De cómo salvar algunas cosas en medio del fuego
Περί του πώς να σώσεις κάποια πράγματα στη μέση της φωτιάς
Έχω διηγηθεί ξανά πώς έγινε και έγραψα το πρώτο μου διήγημα και θα ήθελα τώρα να περιγράψω τι το ικανοποιητικό βρίσκω σε αυτή την απασχόληση, της οποίας η αρχή υπήρξε τόσο οδυνηρή για μένα μια συγκεκριμένη στιγμή. Η λογοτεχνία είναι μια τέχνη αντιφατική, ίσως και η πιο αντιφατική που υπάρχει. Από το ένα μεν μέρος είναι, με απόλυτη παράδοση, το αποτέλεσμα της ικμάδας και της διανοητικότητας και πάνω από όλα της θέλησης για αφοσίωση σε ένα έργο δημιουργικό. Από το άλλο μέρος δε, έχει πολύ λίγο να κάνει με το τι θέλει ο συγγραφέας, αφού ποτέ δεν διαλέγει τα θέματά του, τα θέματα είναι που τον διαλέγουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους ή αντίποδες παράγεται και καρπίζει το λογοτεχνικό έργο και απ’ αυτούς επίσης προέρχεται η ικανοποίηση του συγγραφέα. Στην περίπτωσή μου, αυτή η ικανοποίηση συνίσταται στη θέληση να γίνω χρήσιμη και στην επιθυμία να απολαύσω.
Η πρώτη ( σχετίζεται με τα θέματά μου, την πρόθεσή μου να αντικαταστήσω τον κόσμο, στον οποίο ζω, με εκείνον τον ουτοπικό κόσμο που ονειρεύομαι) είναι μια παράξενη επιθυμία γιατί είναι μια εκ των υστέρων επιθυμία. Η θέληση του να είμαι χρήσιμη, τόσο ως προς τα γυναικεία ζητήματα όσο και ως προς τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα τα οποία επίσης με αφορούν, μου είναι απολύτως ξένη όταν αρχίζω να γράφω ένα διήγημα, παρά την καθαρότητα εν τούτοις με την οποία τα αντιλαμβάνομαι άπαξ και τελειώσει το έργο μου. Πριν αρχίσω να γράφω ένα διήγημα, μου είναι εντελώς αδύνατο να θέσω ως προϋπόθεση το να είμαι χρήσιμη με τον ένα ή τον άλλο τα τρόπο. Θέλω επίσης να ξεκαθαρίσω ομοίως τη σχέση μου με το ένα ή το άλλο θρησκευτικό δόγμα, πολιτική ή κοινωνική κοσμοθεωρία.
Η δημιουργική όμως γλώσσα είναι όπως το δυνατό ρεύμα ενός ποταμού, του οποίου τις πλευρικές πλημμύρες τις συγκρατούν η νομιμότητα και οι πεποιθήσεις, και βλέπουμε το συγγραφέα να παρασύρεται πάντα από την δική της αλήθεια.
Είναι αναπόφευκτο η δική μου θεώρηση του κόσμου, να έχει να κάνει με την ανισότητα που υφίσταται ακόμη η γυναίκα στη δική μας σύγχρονη εποχή. Ένα από τα προβλήματα που περισσότερο με ανησυχεί, εξακολουθεί να είναι η ανικανότητα που έχει επιδείξει η κοινωνία για να λύσει αποτελεσματικά το ζήτημα της ισοτιμίας και τα εμπόδια που συνεχίζει να βάζει στον αγώνα της γυναίκας, να επιτύχει η ίδια τόσο στην προσωπική της ζωή όσο και στη δημόσια ζωή. Θα ήθελα εδώ να θίξω συνοπτικά, ανάμεσα στην ευρεία γκάμα πιθανών ζητημάτων που σχετίζονται με αυτό το πρόβλημα, το θέμα των άσεμνων- αισχρών εκφράσεων στη γυναικεία λογοτεχνία.
Πριν μερικούς μήνες, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, σε διοργάνωση στρογγυλής τράπεζας με πλησίασε ένας διακεκριμένος κριτικός, ηλικιωμένος με άσπρα πια μαλλιά, για να μου μιλήσει μπροστά σε μια ομάδα προσωπικοτήτων για τα βιβλία μου. Με ένα πονηρό χαμόγελο και κλείνοντας μου το μάτι σαν να σκόπευε σε συνενοχή, με ρώτησε με ύφος περιπαικτικό και γεμάτο υπαινιγμούς, αν ήταν αλήθεια ότι εγώ έγραφα πορνογραφικά διηγήματα και αν όντως, να του τα έστελνα γιατί θα ήθελε να τα διαβάσει. Ίσως από υπερβολικό σεβασμό στα λευκά του μαλλιά, παρότι από απόσταση μου φαίνονταν χυδαία, ομολογώ ότι εκείνη τη στιγμή δεν βρήκα τη δύναμη να του χέσω μετά σεβασμού τον πατέρα, ωστόσο το γεγονός με επηρέασε πάρα πολύ. Επέστρεψα στο σπίτι καταστενοχωρημένη, φοβισμένη ότι θα μπορούσε να έχει διαδοθεί μεταξύ διακεκριμένων κριτικών η φήμη ότι τα γραπτά μου δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά μια λίγο πολύ καλλιτεχνική μεταγραφή της Ιστορίας της Ο.
