You are currently viewing Rosario Ferré ( Puerto Rico 1937 – 2016 ): La cocina de la escritura. Mτφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Rosario Ferré ( Puerto Rico 1937 – 2016 ): La cocina de la escritura. Mτφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

 

   Si Aristóteles hubiera guisado, / mucho más hubiera escrito.

   Εάν ο Αριστοτέλης είχε μαγειρέψει /πολύ περισσότερα θα είχε γράψει.                                                                

                              Sor Juana Inés de la Cruz

 

                                                   I

  1. De cómo dejarse caer de la sartén al fuego

Περί του πώς αφήνεσαι να πέσεις από το τηγάνι στη φωτιά

 

Στα χρόνια που πέρασαν οι γυναίκες συγγραφείς έγραψαν για πολλούς λόγους. Η Έμιλυ Μπροντέ έγραψε για να καταδείξει την επαναστατική φύση του πάθους, η Βιρτζίνια Γούλφ για να εξορκίσει το φόβο της τρέλας και του θανάτου, η Τζόαν Ντιντιόν γράφει για να διερευνήσει αυτό που σκέφτεται και πώς σκέφτεται. Η Κλάρις Λισπέκτορ ανακαλύπτει στη γραφή της ένα λόγο για να αγαπά και να αγαπιέται. Στην περίπτωσή μου το να γράφω είναι μια επιθυμία να κτίζω και συγχρόνως να αποδομώ. Μια δυνατότητα να εξελίσσομαι και να αλλάζω. Γράφω για να οικοδομήσω λέξη τη λέξη την ανθρώπινη ύπαρξη που μιλάει και  για να διαλύσω τον τρόμο μου μπρος την ανυπαρξία. Υπό αυτήν την έννοια, η φράση «μητρική γλώσσα» έχει αποκτήσει για μένα μια ιδιαίτερη σημασία τα τελευταία χρόνια. Αυτή η σημασία έγινε φανερή σε έναν εβραίο συγγραφέα με το όνομα Χουάν (Ιωάννης), πάνε σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια, όταν άρχισε το βιβλίο του με τη φράση: «Εν αρχή ην ο Λόγος». Ο Ιωάννης, ως ευαγγελιστής, πάνω από όλα ήταν συγγραφέας και αναφερόταν στο λόγο με την λογοτεχνική του έννοια ως ο εν αρχή δημιουργός, όποιες και αν ήταν οι ερμηνείες που στα κατοπινά χρόνια θα προσέδιδε στη λαμπρή του φράση η Θεολογία. Αυτό το νόημα, που ο Ιωάννης αναγνώρισε στο Λόγο, εγώ προτιμώ να τον αποδώσω στη γλώσσα και ειδικότερα στη λέξη. Ο λόγος- πατέρας μπορεί να είναι μεταβατικός ή αμετάβατος, παρών, παρελθών ή μέλλων αλλά η λέξη-μητέρα ποτέ δεν αλλάζει, ποτέ δεν μετακινείται στο χρόνο. Ξέρουμε πως, αν την εμπιστευτούμε, θα μας πάρει από το χέρι να χαράξουμε το δικό μας δρόμο.

Πράγματι ευγνωμονώ  για πολλά τη λέξη. Είναι αυτή που με έκανε ικανή στο να έχω τη δική μου ταυτότητα, που δεν τη χρωστώ σε κανέναν παρά μόνο στη δική μου προσπάθεια. Για αυτόν το λόγο της έχω τόση εμπιστοσύνη, περισσότερη ακόμη και από τη μάνα που με γέννησε. Όταν σκέφτομαι ότι αποτυγχάνω σε όλα, ότι η ζωή δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παράλογο θέατρο στημένο αντίκρυ σε σφοδρό άνεμο, ξέρω ότι η λέξη βρίσκεται πάντα εδώ γύρω διατεθειμένη να μου ξαναφέρει την πίστη στον εαυτό μου και στον κόσμο. Αυτή η θεραπευτική ανάγκη για την οποία και γράφω, φαίνεται να σχετίζεται βαθειά με την ανάγκη μου για αγάπη. Γράφω για να ξαναβρώ τον εαυτό μου και για να ξαναβρώ τον κόσμο, για να πειστώ ότι όλα όσα αγαπώ είναι αιώνια.

