You are currently viewing Σάρα Θηλυκού: Γιώργου Μαρκόπουλου, Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη. Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2022

Σάρα Θηλυκού: Γιώργου Μαρκόπουλου, Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη. Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 2022

ΣΠΑΝΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ…

Ένας τρυφερός φίλος; Ένας οξύνους κριτικός; Ένας ένθερμος αναγνώστης της ποίησης;  Ή μήπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος συνδυάζει όλες αυτές τις ιδιότητες στο ανά χείρας τομίδιο, αφιερωμένο στην ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη; Στην ποίηση και όχι στην ποιητική ή τα ποιήματα. Και αυτό έχει τη σημασία του. Να θυμίσουμε ακόμη ότι στην κομψή αυτή σειρά ο Μαρκόπουλος έχει περιλάβει στις αναγνώσεις του και τον Κώστα Παπαγεωργίου και τον Αντώνη Φωστιέρη, ομοτέχνων του της γενιάς του ΄70.

Ο θάνατος και η σπουδή του συνέχει ως διήκουσα έννοια το έργο των ποιητών αυτών. Οι Βαρβέρης και Παπαγεωργίου άλλωστε επιμελήθηκαν την Ελληνική ποιητική ανθολογία θανάτου του 20ου αιώνα, ο Φωστιέρης έγραψε Το θα και το να του θανάτου ενώ ο Βαρβέρης ανθολόγησε ακόμη και μετέφρασε από τα Γαλλικά το Σα μουσική, την νύχτα. Τέλος, ο ίδιος ο Μαρκόπουλος, ισόκυρος των τριών άλλων ποιητής, «σπουδάζει» και αυτός τον θάνατο, όπως μαρτυρεί και η προσωπική αυτοανθολόγησή του στον τόμο Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή), όπου παρελαύνουν φίλοι, σύντροφοι, συναγωνιστές, ομότεχνοι…, όπως επίσης και τον έρωτα, τους δύο πόλους, κατά τη γνώμη του, της ποιητικής δημιουργίας της γενιάς του. Η εκλεκτική αυτή συγγένεια μεταξύ των συνηλικιωτών και ομοτέχνων, στεγασμένων υπό την ίδια ποιητική γενιά, αποτελεί το στέρεο υπόβαθρο αυτών των αναγνωστικών προτάσεων του Μαρκόπουλου.

Τι θα απεκόμιζε άραγε ένας αναγνώστης που δεν θα είχε διαβάσει ούτε έναν στίχο από το έργο του Βαρβέρη; Που θα το γνώριζε μέσ’ από τα μάτια του Μαρκόπουλου; Πρώτ’ απ’ όλα πως πρόκειται για ένα έργο που έχει καταλάβει περίοπτη θέση, ήδη, στην ποίησή μας. Και παρόλο που αυτή η φράση αυτή συνιστά την κατακλείδα της μελέτης, η θέρμη του συγγραφικού τόνου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία απ’ αρχής μέχρι τέλους του έργου πως ο συγγραφέας του θεωρεί τον Βαρβέρη έναν μεγάλο ποιητή.

