You are currently viewing Sergio Ramírez, ( 1942 – Μασατέπε,Nικαράγουα): Catalina y Catalina. Μτφρ από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Sergio Ramírez, ( 1942 – Μασατέπε,Nικαράγουα): Catalina y Catalina. Μτφρ από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Καταλίνα και Καταλίνα

 

Εκείνο το απόγευμα, όπως κάθε απόγευμα, η Καταλίνα σιδέρωνε φορώντας κομπινεζόν και σουτιέν για να ανακουφίζεται από τη ζέστη. Το δωμάτιο ήταν στενό και η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τη στόφα όπου ζεσταίνονταν τα σίδερα ή, ίσως, γιατί πράγματι ήταν μια παλιογυναίκα  για αυτό δεν ξύριζε τις μασχάλες της, παρότι και για τον  ίδιο λόγο αποτρίχωνε σχολαστικά τα πόδια της με ένα τσιμπιδάκι. Μοιχαλίδα, όπως δεν κουραζόταν κατόπιν να την κατηγορεί ο πατέρας μου μπροστά στον καθένα δαγκώνοντας τις λέξεις με τις μεταλλικές κορώνες της οδοντοστοιχίας του. Και στο εξής δεν είχα πια άλλο τρόπο να την βλέπω παρά υπό το πρίσμα εκείνης της τρομερής κατηγορίας, που μου θύμιζε το μαρτύριο της αγίας Αικατερίνης  πεσμένης στα γόνατα μέσα στη σκόνη με μώλωπες, μέσα στο αίμα και  κάτω από πέτρες που έπεφταν βροχή μέχρι να πεθάνει.

Όπως κάθε απόγευμα η Καταλίνα  δοκίμαζε το σίδερο με το δάκτυλο σαλιωμένο για να δει πόσο καυτό ήταν και πατούσε αποφασιστικά τους γιακάδες και τις μανσέτες από τα άσπρα πουκάμισα τα οποία ράντιζε με αραιωμένη κόλλα που έβαζε σε ένα βαποριζατέρ. Μόλις σιδέρωνε το πουκάμισο πήγαινε να το βάλει απλωτό πάνω στο κρεβάτι κάτω από την κουνουπιέρα για να μην πέσουν πάνω του στάχτες. Και στα διαλείμματα έσκυβε το ξανθοκόκκινο κεφάλι της στα κάρβουνα της στόφας  για να ανάψει ένα από τα τσιγάρα Βαλένσια που κάπνιζε σκεφτική και χαμογελώντας μόνη της καμιά φορά. Το ένα χέρι σταυρωμένο πάνω στη γυμνή κοιλιά της, υγρή από τον ιδρώτα, το άλλο μπροστά στο πρόσωπο συννεφιασμένο από  τις βαθιές ρουφηξιές που αργούσε να φυσήξει.

Η Καταλίνα είχε ξανθοκόκκινα μαλλιά, μάτια χρώματος καθαρού χρυσού και φωνή μπάσα. Κάποτε ο πατέρας μου, που έτυχε να περνάει από το δρόμο, βλέποντάς την έτσι αφηρημένη την ρώτησε δαγκώνοντας πάντα τα λόγια του, τι σκεφτόταν τόσο λες και αυτό, να την βλέπει  έτσι απόμακρη ,του τάραζε την ψυχή. Εκείνη χαμογέλασε λέγοντάς του ότι σκεφτόταν χώρες μακρινές και αυτός κακοδιάθετος της απάντησε κουνώντας το κεφάλι του ότι θα έπρεπε να προσέχει πολύ με το τι ασχολείται και να μην τον  κοροϊδεύει, γιατί θα μπορούσε να της κοστίσει ακριβά.

Εκείνο λοιπόν το απόγευμα όταν ο πατέρας μου εμφανίστηκε ξαφνικά στο σπίτι, μια ώρα που κανένας δεν τον περίμενε, έγινε αυτό που θα σας διηγηθώ. Εγώ μελετούσα μεγαλόφωνα τους καρχηδονιακούς πολέμους καθισμένη σε ένα καρεκλάκι δίπλα στη σιδερώστρα και ο αδελφός μου έπαιζε κυλώντας στο πάτωμα σαν βαρελάκι το βαποριζατέρ της κόλλας για τα πουκάμισα. Έλεγαν με θαυμασμό ότι το μυστικό της Καταλίνα, για να κάνει τους γιακάδες και τις μανσέτες τόσο καλοσιδερωμένους και συγχρόνως στητούς, ήταν  ο τρόπος που ετοίμαζε την κόλλα χτυπώντας την αργά ώστε να μην γίνεται πηχτή στο τέλος και σε εκείνη τη μέθοδό της να ψεκάζει τα πουκάμισα με ένα βαποριζατέρ, πράγμα που έκανε οι παραγγελίες να της έρχονται βροχή. Έτσι το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο  λευκά πουκάμισα, πουκάμισα στην απλώστρα στην αυλή, πουκάμισα πάνω στις καρέκλες, πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας και κάτω από την κουνουπιέρα. Εγώ όμως νομίζω ότι μάλλον οφειλόταν στην επιδεξιότητά της στο σιδέρωμα. Το δεξί της μπράτσο με ανεπτυγμένο το ποντίκι είχε ενδυναμωθεί και είχε γίνει μυώδες όπως ενός πυγμάχου.