Η επιθυμία μου όμως να γράφω είναι επίσης μια επιθυμία αποδόμησης, μια απόπειρα να συντριβώ και να συντρίψω τον κόσμο. Η λέξη, όπως η ίδια η φύση, είναι απέραντα σοφή και γνωρίζει πότε πρέπει να καταστρέψει το ξεπερασμένο και το φθαρμένο για να οικοδομήσει τη ζωή πάνω σε νέα θεμέλια. Στο βαθμό που και εγώ συμμετέχω στη συντέλεια του κόσμου, στρέφομαι εναντίον και του εαυτού μου, εναντίον και του δικού μου εργαλείου. Γράφω γιατί είμαι δυσαρεστημένη από την πραγματικότητα, γιατί στο βάθος οι δικές μου μύχιες απογοητεύσεις είναι αυτές που έκαναν να γεννηθεί μέσα μου η ανάγκη να ξαναφτιάξω τη ζωή, να την αντικαταστήσω με μια πραγματικότητα πιο συμπονετική και φιλάνθρωπη για τον ουτοπικό κόσμο και για την ουτοπική επίσης περσόνα που φέρω μέσα μου.

Αυτή η επιθυμία αποδόμησης, εξαιτίας της οποίας γράφω, σχετίζεται ευθέως με την ανάγκη να μισήσω και την ανάγκη να εκδικηθώ. Γράφω για να εκδικηθώ την πραγματικότητα και εμένα την ίδια, για να διαιωνίσω  ό,τι με πληγώνει και ό,τι με σαγηνεύει. Μονάχα οι πληγές, οι  πιο βαθιές γρατσουνιές ( εξ ων συμπεραίνεται, μετά από όλα αυτά, ότι αγαπώ παθιασμένα τον κόσμο) θα μπορέσουν ίσως κάποια μέρα να πυροδοτήσουν μέσα μου όλη τη δύναμη της ανθρώπινης έκφρασης.

Θα ήθελα τώρα να μιλήσω για αυτή την εποικοδομητική και αποδομητική επιθυμία σε σχέση με το έργο μου. Την ημέρα που κάθισα μπροστά στη μηχανή μου με την πρόθεση να γράψω το πρώτο μου διήγημα, ήξερα ήδη από εμπειρία πόσο δύσκολο ήταν να καταφέρω να έχω  πρόσβαση στο δικό μου δωμάτιο με το σύρτη στην πόρτα και σε εκείνες τις πεντακόσιες συμβολικές λίρες το χρόνο, που μου εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία και την ελευθερία μου. Είχα πάρει διαζύγιο και υποφέρει πολλά εξ αιτίας του έρωτα ή εξαιτίας αυτού που  είχα πιστέψει πως ήταν ο έρωτας, το να απαρνηθώ δηλαδή το δικό μου ζωτικό χώρο εν ονόματι της σχέσης μου με τον αγαπημένο μου.  Προσπαθώντας να είμαι η τέλεια σύζυγος, ήταν ίσως αυτό που με έκανε να στραφώ κάποια στιγμή εναντίον του εαυτού μου. Θέλοντας τόσο πολύ να είμαι, έτσι όπως έλεγαν ότι έπρεπε να είμαι, είχα παραιτηθεί από το να υπάρχω, είχα απαρνηθεί τις προσωπικές μου ανάγκες, ταπό το τι επιζητούσε η ψυχή μου.