Προκειμένου να στοιχειοθετήσει την κριτική του πρόταση ο Μαρκόπουλος επιλέγει μία γραμμική αφήγηση παρουσιάζοντας τις ποιητικές συλλογές του Βαρβέρη με τη χρονολογική σειρά έκδοσής τους εξαίροντας και παραθέτοντας ποιήματα από την κάθε μια -αυτοτελή ή αποσπάσματα- δημιουργώντας έτσι τρόπον τινά και ένα ανθολόγιο του βαρβερικού corpus ενώ παράλληλα αναδεικνύει τις βασικές συντεταγμένες του: λόγου χάριν την ευαισθησία, νοησιαρχία, δωρικότητα, γλωσσική επάρκεια και τον συνδυασμό επιθετικότητας και τρυφερότητας στην πρώτη συλλογή Εν φαντασία και λόγω (1975). Τον υπερρεαλισμό, την προτεραιότητα στη μορφή, την ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό, την αναστολή, τη μισανθρωπία ως άμυνα στο Ράμφος (1978). Την εφιαλτικότητα, την αλλοτρίωση, την ταπεινότητα έως αυτοκατάργησης, τη «μοχθηρία», το «εγκεφαλικό ποίημα», προάγγελο εκείνων του θανάτου, τη διάσταση αυτήν ακριβώς του θανάτου στο ατελέσφορο του έρωτα καθώς και την περιοχή του συμβόλου στο Αναπήρων Πολέμου (1983). Την κυνική χρήση του σώματος, τον σαρκασμό, το μαύρο χιούμορ, την αποφυγή  της γέννησης, τη ζωή «μέσ’ από τα ποιήματα», την τόλμη των συμβόλων, την αίσθηση θρίλερ, τη λοιδωρία του θανάτου -σε αντίθεση με την ιεροπρεπή προσέγγιση ενός Βαφόπουλου- την εμμονή εντέλει στη ζωή και τον συνδυασμό σκληρότητας και τρυφερότητας, που από την αρχή είχε διαφανεί, στη συλλογή Ο θάνατος το στρώνει (1986). Τη συνέχεια αυτής της συλλογής στις επόμενες Πιάνο βυθού (1991) και Άκυρο θαύμα (1996), όπου απαντώνται η συμφιλίωση με τη φθορά, η νοσταλγική διάθεση, η προσωποποίηση άψυχων αντικειμένων, η διαρκής ματαίωση του έρωτα, η ζωή ως «ναυάγιο», οι «δαίμονες» του ποιητή, ο επικείμενος θάνατος αλλά και η έξοδος προς τη ζωή.

Από τη γραμμικότητα αυτή της παρουσίασης εξαιρείται ο Κύριος Φογκ (1993), με τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική αξία ανάμεσα στα άλλα του Γιάννη Βαρβέρη. Μία σύνθεση – ατομικό έπος, για τη μοναξιά, τον αναχωρητισμό, την αναπόληση, το ανέφικτο, την καρυωτακική αίσθηση ήττας, την οδύνη, την απουσία της ιδεώδους συντρόφου, τη μητέρα, την υποκειμενικότητα της μνήμης, την αυτονομία του ήρωα έναντι του συγγραφέα του, την απόσταση από το συναίσθημα, την αποσπασματικότητα -ίδιον της εποχής μας. Αλλά και στις επόμενες, τελευταίες του συλλογές Στα ξένα (2001), Πεταμένα λεφτά (2005), Ο άνθρωπος μόνος (2009), Βαθέος γήρατος (2011), Ζώα στα σύννεφα (2013), διεκτραγωδείται η ματαιότητα και η εκμηδένιση της ύπαρξης, η ερημία, η απειλή του θανάτου, το ανθρώπινο και το ζωώδες… Ο Βαρβέρης αναμετράται ακόμη με θέματα της θρησκείας, με σεβασμό πάντα,  το πένθος και τον θρήνο για την απώλεια της μητέρας, τις τύψεις, όλα δοσμένα με βάθος, γοητεία, μαγεία, σπάνια μουσική

Μέσ΄ απ΄όλες αυτές τις αντιφάσεις, τις αντινομίες, τα πολλαπλά αντιθετικά σχήματα, όπως της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της ματαίωσης, του παρελθόντος και του μέλλοντος, του άστεως και της φύσεως, της τρυφερότητας και της αγριότητας, της λογικής και του συναισθήματος, του πόνου και της δίψας για τη ζωή, της περιχαράκωσης και του αγαπητικού δοσίματος, της φθοράς και της αφοσίωσης αλλά και της μορφής και του περιεχομένου, μέσ’ από τον συνειδητά επιλεγμένο κόσμο της παρακμής, με παρρησία, με γενναιότητα καταπληκτική, διαβεβαιώνει ο Γιώργος Μαρκόπουλος, αποκαλύπτεται ο Γιάννης Βαρβέρης. Και ο ίδιος ο Μαρκόπουλος όμως   αποκαλύπτει  -μέσω της τιμής αυτής που επιφυλάσσει στους ομοτέχνους του που επιστρέφει αναμφίβολα και στον ίδιο- μία γενναιοδωρία καταπληκτική, μία κριτική παρρησία, μία μοναδική ευαισθησία, παραδίδοντας στη γραφή ένα έργο που συγκινεί τόσο τον μυημένο όσο και τον αμύητο αναγνώστη του Βαρβέρη:

 

Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.

Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι.

 

Αυτό μονάχα μας παρηγορεί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.