Στεκόταν εκεί, στο σταθμό του τραίνου και τον έβλεπε να μπαίνει στο πέμπτο βαγόνι , κρατώντας από το χέρι την άγνωστη γυναίκα, που καθόταν, πριν από λίγή ώρα, στο παγκάκι που βρισκόταν δίπλα της. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν κόρη του κι όχι ερωμένη του. Αισθανόταν έναν κόμπο στο λαιμό που την έπνιγε. Το τραίνο σφύριξε δύο φορές. Τους είδε να κάθονται μαζί, στη θέση που ήταν δίπλα στο παράθυρο του βαγονιού . Αισθάνθηκε να διαπερνά το σώμα της ηλεκτρικό ρεύμα διακοσίων volt, όχι από ζήλια, αλλά από θυμό. Έβαλε μηχανικά τα χέρια της, στις τσέπες του παλτού της, ψαχουλεύοντάς τες εσωτερικά, λες και κάτι έψαχνε. Έριξε μια ματιά τριγύρω και αντί να πάρει την κατεύθυνση προς την έξοδο του σταθμού, ανέβηκε βιαστικά στο τελευταίο βαγόνι, την ώρα που το τραίνο ξεκινούσε. Το ρολόι έδειχνε τέσσερις το πρωί.
Κοιτούσε έξω από το παράθυρο λες και μπορούσε να δει κάτι στο σκοτεινό τοπίο που, παρόλο το φεγγαρόφωτο, δεν ξεχώριζες παρά μόνο σκιές. Η ζωή της πέρασε από μπροστά της, σαν κινηματογραφική ταινία μικρού μήκους. Μια ζωή γεμάτη όνειρα για μια οικογένεια που δεν χάρηκε, αφού έχασε τον μονάκριβό της σε τροχαίο, μια ζωή γεμάτη στερήσεις. Και τώρα, που κόντευε τα εξήντα κι εκείνος είχε περάσει τα εβδομήντα, τώρα που τους έτυχε αυτό το αναπάντεχο δώρο να κερδίσει το λαχείο και να περάσουν ήρεμα την υπόλοιπη ζωή τους, βρήκε ερωμένη και αποφάσισε, χωρίς να την σκεφτεί καν, να φύγει μαζί της. Η γυναίκα φορούσε ένα μπλε ηλεκτρίκ παλτό και στο λαιμό είχε περασμένο ένα μακρύ κόκκινο φουλάρι. Οι μαύρες τις γόβες άρχισαν να την ενοχλούν υπερβολικά. Έκλεισε τα μάτια, όχι για να κοιμηθεί, αλλά για να σκεφτεί τι θα έκανε στη συνέχεια. Δεν ήξερε καν πού πήγαινε. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε κάποιον να την σκουντά στον ώμο. « Κυρία το εισιτήριό σας» είπε ο ελεγκτής. Εκείνη στην αρχή τα έχασε, μετά βρήκε μια δικαιολογία και του είπε πως ήταν διατεθειμένη να βγάλει εισιτήριο στον πρώτο σταθμό που θα συναντούσαν και πως θα συνέχιζε το ταξίδι της, χωρίς να του πει πού θα πήγαινε αφού και η ίδια δεν ήξερε. Σηκώθηκε από τη θέση της και προχώρησε προς τα μπροστινά βαγόνια. Στο πέμπτο βαγόνι, είδε τον άντρας της δίπλα στην άγνωστη που ήταν γερμένη στον ώμο του. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα , ξανθιά, υπερβολικά βαμμένη, όπως αυτές τις γυναίκες των καμπαρέ.
Είχε βγάλει τα γυαλιά του , ήθελε να δείχνει νεότερος, άλλωστε δεν τα χρειαζόταν κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Η Νατάσα, είχε γύρει στον ώμο του και κοιμόταν σαν πουλάκι. Το βαρύ άρωμα που φορούσε τον ενοχλούσε αφάνταστα, δεν έκανε όμως καμία κίνηση να την απομακρύνει. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, σ΄ εκείνο το μπαρ, του είχε κάνει εντύπωση. Μια θολή γυναικεία φιγούρα του τράβηξε την προσοχή. Ίσως να μην ήταν αυτή, αλλά αυτό το μπλε ηλεκτρίκ παλτό, θα το ξεχώριζε ακόμα και τώρα που δεν φορούσε τα γυαλιά του. Της το είχε κάνει δώρο σε μια επέτειο του γάμου τους, πριν μερικά χρόνια. Άλλωστε το φορούσε όταν φύγανε εκείνο το απόγευμα από το σπίτι. Έσπρωξε απαλά την Νατάσα στο πλάι. Σηκώθηκε από τη θέση του φορώντας τα γυαλιά του και πήγε βιαστικά προς το μέρος που είδε τη γυναίκα σκεπτόμενος πως ίσως να ήταν η ιδέα του. Την είδε να μπαίνει στις τουαλέτες. « Η σκρόφα» ψιθύρισε.
Κόντευε μεσημέρι όταν η γυναίκα κατέβηκε στο σταθμό της Δράμας. Φορούσε ένα ηλεκτρικ παλτό και μαύρες γόβες. Όταν το τραίνο έφτασε στη Σόφια, βρήκαν νεκρό έναν εβδομηντάχρονο άντρα στις τουαλέτες, στο λαιμό του φορούσε ένα κόκκινο φουλάρι. Η αστυνομία συνέλαβε μια νεαρή γυναίκα, ξανθιά με γούνινο παλτό. Την οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Εκείνη ισχυριζόταν πως τον είχε δει στο τρένο για πρώτη φορά. Ο ελεγκτής είπε πως την είδε να μπαίνει στην τουαλέτα μαζί του.
ΖκΠ