Το να ζω έντονα, θεωρούσα πάντα ότι ήταν η πιο σημαντική από τις ζωτικές μου επιθυμίες. Δεν με ευχαριστούσε με τίποτα η προστατευμένη ύπαρξη, η απαλλαγμένη από κάθε κίνδυνο αλλά και  ευθύνες, που μέχρι τότε βίωνα στο κέλυφος της εστίας. Επιθυμούσα να ζήσω, να πειραματιστώ, να γευθώ τη γνώση, την τέχνη, την περιπέτεια, τον κίνδυνο. Όλα από πρώτο χέρι και χωρίς να τα περιμένω από τις διηγήσεις των άλλων. Στην πραγματικότητα αυτό που ήθελα ήταν να απαλλαγώ από το φόβο του θανάτου. Όλοι φοβόμαστε το θάνατο, εγώ όμως ένιωθα για αυτόν έναν ιδιαίτερο τρόμο, τον τρόμο όσων δεν έχουν γνωρίσει τη ζωή. Η ζωή μας ξεσκίζει, μας κατασπαράζει, μας κάνει μέτοχους στην απόλαυση και στον τρόμο αλλά στο τέλος μας παρηγορεί, μας διδάσκει να αποδεχτούμε το θάνατο ως το αναγκαίο και φυσικό τέλος. Να βλέπω όμως τον εαυτό μου υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει τον θάνατο χωρίς να έχει γνωρίσει τη ζωή, χωρίς να έχει τολμήσει να πάρει το μάθημά της, μου φαινόταν μια ασυγχώρητη αδικία. Για αυτό λοιπόν, έλεγα στον εαυτό μου,  οι αθώοι όσοι πεθαίνουν χωρίς να έχουν ζήσει, χωρίς να έχουν δώσει λογαριασμό για τις πράξεις τους, θα σταματήσουν όλοι στο Λίμπο[1]. Ένιωθα να είμαι πεπεισμένη ότι ο Παράδεισος ήταν για τους καλούς και η Κόλαση για τους κακούς, για εκείνους τους ανθρώπους δηλαδή που είχαν κερδίσει κοπιαστικά τη σωτηρία ή την καταδίκη. Πίστευα όμως ότι στο Λίμπο υπήρχαν μόνο γυναίκες και παιδιά που δεν γνωρίζαμε, πώς είχαν φτάσει ως εκεί.

Την ημέρα του ντεμπούτο μου ως συγγραφέα, παρέμεινα πολύ ώρα καθισμένη μπροστά στη γραφομηχανή μου μηρυκάζοντας αυτές τις σκέψεις. Το να γράψω το πρώτο μου διήγημα σήμαινε ότι αναπόφευκτα έκανα το πρώτο μου βήμα είτε προς τα ουράνια είτε προς την κόλαση. Και εκείνη η βεβαιότητα με έκανε να αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε μια κατάσταση ευφορίας και κατάθλιψης. Ήταν σχεδόν σαν να βρισκόμουν στην ώρα μου να γεννηθώ, προβάλλοντας ντροπαλά το κεφάλι από τις πόρτες του Λίμπο. Έλεγα στον εαυτό μου ότι,άν η φωνή μου ακουγόταν ψεύτικη, εάν η βούλησή μου με εγκατέλειπε, όλες μου οι θυσίες θα είχαν πάει  επί ματαίω.  Θα έχω απαρνηθεί βλακωδώς αυτή την προστασία που, χωρίς να αντισταθώ στην αρνητική της πλευρά, μου πρόσφερε ο ρόλος της καλής συζύγου και νοικοκυράς και θα έχω πέσει δικαίως από το τηγάνι στη φωτιά.