Ο πατέρας μου στάθηκε μπροστά της, σχολαστικός και νευρικός όπως ήταν  το μήλο του Αδάμ από την έντονη ταραχή ανεβοκατέβαινε κάτω από το δέρμα που ήταν κομμένο από τη λεπίδα του ξυρίσματος, οι φλέβες, εξογκωμένες και πολύ χοντρές, κουβαριάζονταν στο λαιμό και κάτω από τις τρίχες των μπράτσων. Την κοίταξε εξεταστικά από την κορφή ως τα νύχια με βλέμμα όλο περιφρόνηση, μετά την έφτυσε στο πρόσωπο με ακόμα μεγαλύτερη περιφρόνηση και την διέταξε να φύγει αμέσως από το σπίτι αποκαλώντας την ξανά και ξανά μοιχαλίδα, παλιογυναίκα. Η Καταλίνα χωρίς να το συζητήσει μαζί του, σκούπισε με τα δάκτυλά της τα σάλια που κατέβαιναν ως το πηγούνι και με τη βαθειά φωνή της του είπε πως, ναι θα έφευγε ,να μην ανησυχεί, όμως πρώτα είχε να τελειώσει το σιδέρωμα. Είχε ακόμα μισή ντουζίνα λευκά πουκάμισα. Αυτός αντί για άλλη απάντηση την έφτυσε ξανά και βγήκε στο δρόμο.

Τότε ,όταν είχε φύγει, ο αδελφός μου και εγώ τρέξαμε κλαίγοντας στο πλευρό της Καταλίνα και πιαστήκαμε από το κομπινεζόν της, ζητώντας της να μη δίνει σημασία και να μη φύγει. Εκείνη συνέχισε τη δουλειά της, το σιδέρωμα, και συγχρόνως μας έλεγε να μη πιστεύουμε τίποτα κακό για αυτήν, ότι δεν ήταν καμιά παλιογυναίκα, ότι ήταν παραμύθια και δολοπλοκίες των κουνιάδων της που ποτέ δεν την είχαν αγαπήσει. Το καλύτερο όμως ήταν να υπακούσει, μας έλεγε ότι όλοι οφείλαμε υπακοή στον πατέρα μου παρότι έκανε λάθος ,να συμπεριφερόμαστε σωστά  και να μελετούμε τα μαθήματά μας, ότι θα μας έγραφε και να μη ξεχάσω εγώ να παραδώσω τα σιδερωμένα πουκάμισα των πελατών στα σπίτια τους , όλα θα μου τα άφηνε έτοιμα κάτω από την κουνουπιέρα .

Και όταν ήταν όλα τα πουκάμισα έτοιμα, πήγε στο δωμάτιο να βάλει σε ένα κουτί από δημητριακά Κουάκερ, που το έβγαλε κάτω από το κρεβάτι, τα ρούχα της και τα πραγματάκια που είχε στο περβάζι του παραθύρου, ένα μουσικό κουτί, μια κουκλίτσα με ομπρελίνο από κινέζικη πορσελάνη, μια φωτογραφία δική της στα πεύκα όταν ανύπαντρη είχε πάει με το λεωφορείο μια εκδρομή  στη Χινοτέγα. Στο ίδιο περβάζι κάτω από ένα ποταμίσιο βότσαλο ο πατέρας μου είχε λίγα βιβλία τα οποία δεν άλλαζαν και ήταν πάντα εκεί εδώ και χρόνια. Ο Κόμης Μοντεκρίστο, ένα μυθιστόρημα του Ξαβιέ ντε Μοντεπάν που δεν θυμάμαι τον τίτλο και ένα παγκόσμιο Αλμανάκ που και τότε ακόμα ήταν παλιό.

Κατόπιν η Καταλίνα ντύθηκε σφυρίζοντας σιγανά, όπως σφύριζε καμιά φορά όταν σιδέρωνε, και βγήκε στο δρόμο κουβαλώντας το κουτί. Τη θυμάμαι στην πόρτα να κοιτάζει από εδώ και από εκεί σαν να μην ήξερε προς τα πού να κάνει, μισοκλείνοντας τα βλέφαρα σαν να την τύφλωνε ο ήλιος.Θυμάμαι επίσης το φόρεμα με το οποίο έφυγε, ένα φόρεμα γκρίζο που κάποτε ήταν γιορτινό  από ύφασμα γκρό με μαύρη μπορντούρα στο λαιμό και ξηλωμένο στο πλάι σε μερικά σημεία. Η Καταλίνα ήταν τότε είκοσι επτά ετών και, όπως είπα, με ξανθοκόκκινα μαλλιά, με μάτια χρυσοκίτρινα διάφανα και βαθειά φωνή.

