Τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα είναι ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό επίτευγμα, αλλά και μια άρτια και επιβλητική σύνθεση που αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας της Σέχαν Καρουνατίλακα βρίσκεται στο απόγειο της συγγραφικής διαδρομής του. Παράλληλα είναι ένα σπάνιο βιβλίο, υπό την έννοια ότι είναι λίγα εκείνα τα σύγχρονα μυθιστορήματα που καταφέρνουν να συνδυάσουν την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα με την ψυχαγωγία, και το μυθιστόρημα του Σέχαν Καρουνατίλακα αποτελεί ένα άκρως διασκεδαστικό και πνευματώδες μυθιστόρημα με το οποίο συνδέεται βαθιά ο αναγνώστης, που δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του μέχρι την τελική λύση του δράματος.
Έχουμε συγκεντρώσει ορισμένες από τις πιο αντιπροσωπευτικές κριτικές που γράφτηκαν για αυτό το βιβλίο που αξίζει όλους τους επαίνους και όλη μας την προσοχή. Ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να υπάρξει αυτούσιο δίχως τις κριτικές του και πολλά από τα κείμενα που ακολουθούν, εμπνευσμένα από ένα τόσο ξεχωριστό μυθιστόρημα, διαβάζονται με πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον φωτίζοντας τις πολυάριθμες πτυχές του. Ταυτόχρονα επεκτείνουν τη σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο, δίνοντάς του την ευκαιρία να παραμείνει, έστω για λίγο ακόμα, στο υπέροχο και γενναιόδωρο σύμπαν που έπλασε ο κάτοχος του περσινού βραβείου Booker.
Έγραψαν για τον Σέχαν Καρουτίλακα
Anderson Tepper, L.A. Times
Η πλοκή ήταν ακριβώς όπως πρέπει για ένα βιβλίο που, σαν τρενάκι του λούνα παρκ, περνάει μέσα από την ιστορία της Σρι Λάνκα: Ο Μάαλι Αλμέιντα, ο φλύαρος αφηγητής, βλέπει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τις συγκρούσεις που ρήμαξαν το έθνος του στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στην πραγματικότητα μόλις έχει δολοφονηθεί. Και, παρόλο που το πτώμα του έχει καταλήξει στο βυθό της λίμνης Μπέιρα στην πρωτεύουσα Κολόμπο, το πνεύμα του ίπταται πάνω απ’ το κατεστραμμένο από τον πόλεμο νησί, να κοιτάζει τα εγκλήματα, τις σφαγές και τις διαβολικές μηχανορραφίες που στοιχειώνουν τη χώρα.
«Πόσο άσχημη είναι αυτή η όμορφη χώρα», σκέφτεται. Κι όσα έχει να δει είναι πολλά: Είναι οι αυτονομιστές Τίγρεις Ταμίλ, οι κυβερνητικές ομάδες θανάτου, οι μαρξιστές επαναστάτες, η Ινδική Ειρηνευτική Δύναμη (που δεν είναι και τόσο ειρηνική), Κινέζοι και Ισραηλινοί έμποροι όπλων – και ο κατάλογος συνεχίζεται. Το ερώτημα έχει ως εξής: Ποια από όλες αυτές τις φράξιες θα ήθελε να σκοτώσει τον Μάαλι, έναν ανεξάρτητο φωτογράφο και πολεμικό ανταποκριτή που πουλούσε το έργο του σε όποιον έδινε τα περισσότερα χρήματα, αλλά αρνούνταν να πάρει το μέρος κάποιου; Δυστυχώς, οι ύποπτοι είναι περισσότεροι από όσους νόμιζε.
Σ’ έναν αγώνα εναντίον του χρόνου –έχει μόνο εφτά μέρες, ή φεγγάρια, πριν φύγει η ψυχή του για το τελευταίο βασίλειο της μετά θάνατον ζωής–, ο Μάαλι προσπαθεί εναγωνίως να διαλευκάνει την ίδια του τη δολοφονία την ώρα που καθοδηγεί τους αγαπημένους του σε κρυμμένες φωτογραφίες που «θα μπορούσαν να ρίξουν την κυβέρνηση». Ο Μάαλι, η μανιώδης κινητήριος δύναμη πίσω από αυτή τη φιλοσοφική και πολιτική σύνθεση, είναι (όπως και η χώρα του) ένα σύνολο από αντιφάσεις. Καθώς είναι «ένθερμος άθεος» και κυνικός, η πίστη του στη δύναμη της δημοσιογραφίας μοιάζει σχεδόν θρησκευτική. Αμετανόητος τζογαδόρος και πότης, είναι επίσης κρυπτοομοφυλόφιλος που αισθάνεται πιο άνετα στις εμπόλεμες ζώνες, μακριά από την αστική φούσκα του Κολόμπο. […] Όταν ήταν έφηβος στο Κολόμπο της δεκαετίας του 1980, ο Καρουνατίλακα έβλεπε κάθε μέρα τη βία με τα ίδια του τα μάτια, παρότι σε γενικές γραμμές ήταν προφυλαγμένος από τις ακόμα μεγαλύτερες φρικαλεότητες που λάμβαναν χώρα σε άλλες περιοχές. Θυμάται ότι έβλεπε πτώματα στο πλάι του δρόμου να κρέμονται μέσα σε λάστιχα και να καίγονται. «Θυμάμαι μόνο το 1989 ως τη σύγκρουση μετά τη σύγκρουση», λέει. «Γι’ αυτό και βασίστηκα στο υπερφυσικό: Ποια είναι η εξήγηση για όλες αυτές τις συγκρούσεις στις οποίες έχουμε εμπλακεί; Μήπως φταίει που τριγυρίζουν πνεύματα, δαίμονες και θυμωμένα φαντάσματα ανάμεσά μας και μας ψιθυρίζουν τις σκέψεις τους;»