Η Βιρτζίνια Γούλφ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν για μένα εκείνο τον καιρό κάτι σαν ευαγγέλιο στο κομοδίνο του κρεβατιού μου. Ήθελα εκείνες να μου έδειχναν πώς να γράφω καλά ή τουλάχιστον να μη γράφω άσχημα. Διάβαζα όλα όσα έγραψαν, όπως ένα υγειές άτομο παίρνει κάθε νύχτα, πριν κοιμηθεί, μερικές κουταλιές από ένα ευεργετικό ελιξήριο που το σώζει από το θάνατο, από όλη εκείνη τη μάστιγα των κακών εξαιτίας των οποίων είχε εξαφανιστεί η πλειονότητα των γυναικών συγγραφέων που είχαν προηγηθεί ακόμη δε και πολλές από τις σύγχρονές τους. Πρέπει να παραδεχτώ ότι εκείνα τα αναγνώσματα δεν πέτυχαν και τόσο να μου ενισχύσουν την ταυτότητα της συγγραφέα, νεογέννητη και εύθραυστη ακόμη. Η συνηθισμένη κίνηση του χεριού μου μέχρι τώρα ήταν εκείνη του να κρατάω υπομονετικά το τηγάνι πάνω στη φωτιά και όχι εκείνη του να κραδαίνω επιθετικά την πένα ανάμεσα στη φλόγα, τόσο της Σιμόν όσο και της Βιρτζίνια. Παρότι αναγνώριζαν τις επιτυχίες που αυτές οι γυναίκες συγγραφείς είχαν καταφέρει μέχρι τότε,  τις έκριναν αρκετά πικρόχολα. Η Σιμόν είχε τη γνώμη ότι οι γυναίκες επέμεναν συχνά σε θέματα που παραδοσιακά θεωρούνταν γυναικεία, όπως για παράδειγμα η ανησυχία σε σχέση με τον έρωτα, η καταγγελία μιας διαπαιδαγώγησης και κάποιες συνήθειες που είχαν περιορίσει ανεπανόρθωτα τη ζωή τους. Σε θέματα υπό κρίση όπως αυτά, το να περιοριστείς και μόνο σε αυτά, σήμαινε ότι δεν είχε διεθνοποιηθεί καταλλήλως η ικανότητα για τη διαχείριση της ελευθερίας. «Η τέχνη, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία» μου έλεγε η Σιμόν «είναι προσπάθειες να θεμελιώσεις τον κόσμο πάνω σε μια ανθρώπινη καινούργια ελευθερία, αυτή του ατόμου δημιουργού. Για να το επιτύχει αυτό μια γυναίκα θα πρέπει πρώτα από όλα να επωμιστεί τις ευθύνες ενός ελεύθερου όντος».

Κατά τη γνώμη της, η γυναίκα θα έπρεπε ασφαλώς να είναι δημιουργική στη λογοτεχνία της, όχι όμως δημιουργική σε θέματα εσωστρέφειας αλλά σε θέματα κοινά πρωτίστως ιστορικά και κοινωνικά. Για τη Σιμόν η ενστικτώδης ικανότητα, η επαφή με δυνάμεις μη ορθολογικές, η ικανότητα για τη συγκίνηση ήταν φυσικά ιδιότητες σπουδαίες, συγχρόνως όμως ήταν και ιδιότητες δευτέρας κατηγορίας. Η λειτουργία του κόσμου, η σειρά των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων που καθορίζουν την πορεία της ζωής μας βρίσκονται στα χέρια εκείνων που παίρνουν τις αποφάσεις τους υπό το φως της γνώσης και του ορθού λόγου, μου έλεγε η Σιμόν, και όχι με το ένστικτο και τη συγκίνηση. Και ήταν αυτά τα θέματα της λογοτεχνίας με τα οποία η γυναίκα όφειλε να ασχοληθεί  στο εξής.

Η Βιρτζίνια Γούλφ από την άλλη πλευρά ζούσε εμμονικά  για την αναγκαιότητα μιας αντικειμενικότητας και αποστασιοποίησης που, κατά τη γνώμη της, πολύ λίγες φορές είχε παρατηρηθεί στη γυναικεία συγγραφή. Από τις συγγραφείς του παρελθόντος η Βιρτζίνια εκτιμούσε μόνο τη Τζαίην Ώστιν και την Έμιλυ Μπροντέ, γιατί μόνο αυτές κατάφεραν να γράψουν όπως ο Σαίξπηρ «αφού έβαλαν φωτιά σε όλα τα εμπόδια». « Είναι ολέθριο εκείνος που γράφει να σκέφτεται με γνώμονα το φύλο του, μου έλεγε η Βιρτζίνια ,και είναι ολέθριο για μια γυναίκα να υποβιβάζει στο ελάχιστο ένα παράπονο, να ακυρώνει  ένα λόγο έστω δίκαια να μιλήσει τελικά και ενσυνείδητα  όπως μια γυναίκα. Στα βιβλία αυτών των συγγραφέων που δεν πετυχαίνουν να ελευθερωθούν  από τον γυναικείο τρόπο σκέψης υπάρχουν παραμορφώσεις και εκτροπές. Με αποτέλεσμα η γυναίκα να γράψει με τρέλα αντί να γράψει με ευαισθησία. θα μιλήσει για την ίδια αντί να μιλήσει για τους ήρωές της. Έτσι αντιμάχεται την επιτυχία της. Πώς θα μπορέσει τότε να αποφύγει να  πεθάνει νέα, απογοητευμένη και αποτυχημένη;» Για τη Βιρτζίνια προφανώς η γυναικεία λογοτεχνία δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ καταστροφική ή οργισμένη αλλά τόσο αρμονική και διαυγής όσο η δική της.