Φυσικά και δεν έστειλα τα βιβλία μου στον επιφανή κριτικό, όταν όμως πέρασε η πρώτη δυσάρεστη εντύπωση, είπα στον εαυτό μου ότι εκείνο το θέμα των άσεμνων εκφράσεων γύρω από τη γυναικεία λογοτεχνία άξιζε τον κόπο να ερευνηθεί διεξοδικά. Πεπεισμένη ότι εκείνος ο ηλικιωμένος κύριος δεν ήταν παρά ένα παράδειγμα μιας ήδη περιορισμένης μερίδας κριτικών, ανοιχτά σεξιστών, που υπερασπίζονταν τη λογοτεχνία σαν να ήταν αυτή ένα ανδρικό, ιδιωτικό φέουδο, αποφάσισα να ξεχάσω το ζήτημα και να στρέψω επ’ ωφελεία μου εκείνη τη μικρή γρατζουνιά.
Άρχισα τότε να διαβάζω τα πάντα, ότι έπεφτε στα χέρια μου, γύρω από το θέμα της προστυχολογίας που αφορούσε στην γυναικεία αφήγηση. Μεγάλο μέρος της κριτικής πάνω στην γυναικεία λογοτεχνία βρίσκουμε σήμερα να γίνεται από γυναίκες. Εστιάζουν συνήθως στο γυναικείο πρόβλημα από οπτικές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Τη μαρξιστική, τη φροϋδική ή από την άποψη της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Παρά τις διαφορετικές εστιάσεις, οι γυναίκες κριτικοί τόσο η Σάντρα Γκίλμπερτ και η Σούζαν Γκούμπαρτ στο Η Τρελή στη σοφίτα, για παράδειγμα, όσο και η Μαίρη Ἐλλεν Μοερς στο Γυναίκα Λογοτέχνις , επίσης η Πατρίσια Μέγερ Σπακς στο Γυναικεία Φαντασία ή η Έρικα Γιονγκ στα πολλαπλά της δοκίμια φαίνονταν να συμφωνούν στο ακόλουθο: Η βία, η οργή, η μη συμμόρφωση στην καθεστηκυία τάξη είχε αφυπνίσει μεγάλο μέρος της ενεργητικότητας των γυναικών και είχε κάνει δυνατή τη γυναικεία αφηγηματική ανά τους αιώνες. Αρχίζοντας με την γοτθική νουβέλα του 18ου αιώνα, της οποίας η μεγαλύτερη εκπρόσωπος υπήρξε η κυρία Ράντκλιφ ,περνώντας στα μυθιστορήματα των αδελφών Μπροντέ, από τον Φρανκεστάιν της Μαίρη Σέλλεϋ, από το Μύλο στο Φλος της Ζώρζ Έλιοτ, ως τα μυθιστορήματα της Τζέιν Ρυς, Έντιθ Γουάρτον και μέχρι αυτά της Βιρτζίνια Γούλφ ( και τι άλλο είναι η Κυρία Νταλαγουέυ παρά μια έξοχη ποιητική ερμηνεία, όχι για αυτό όμως λιγότερο ειρωνική και καταγγελτική της επιπόλαιας ζωής μιας κοινωνικής οικοδέσποινας;), η γυναικεία αφηγηματογραφία είχε χαρακτηριστεί από ένα λεξιλόγιο συχνά επιθετικό και καταγγελτικό. Οργισμένες και επαναστάτριες υπήρξαν όλες, παρότι κάποια περισσότερο ειρωνική, σοφή και υπαινικτική από τις άλλες.
