You are currently viewing Rossario Ferré: ´´LA COCINA DE LA ESCRITURA´´ III De cómo alimentar el fuego – Μτφ από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Rossario Ferré: ´´LA COCINA DE LA ESCRITURA´´ III De cómo alimentar el fuego – Μτφ από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

                              Περί του πώς να ταϊσεις τη φωτιά

Θα ήθελα τώρα να μιλήσω λίγο για εκείνη τη  μυστηριώδη τροφή που τρέφει κάθε λογοτεχνία. Τη φαντασία ως τροφή της. Αυτό το θέμα με ενδιαφέρει για δυο λόγους. Για τον περίεργο σκεπτικισμό που συχνά βρίσκω ότι υπάρχει στο κοινό γενικότερα, όσον αφορά στην ύπαρξη φαντασίας, και για την σπουδαιότητα που  δίνουν συνήθως λόγιοι και επαγγελματίες της λογοτεχνίας στην αυτοβιογραφική εμπειρία του συγγραφέα. Μια από τις πιο συχνές ερωτήσεις που μου κάνουν τόσο οι ξένοι όσο και οι φίλοι είναι, πώς μπορώ να γράφω για την Μαύρη Ισαβέλ, μια διάσημη ιερόδουλη της Πόνσε ( το χωριό από το οποίο κατάγομαι), χωρίς να την έχω γνωρίσει ποτέ. Η ερώτηση πάντα με εκπλήσσει γιατί συνεπάγεται μια γενικότερη δυσκολία στο να θέσω κάποια όρια ανάμεσα στη φανταστική πραγματικότητα και στη βιωμένη πραγματικότητα ή πιθανόν η δυσκολία αυτή να είναι ακριβώς αυτή του  να κατανοήσω ποια είναι η εγγενής φύση της λογοτεχνίας. Για παράδειγμα σε μένα ποτέ δεν έχει συμβεί να ρωτήσω τη Μαίρη Σέλλεϋ, εάν στους περιπάτους της στα βουκολικά μονοπάτια γύρω από τη λίμνη της Γενεύης είχε συναπαντηθεί κάποια φορά με ένα ζωντανό-νεκρό τέρας με ύψος δέκα πόδια, ίσως αυτό να οφείλεται όμως στο ό,τι όταν για πρώτη φορά διάβασα τον Φρανκεστάιν δεν ήμουν παρά ένα κοριτσάκι και η Μαίρη Σέλλεϋ ήταν πια πεθαμένη πάνω από εκατό χρόνια. Στην αρχή σκέφτηκα ότι εκείνη η αθώα ερώτηση θα μπορούσε να είναι κατανοητή στο δικό μας νησί και σε ένα κοινό που ήταν συνηθισμένο να διαβάζει μυθοπλασία αλλά όταν κάποιοι κριτικοί με ρωτούσαν, εάν είχα προλάβει να γνωρίσω προσωπικά τη Μαύρη Ισαβέλ ή αν κάποια φορά είχα επισκεφτεί το μπορντέλο της (υπαινιγμός που αναπόφευκτα με έκανε να κοκκινίσω από θυμό), είπα στον εαυτό μου ότι η δυσκολία του να εξετάσω την ύπαρξη της φαντασίας ήταν κακό  από τα πιο μεγάλα σε βεληνεκές. Είχα πάντα την εντύπωση ότι η σύγχρονη κριτική έδινε αρκετή σημασία στη μελέτη της ζωής των συγγραφέων, εκείνη η επιμονή, τόσο ξεδιάντροπα  όμως,  στην αυτοβιογραφική φύση των αφηγημάτων μου μού επιβεβαίωσε τους φόβους μου. Η σπουδαιότητα που έχουν αποκτήσει σήμερα οι βιογραφικές μελέτες φαίνεται να βασίζεται στην θεώρηση σύμφωνα με την οποία η ζωή των συγγραφέων κάνει κατά κάποιον τρόπο πιο κατανοητά τα έργα τους, όταν στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίστροφο. Το έργο του συγγραφέα άπαξ και τελειώσει αποκτά μια ανεξαρτησία απόλυτη σε σχέση με τον δημιουργό του και μπορεί μονάχα να συσχετισθεί με αυτόν στο βαθμό που δίνει ένα βαθύ ή επιπόλαιο νόημα στη ζωή του. Αυτό το είδος όμως της ερμηνείας του λογοτεχνικού έργου, αρκετά συνηθισμένο σήμερα στη μελέτη της ανδρικής λογοτεχνίας, είναι ακόμα πιο συνηθισμένο όταν πρόκειται για τη μελέτη της γυναικείας λογοτεχνίας. Τα όσα έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα γύρω από τη ζωή των αδελφών Μπροντέ για παράδειγμα ή γύρω από τη ζωή της Βιρτζίνια Γούλφ υπερκαλύπτουν χωρίς αμφιβολία  τον όγκο των μυθιστορημάτων τους. Έχω την κρυφή υποψία ότι αυτό το ενδιαφέρον στα βιογραφικά στοιχεία των συγγραφέων προέρχεται από την πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο επιδέξιες ως προς το να  φαντάζονται από τους άντρες και ότι τα έργα τους ασκούν αναμφίβολα μια ανήθικη διαρπαγή της πραγματικότητας από εκείνη των ανδρών συναδέλφων τους καλλιτεχνών.