Είχα λοιπόν βρει το θέμα μου, τίποτα λιγότερο από τον κόσμο. Το ύφος μου λοιπόν δεν ήταν καθόλου διαφορετικό από ένα απολύτως ουδέτερο γλωσσικό ιδίωμα, αμερόληπτο ,αφιερωμένο να αφήσει να αναβλύσει η αληθοφάνεια του θέματος, έτσι όπως με είχαν συμβουλέψει η Σιμόν και η Βιρτζίνια. Έλειπε μόνο να βρω την άκρη του νήματος, να ανακαλύψω σύμφωνα με το Χένρυ Τζαίημς αυτό το άκρως προσωπικό παράθυρο, ανάμεσα στα χιλιάδες που έχει η φαντασία, δια του οποίου θα πετύχαινα να μπω στο θέμα μου. Το παράθυρο της ιστορίας μου. Σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να βρω μια ιστορική λεπτομέρεια, για παράδειγμα κάτι που να σχετίζεται με αυτό που σήμαινε για τη δική μας αστική τάξη, την αλλαγή δηλαδή από την αγροτική κοινωνία, που βασιζόταν στη μονοκαλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου, σε μια κοινωνία αστική ή βιομηχανική. Όπως για παράδειγμα η απώλεια ορισμένων αξιών, που εκείνη η αλλαγή είχε επιφέρει στις αρχές του αιώνα την εγκατάλειψη δηλαδή της γης, την εγκατάλειψη ενός κώδικα πατριαρχικής συμπεριφοράς που βασιζόταν μεν στην εκμετάλλευση αλλά συχνά και σε κάποιες ηθικές αξίες χριστιανικής φιλανθρωπίας,  που αντικαταστάθηκαν από ένα νέο εμπορικό και ωφελιμιστικό κώδικα που μας ήρθε από τα βόρεια. Η εμφάνιση μιας νέας επαγγελματικής τάξης με έδρα στα χωριά, πολύ γρήγορα πήρε τη θέση της παλιάς ολιγαρχίας του ζαχαροκάλαμου ως τάξη ιθύνουσα.

Μια ιστορική λεπτομέρεια λοιπόν, βασισμένη σε εκείνη την νέα τάξη, μου φαινόταν περίφημη από κάθε άποψη. Δεν υπήρχε εκεί καμιά πιθανότητα να κατηγορήσω τον εαυτό μου ούτε για κατασκευές ούτε για καταστροφές αχρείαστες, σε ένα θέμα σαν αυτό δεν υπήρχε τίποτα  που να έχει σχέση με εκνευριστικούς γυναικείους καβγάδες,. Αφού διάλεξα τελικά το κοινωνικό πλαίσιο της υπόθεσής μου, έβαλα τα χέρια μου πάνω στη γραφομηχανή αποφασισμένη να αρχίσω να γράφω. Κάτω από τα δάχτυλά μου τα δεκαέξι γράμματα της λατινικής αλφαβήτου έτρεμαν, έτοιμα να πεταχτούν επάνω όπως οι χορδές ενός παντοδύναμου οργάνου. Πέρασε μια ώρα, πέρασαν δυο, πέρασαν τρεις, χωρίς έστω μια ιδέα να διασχίσει τρέμοντας από φόβο τον διαυγή ορίζοντα του μυαλού μου. Είχα εκείνη τη στιγμή τόσα στοιχεία, τόσα μυθιστορηματικά συμβάντα της δικής μας ιστορικής εξέλιξης και δεν είχα την παραμικρή ιδέα από πού έπρεπε να ξεκινήσω. Όλα μου φαίνονταν σημαντικά όχι μόνο για ένα διήγημα που, αναμφίβολα, θα ήταν αδέξιο και για αρχάριο ακόμα, αλλά για μια ντουζίνα ακόμα μυθιστορημάτων που θα μπορούσα να γράψω.