Ένα πράγμα, ωστόσο, μου τράβηξε την προσοχή σε εκείνες τις κριτικές. Η απόλυτη σιωπή που κρατούσαν στις σχετικές μελέτες τους πάνω στο θέμα της ελευθέριας γλώσσας στη σύγχρονη λογοτεχνία. Καμιά από αυτές δεν προσέγγιζε το θέμα, παρά το γεγονός ότι η χρήση ενός σεξουαλικού λεξιλογίου απαγορευμένου στη γυναικεία λογοτεχνία μου φαίνεται σήμερα ένα από τα αναπόφευκτα αποτελέσματα ενός ρεύματος βίας που είχε επικρατήσει για αρκετούς αιώνες. Και δεν ήταν που οι συγγραφείς δεν το είχαν υπηρετήσει. Μεταξύ των πρώτων μυθιστοριογράφων, από εκείνες που δημοσίευσαν τα μυθιστορήματά τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και επεξεργάστηκαν μια γλώσσα ελευθέρια, ήταν η Ιρις Μέρντοχ , η Ντόρις Λέσσινγκ και η Κάρσον Μακ Κάλλερς , μετά την άρση των διατάγματος εναντίον του Οδυσσέα το 1933. Αυτό για παράδειγμα, ήταν και η αφορμή να δώσουν για πρώτη φορά μια έννοια άνετη, αεράτη και αυθόρμητη στο ρήμα joder ( χοδέρ = αστειεύομαι, πειράζω, γαμώ). Η Έρικα Γιονγκ από την άλλη πλευρά έγινε διάσημη ακριβώς από την χρήση ενός λεξιλόγιο επιθετικού στα μυθιστορήματά της, περί του οποίου όμως ποτέ δεν έγινε μνεία στα καλογραμμένα και άρτια δοκίμια πάνω στη σύγχρονη γυναικεία λογοτεχνία.
Το να ασχοληθώ σε βάθος με αυτό το θέμα, με τις κοινωνιολογικές ακόμη και πολιτικές επιπτώσεις, θα απέβαινε αδύνατο και η δική μου πρόθεση στο να το προσεγγίσω, ήταν για να δώσω ένα παράδειγμα της θέλησής μου να γίνω χρήσιμη ως συγγραφέας, κάτι που αντιλαμβάνομαι πάντοτε εκ των υστέρων. Όταν εκείνος ο διαπρεπής κριτικός με πλησίασε σε εκείνη τη στρογγυλή τράπεζα, σχολιάζοντας τη φήμη μου σαν στρατευμένη της πορνογραφικής λογοτεχνίας, ποτέ ως τότε δεν είχα αναρωτηθεί, ποιος ήταν ο σκοπός μου που με ωθούσε στο να χρησιμοποιώ μια γλώσσα άσεμνη στα διηγήματά μου. Με το να αντιληφτώ την επιμονή με την οποία η σύγχρονη γυναικεία κριτική περιέβαλλε το σκανδαλώδες θέμα, η πρόθεσή μου έγινε ξεκάθαρη, ο σκοπός μου ήταν ακριβώς να γυρίσω αυτό το όπλο, αυτή την ερωτική ταπείνωση της προσβολής και της ντροπής, γλυκούτσικη ωστόσο στη διάρκεια τόσων αιώνων, εναντίον εκείνης της κοινωνίας, εναντίον εκείνων των προκαταλήψεων ξεπερασμένων πλέον και απαράδεκτων.
Εάν η χυδαιολογία είχε παραδοσιακά χρησιμοποιηθεί για να υποβαθμίσει και ταπεινώσει τη γυναίκα, τότε αυτή, είπα στον εαυτό μου, θα έπρεπε να είναι διπλά αποτελεσματική για να την απελευθερώσει. Εάν στο διήγημά μου «Όταν οι γυναίκες θέλουν τους άνδρες», ή στο «Από το πλευρό σου στον Παράδεισο» για παράδειγμα η ελευθέρια γλώσσα έχει βοηθήσει ώστε μια μόνο γυναίκα να συγκινηθεί μπροστά στην αδικία που συνεπάγεται και την ερωτική εκμετάλλευση της γυναίκας, δεν με νοιάζει καθόλου που με θεωρούν πορνογραφική συγγραφέα. Αισθάνομαι ικανοποιημένη γιατί θα έχω εκπληρώσει αρκούντως την επιθυμία μου να γίνω χρήσιμη.
H επιθυμία μου όμως να γίνω χρήσιμη, όπως και η δημιουργική μου και αποδομητική μου διάθεση δεν είναι παρά οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και οι δύο βρίσκονται αδιάρρηκτα ενωμένες από μια τρίτη ανάγκη που σχηματίζει το αστραφτερό βλέφαρο της άκρης τους. Η επιθυμία μου για απόλαυση. Το να γράφω είναι για μένα μια σωματική γνώση, η αδιάψευστη απόδειξη ότι η ανθρώπινη μορφή ( ατομική ή συλλογική) υπάρχει και συγχρόνως ως μια γνώση διανοητική, η ανακάλυψη δηλαδή της μορφής που με χαρακτηρίζει. Είναι μόνο δια της ευχαρίστησης που έχουμε επιτύχει να αφήσουμε καταγεγραμμένο στη μαρτυρία του ιδιαίτερου, την εμπειρία του γενικού, τη μαρτυρία της δικής μας ιστορίας και του δικού μας καιρού. Και σε αυτό το σώμα του κειμένου, όπως πολύ καλά γνώριζε ο Νερούδα ( για τον οποίο δεν υπήρχαν λέξεις σεμνές και άσεμνες, λέξεις αισχρές, ούτε σεμνότυφες οι δήθεν ευπρεπείς, παρά μόνο λέξεις αγαπημένες), το μόνο που μπορείς είναι να τους δίνεις μορφή μέσω της ευχαρίστησης διαλύοντας τη στοιβάδα που χωρίζει τη λέξη επιδερμίδα από το δέρμα του σώματος.