Η δυσκολία για να παραδεχτούν την ύπαρξη  φαντασίας έχει στο βάθος της  κοινωνική προέλευση. Η φαντασία ενέχει παιχνίδι,  ασέβεια ως προς το κατεστημένο και τόλμη  στο να επινοηθεί μια πιθανή τάξη ανώτερη της υπάρχουσας. Χωρίς όμως αυτό το παιχνίδι η λογοτεχνία δεν υφίσταται. Για τούτο λοιπόν  η φαντασία (όπως το λογοτεχνικό έργο) είναι πάντα ανατρεπτική, υπονομευτική. Καθώς ο Οκτάβιο Πας πιστεύω ότι υπάρχει κάτι τρομερά πρόστυχο στη σύγχρονη σκέψη που ανέχεται «κάθε τύχη σε σημαντικά ψεύδη στην πραγματική ζωή και κάθε τύχη σε πραγματικές πραγματικότητες» αλλά δεν αντέχει την ύπαρξη του μύθου. Αυτό αντανακλά και τον τρόπο με τον  οποίο η λογοτεχνία διδάσκεται στα πανεπιστήμιά μας. Υπάρχει σήμερα, όπως από πάντα υπήρξε, μια προσέγγιση κυρίως αναλυτική στη λογοτεχνική ενασχόληση. Στα δικά μας εκπαιδευτήρια αναλύεται με χίλιους τρόπους το καταγεγραμμένο έργο σύμφωνα με τους κανόνες του δομισμού, της κοινωνιολογικής θεωρίας, της υφολογίας, της σημειωτικής και πολλών άλλων σχολών. Όταν το έργο έχει ολοκληρωθεί τους έχει αποδοθεί  δικαιωματικά και αντιστρόφως, έχει τεμαχιστεί μέχρι του σημείου που να μην έχει μείνει από αυτό τίποτα άλλο παρά ένα σύννεφο από σημεία και μορφήματα  που επιπλέουν στο περιβάλλον μας. Είναι σαν να πρέπει στο λογοτεχνικό έργο για να του προσδώσουμε αξία να του βγάλουμε τα συκώτια. Όπως σε ένα ρολόι οι μηχανισμοί του ξεμοντάρονται, οι κρυφοί του άξονες και ροδέλες, ωστόσο το σημαντικό δεν είναι τόσο το πώς λειτουργεί αλλά πώς δείχνει το χρόνο. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στην κοινωνία μας είναι αποδεκτή μόνο από τη γωνία οπτικής του κριτικού. Το να είναι ειδικός κάποιος που αναλύει τη λογοτεχνία είναι μια αυθεντία αξιότιμη και ανταμοίψιμη. Να είσαι όμως συγγραφέας, να παίζεις με τη φαντασία, με τη πιθανότητα της αλλαγής του κοινωνικού στάτους είναι μια ενασχόληση υπονομευτική και δεν καταξιώνεται ούτε ανταμοίβεται. Είναι γι’ αυτό που στα εκπαιδευτήριά μας προσφέρονται τόσο λίγα σεμινάρια λογοτεχνικής δημιουργίας και είναι γι’ αυτό που οι συγγραφείς,  στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι υποχρεωμένοι να κερδίζουν τα προς το ζην με άλλες ιδιότητες και να γράφουν λογοτεχνία μόνο « από αγάπη προς την τέχνη».

Μαθαίνοντας να γράφεις (όχι να κάνεις λογοτεχνική κριτική) είναι μια μαγική ασχολία, συγχρόνως όμως πολύ ιδιαίτερη. Επίσης αυτό το μαγικό ξόρκι έχει τις συνταγές του και οι ερασιτέχνες δοκιμάζουν με προσοχή και ακρίβεια τη ποσότητα  από τα μαγικά που είναι αναγκαία να προσθέσουν στο καζάνι των λέξεων. Οι κανόνες του πώς θα γράψεις ένα διήγημα, ένα μυθιστόρημα ή ένα ποίημα, κανόνες καθόλου μυστικοί, είναι εδώ σωσμένοι  στο διηνεκές σε κοπτικά δοχεία για τους κριτικούς αλλά σε τίποτα δεν ωφελούν το συγγραφέα, αν αυτός δεν μάθει να τους χρησιμοποιεί.

Το πρώτο μάθημα που οι σπουδαστές της λογοτεχνίας οφείλουν σήμερα να πάρουν  στα πανεπιστήμιά μας είναι ότι όχι μόνο η φαντασία υπάρχει αλλά ότι αυτή είναι η πιο δυνατή τροφή που τρέφει κάθε μυθοπλασία. Είναι η φαντασία που μέσω αυτής ο συγγραφέας μετασχηματίζει σε καλλιτεχνική ύλη την εμπειρία εκείνη που αποτελεί το πρωταρχικό λατομείο του έργου του δηλαδή την  αυτοβιογραφική του εμπειρία.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.