Αποφάσισα να κάνω υπομονή, να μην απελπίζομαι, έστω και αν ήταν ανάγκη  να περάσω όλη τη νύχτα άγρυπνη. Στην ωριμότητα, αυτό είναι τα πάντα, έλεγα στον εαυτό μου,  εκεί βρισκόταν το πρώτο μου διήγημα, δεν έπρεπε να το ξεχνάω. Εάν συγκεντρωνόμουν όσο χρειαζόταν θα έβρισκα επιτέλους την αρχή της ιστορίας μου. Άρχιζε πια να ξημερώνει και ο ήλιος έβαψε μαβί το παράθυρο του γραφείου μου, όταν αποκοιμήθηκα βαθειά πάνω στα σιωπηλά ακόμα πλήκτρα της γραφομηχανής μου. Ολόγυρά  μου τα σταχτοδοχεία περισσότερο έμοιαζαν με δοχεία πολεμικού κρεματορίου, όπως και τα φλιτζάνια με κρύο καφέ που θύμιζαν τις πολεμίστρες μιας πόλης μάταια πολιορκημένης. Εκείνη τη Θλιβερή Νύχτα πείστηκα ότι ποτέ δεν θα έγραφα το πρώτο μου διήγημα. Ευτυχώς το πιο παρηγορητικό μάθημα που έχω πάρει από τη ζωή είναι ότι, παρά τις αναποδιές τις οποίες κάποιος είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει, εκείνη μας κρατάει ζωντανούς και ότι εκείνη η αποτυχία, παρόλα αυτά, δεν θα επηρέαζε σε τίποτα την αγάπη μου για το διήγημα. Γιατί αν δεν μπορούσα να γράψω έστω ένα, τουλάχιστον μπορούσα να το ακούσω. Και στην καθημερινότητά μου ήμουν πάντοτε αχόρταγη στο να ακούω διηγήσεις. Οι ιστορίες που μου αφηγήθηκαν  άνθρωποι στο δρόμο, ήταν πάντοτε αυτές που με ενδιέφεραν περισσότερο και θαυμάζω το γεγονός ότι εκείνοι που μου τις διηγήθηκαν, συνήθως δεν γνωρίζουν ότι  αυτό που μου αφηγήθηκαν ήταν ήδη ένα διήγημα. Κάτι παρόμοιο μου συνέβη μερικές μέρες αργότερα, όταν με προσκάλεσαν για φαγητό στο σπίτι μιας θείας μου.

Καθισμένη στην κεφαλή της τραπεζαρίας, ενώ άφηνε να πέσει στο φλιτζάνι του τσαγιού αργά μια κουταλιά μέλι, άκουγα τη θεία  που άρχισε να διηγείται μια ιστορία. Η ιστορία, είπε, είχε διαδραματιστεί σε μια μακρινή φυτεία ζαχαροκάλαμου στις αρχές του αιώνα και η ηρωίδα  ήταν μια δική της μακρινή συγγένισσα που έφτιαχνε κούκλες γεμάτες με εκείνο το παχύρευστο, σαν μέλι, υγρό από ζαχαροκάλαμο. Η παράξενη κυρία είχε υπάρξει θύμα του συζύγου της, ενός αχρείου και μέθυσου, που είχε ξεκοκκαλίσει την περιουσία της για να την πετάξει μετά έξω από το σπίτι και να συζήσει με άλλη. Η οικογένεια της θείας μου σεβόμενη τις παραδόσεις εκείνου του καιρού, τής είχε προσφέρει στέγη και υποστήριξη, παρότι εκείνη την εποχή το αγρόκτημα ζαχαροκάλαμου στο οποίο ζούσαν βρισκόταν στα πρόθυρα της πτώχευσης. Προκειμένου να ανταποκριθεί σε εκείνη τη γενναιοδωρία, η προδομένη κυρία είχε αφοσιωθεί στο να φτιάχνει κούκλες γεμάτες με μέλι για τα κορίτσια της οικογένειας.