Αυτή η κορυφαία συνθήκη αυτή η φωτεινή απόλαυση που εγκαθίσταται ανάμεσα στον/την συγγραφέα και τη λέξη δεν επιτυγχάνεται ποτέ με την πρώτη απόπειρα. Η επιθυμία βρίσκεται εκεί, η ευχαρίστηση όμως είναι άπιαστη,φευγαλέα και μας διαφεύγει, μας ξεγλιστράει προσκολλημένη στα χνούδια της λέξης, κολλάει, κρέμεται ανάμεσα στα κενά, συχνά κλείνεται σαν μισοπεθαμένη, με ελάχιστη επαφή. Αν στην αρχή όμως η λέξη είναι ψυχρή, αδιάφορη, απούσα στις αναζητήσεις του συγγραφέα, κατάσταση που αναπόφευκτα του αθροίζει την πιο μαύρη απελπισία από την ένταση να την ταγιάρει, να την κατεβάσει, να την αγαπήσει, να την κακοποιήσει. Ωστόσο αυτή σιγά σιγά θα ζεσταθεί θα κινητοποιηθεί, θα αρχίσει να αναπνέει και να πάλλεται κάτω από τα δάχτυλά του μέχρι που γίνεται η κατάλληλη. Αυτή με τη σειρά της, την επιθυμία της, την αδήριτη ανάγκη της γίνεται πληθωρική, αποκτά σώμα. Η λέξη τότε καταλήγει τυραννική , βασίλισσα κάθε συλλαβής και κάθε σκέψης του συγγραφέα, καταλαμβάνει κάθε λεπτό την ημέρας του και της νύχτας του, του απαγορεύει να την αφήσει μέχρι που εκείνη η μορφή που έχει ξυπνήσει σ’ αυτήν και γι’ αυτήν τώρα να φτάσει να ενσαρκωθεί. To μυστικό, του να γνωρίσει κάποιος το σώμα ενός κειμένου, βρίσκεται τελικά στην επιθυμία της ευχαρίστησης και είναι αυτή η επιθυμία η οποία την κάνει δυνατή στον συγγραφέα. Και να συμπληρώσει τις άλλες του επιθυμίες με την επιθυμία να γίνει χρήσιμος ή με την επιθυμία του να οικοδομήσει ή να καταστρέψει τον κόσμο.
Η δεύτερη γνώση που εμπλέκεται δια της μεσολάβησης, κατά τη γνώμη μου, στο κειμενικό σώμα, είναι μια γνώση διανοητική, άμεσο αποτέλεσμα εκείνης της πυράκτωσης στην οποία με ρίχνει η επιθυμία του κειμένου. Σε κάθε συγγραφέα, σε κάθε καλλιτέχνη γενικότερα, υπάρχει μια έκτη αίσθηση που του υποδεικνύει πότε αυτό το σώμα στο οποίο έφτασε δουλεύοντάς το, έχει αποκτήσει τη τελική πια μορφή που θα έπρεπε να έχει. Φτάνοντας σ’ αυτό το σημείο, μια μόνο λέξη επιπλέον ( μια μόνο νότα , μια μονάχα γραμμή) θα έκανε αυτή τη σπίθα ή την κατάσταση ευφορίας , συνέπεια της ερωτικής μάχης μεταξύ του συγγραφέα και του έργου του, να αφανιστεί ανεπανόρθωτα. Αυτή η στιγμή είναι πάντοτε μια στιγμή έκπληξης και υπόκλισης. Η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ συγκρίνει αυτή τη μυστηριώδη στιγμή με εκείνη κατά την οποία ο φούρναρης γνωρίζει πότε πρέπει να σταματήσει πια να ζυμώνει το ψωμί, η Βιρτζίνια Γούλφ την ορίζει ως τη στιγμή κατά την οποία αισθάνεται το αίμα του κειμένου να κυλάει απ’ άκρη σ’ άκρη στο σώμα του. Η ικανοποίηση που μου χαρίζει αυτή η γνώση όταν τελειώνω να γράφω ένα διήγημα είναι το πλέον πολύτιμο που έχω επιτύχει να σώσω από το καμίνι της λογοτεχνίας.