικές μας μανάδες, τις πρώτες δηλαδή, που μας δίδαξαν να παλεύουμε με τη φωτιά. Το μυστικό της γραφής, όπως αυτό της καλής κουζίνας, δεν έχει να κάνει απολύτως καθόλου με το φύλο αλλά με τη σοφία με την οποία συνδυάζονται τα υλικά.