Λίγο μετά τον ερχομό  της στο αγρόκτημα η συγγένισσα που ακόμα ήταν νέα και όμορφη εμφάνισε μια παράξενη πάθηση. Το δεξί της πόδι άρχισε να πρήζεται χωρίς εμφανή αιτία και οι συγγενείς της αποφάσισαν να στείλουν να φέρουν το γιατρό του κοντινού χωριού για να την εξετάσει. Ο γιατρός,  ένας νεαρός χωρίς ηθικές αρχές  που είχε πρόσφατα αποφοιτήσει από ένα πανεπιστήμιο του εξωτερικού, στην αρχή ερωτεύτηκε την κοπέλα  και μετά διέγνωσε λανθασμένα ότι η πάθησή της ήταν αγιάτρευτη. Βάζοντάς της έμπλαστρα κομπογιαννίτη την καταδίκασε να ζει ανάπηρη σε μια καρέκλα, ενώ της έτρωγε χωρίς λύπηση τα λίγα χρήματα που η δύστυχη είχε καταφέρει να διασώσει από το γάμο της. Η συμπεριφορά του γιατρού μου φάνηκε βέβαια  ανήθικη, όμως αυτό που περισσότερο με συγκίνησε σε εκείνη την ιστορία δεν ήταν η προστυχιά του αλλά η απόλυτη παραίτηση με την οποία, εκείνη η γυναίκα στο όνομα της αγάπης είχε αφήσει να την εκμεταλλευτούν για περίπου είκοσι χρόνια.

Δεν θα επαναλάβω εδώ την υπόλοιπη ιστορία που μου διηγήθηκε εκείνο το απόγευμα η θεία  γιατί συμπεριλαμβάνεται στη «Μικρότερη κούκλα» , το πρώτο μου διήγημα. Φυσικά δεν το αφηγήθηκα με τις ίδιες λέξεις με τις οποίες μου το αφηγήθηκε εκείνη ούτε επανέλαβα τον αφελή πανηγυρικό της για έναν κόσμο που, ευτυχώς, εξαφανίστηκε. Και στον οποίο οι μεροκαματιάρηδες στα ζαχαροκάλαμα πέθαιναν από ασιτία ενώ οι κόρες των αφεντικών τους έπαιζαν με κούκλες γεμισμένες με μέλι. Εκείνη όμως η ιστορία σε γενικές γραμμές πληρούσε  τις προϋποθέσεις που εγώ είχα θέσει. Είχε να κάνει με την κατάρρευση μιας τάξης και την αντικατάστασή της με μια άλλη, με την μετεξέλιξη ενός συστήματος αξιών βασισμένων στο σκεπτικό της οικογένειας για  προσωπικά συμφέροντα κέρδους και εκμετάλλευσης, που κατέληξε σε μια θεώρηση του κόσμου χρησιμοθηρική και χωρίς ηθικές αρχές.

Με το που άναψα τη λάμπα, το ίδιο εκείνο βράδυ κλείστηκα στο γραφείο μου και δεν σταμάτησα μέχρι που εκείνη η σπίθα που τρεμόπαιζε μπρος στα μάτια μου σταμάτησε ακριβώς στην καρδιά του τι ήθελα να πω. Όταν τελείωσε το διήγημα, έγειρα στην καρέκλα για να το διαβάσω ολόκληρο, βέβαιη ότι έχω γράψει μια ιστορία πάνω σε ένα κοινωνικό θέμα εξαιρετικού βεληνεκούς, απολύτως απαλλαγμένο από γυναικείες συγκρούσεις, ώσπου κατάλαβα ότι όλες μου οι προφυλάξεις είχαν πάει επί ματαίω. Εκείνη η παράξενη συγγενής, θύμα μιας αγάπης που την είχε δυο φορές υποβάλλει στην εκμετάλλευση από τον αγαπημένο της, είχε παραμείνει στην ιστορία μου, βασίλευε σε αυτήν σαν μια τραγική και αδιάλλακτη Εστιάδα. Το θέμα μου, ακόμη και ενταγμένο στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο το οποίο είχα ως σκοπό, εξακολουθούσε να είναι ο έρωτας, ο καημός μέχρι και, αλίμονο ήταν ανάγκη να το παραδεχτώ, η εκδίκηση. Η εικόνα εκείνης της γυναίκας να κάθεται χρόνια ολόκληρα στο μπαλκόνι μπροστά στη φυτεία του ζαχαροκάλαμου με την καρδιά κομμάτια, με είχε αγγίξει στα μύχια της ψυχής μου. Ήταν εκείνη εντέλει που μου είχε ανοίξει το παράθυρο του διηγήματός μου, τόσο ερμητικά κλειστό πριν.

Είχα προδώσει την Σιμόν γράφοντας πάνω στην εσωτερική πραγματικότητα της γυναίκας  και είχα προδώσει και τη Βιρτζίνια αφού άφησα να παρασυρθώ από την οργή, το θυμό που μου προξενούσε εκείνη η ιστορία. Ομολογώ πως ήμουν έτοιμη να πετάξω το διήγημά μου στον κάλαθο των αχρήστων, να ξεφορτωθώ εκείνη την απόδειξη, που κατά την γνώμη την ευαγγελιστριών στο προσκεφάλι μου, με ταύτιζε με όλες τις συγγραφείς που είχαν αποτύχει οικτρά στο παρελθόν και στο παρόν. Από τύχη δεν το έκανα, το φύλαξα σε ένα συρτάρι του γραφείου μου με την προσμονή καλύτερων ημερών, εκείνης της ημέρας που όταν έρχονταν θα καταλάβαινα καλύτερα εμένα την ίδια.

Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που έγραψα το « Η μικρότερη κούκλα» και έχω γράψει πολλά διηγήματα από τότε, πιστεύω πως τώρα πια μπορώ να είμαι αντικειμενική με μεγαλύτερη ωριμότητα με βάση τα μαθήματα που πήρα εκείνη την ημέρα. Αισθάνομαι λιγότερο ένοχη απέναντι στη Σιμόν και τη Βιρτζίνια γιατί έχω ανακαλύψει ότι, όταν κάποιος επιχειρεί να γράψει ένα διήγημα ή ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα, πρέπει να σταματά να ακούει συμβουλές ακόμη και από εκείνους τους δασκάλους που πλέον θαυμάζει, γιατί έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση της γλώσσας και της φαντασίας. Σήμερα ξέρω από εμπειρία ότι δεν αξίζει για τίποτα να γράφεις έχοντας εκ των προτέρων ως σκοπό να κατασκευάσεις πραγματικότητες έξω από τον εαυτό σου, να προσπαθήσεις πάνω σε παγκόσμια θέματα και σκοπούς εάν δεν χτίσεις πρώτα την εσωτερική σου πραγματικότητα.

Δεν αξίζει διόλου να προσπαθεί κάποιος να γράψει σε ουδέτερο ύφος, αποστασιοποιημένο, που δεν ενοχλεί, εάν πρώτα δεν έχει το σθένος να καταστρέψει την εσωτερική του πραγματικότητα. Γράφοντας για τους ήρωές του ένας συγγραφέας γράφει πρωτίστως για τον εαυτό του τον ίδιο ή για διάφορες πλευρές του εαυτού του μια και, όπως για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ,καμία αρετή ή αμαρτία δεν του είναι ξένη.

Το να ταυτιστώ με την παράξενη ηρωίδα του «Η μικρότερη κούκλα»  είχα κάνει πιθανές και τις δύο διαδικασίες. Από τη μια μεριά είχα ανακατασκευάσει στην κακοτυχία της τη δική μου ερωτική κακοτυχία. Από την άλλη με το να αντιληφτώ ποιες ήταν οι αδυναμίες της και οι ελλείψεις της, δηλαδή η παθητικότητά της, η συμμόρφωσή της, η τρομακτική της παραίτηση, την είχα καταστρέψει  εν ονόματί μου. Αν και είναι πιθανόν επίσης και να την έχω διασώσει. Στα κατοπινά διηγήματα οι ηρωίδες μου έχουν καταφέρει να είναι πιο δυνατές και  ελεύθερες, πιο δραστήριες και θετικές, ίσως γιατί γεννήθηκαν από τις στάχτες του «Η μικρότερη κούκλα». Η απογοήτευση της ηρωίδας μου υπήρξε σε κάθε περίπτωση αυτό που με έκανε να πέσω από το τηγάνι στη φωτιά της λογοτεχνίας.

 

Μάιος του 2014, Valladolid de Castilla, España.

 

 

 

[1] Λίμπο: Ο τόπος που, σύμφωνα με την Καθολικισμό, πηγαίνουν οι ψυχές των αβάπτιστων παιδιών.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.