Ήταν η εποχή του βαμβακιού. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός στα τρακτέρ Κατερπιλάρ στο συνεργείο της Νικαράγουα Μηχανική στη Μασάγια και τον είχαν βραβεύσει με το δίπλωμα του καλύτερου μηχανικού εκείνης της χρονιάς που το κρέμασε στον τοίχο πλάι στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Κέρδιζε καλά λεφτά, τόσα για να με στείλει στο κολέγιο των καλογραιών του Ροσάριο και για να οργανώνει κάθε Σάββατο  γιορτές στην αυλή μας που άρχιζαν από το μεσημέρι. Δεν υπήρχε ανάγκη να καταπιάνεται η Καταλίνα με το σιδέρωμα, εκείνος είχε αρκετά για να τα βολεύουμε. Αν όμως ήθελε να εξακολουθήσει να προπονεί το σαν μποξέρ μπράτσο της με το να ασκείται στο σιδέρωμα, δικός της λογαριασμός.

Την σκληρότητα του χαρακτήρα του πατέρα μου την συνοψίζω σήμερα, δεν ξέρω γιατί, στη φαρδιά ζώνη από βακέτα δουλεμένη με χοντρή βελόνα, στο καπέλο από φέλπα λεκιασμένη από τον ιδρώτα, που δεν το έβγαζε ούτε μέσα στο σπίτι και στις βαριές μπότες, μπότες της δουλειάς αλλά πάντα καλά βερνικωμένες και λουστραρισμένες, πράγμα περίεργο γιατί το γυάλισμά τους υποτίθεται δεν ήταν απαραίτητο. Και προ πάντων για τη φωνή του, μια φωνή για ξερές διαταγές χωρίς σχόλια και εξηγήσεις, τη φωνή που διέταξε την Καταλίνα να φύγει για πάντα από το σπίτι, αφού προηγουμένως την φώναξε παλιογυναίκα, συνθλίβοντας τις λέξεις  ανάμεσα στις μεταλλικές του κορώνες που φαίνονταν όταν έτρωγε ή όταν τραγουδούσε.

Γιατί ο πατέρας μου τραγουδούσε μπολέρος. Παράξενο; Ναι, αν θέλετε. Όταν λοιπόν προχωρούσε η ώρα στις γιορτές του Σαββάτου, έστελνε στο δρόμο να βρουν κάποιο τρίο μουσικών. Καθόταν σε ένα χαμηλό παγκάκι μπροστά από τους κιθαρίστες, συνεννοούταν μαζί τους κάθε φορά για το ακομπανιαμέντο και με φωνή απαλή και βαθειά, χωρίς περιττά τσακίσματα, τα μάτια κλειστά και το χέρι ανάμεσα στα φρύδια  τραγουδούσε, παρότι η παρέα του σταματούσε να τον ακούει, το ένα μπολέρο μετά το άλλο και  έπινε μετά το τέλος κάθε τραγουδιού  γουλιές από ένα ποτήρι χλιαρό νερό, που η Καταλίνα με παραγγελία δική του έβαζε στο πάτωμα δίπλα του.

Δεν μπορώ ποτέ να τον φέρω στο μυαλό μου να τραγουδάει  μπολέρος στην  Καταλίνα και ούτε βέβαια να της χαϊδεύει τα μαλλιά στο σκοτάδι ή να της βγάζει κάποιο ρούχο ενώ τη φιλούσε. Θυμάμαι όμως ένα απόγευμα Σαββάτου που βαριόμουν στο σπίτι και μπήκα ξαφνικά στο δωμάτιό τους χωρίς να θέλω κάτι. Εκείνος πήδησε από το κρεβάτι γυμνός και έμεινε καθισμένος στην άκρη κουλουριασμένος χωρίς να γυρίσει το πρόσωπό του να με κοιτάξει, ενώ η Καταλίνα επίσης γυμνή και λουσμένη στον ιδρώτα σκεπαζόταν μέχρι τη μέση, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω μου, απλώνοντας το σεντόνι με πολλή προσοχή λες και θα σκεπαζόταν ξανά σαν να μην ήθελε να  καταλάβω, ενώ με τη βαθειά φωνή της ακόμα πιο βαθειά τώρα μου ζητούσε να βγω από το δωμάτιο.

Ούτε τον θυμάμαι ποτέ να με έχει χαϊδέψει, ούτε θυμάμαι να έχω καθίσει στο τραπέζι μαζί του .Καθόταν για φαγητό με τον αδελφό μου δίπλα και με το μαχαίρι και το πιρούνι στο χέρι επιθεωρούσε το πιάτο μοιράζοντάς το μετά με μια  κίνηση του σερβίτσιου σε τέσσερα ίσα μέρη σαν να ήταν πεδίο μάχης, για να αρχίσει κατόπιν την επίθεση, μασώντας με τρόπο σχολαστικό και αργό επιθεωρώντας και πάλι το φαγητό πριν πάρει άλλη μπουκιά και τα άγρια μάτια του να παρακολουθούν τα πάντα γύρω του σαν για να προλάβει οποιαδήποτε διακοπή.

Ο αδελφός μου και εγώ ανακαλύψαμε τελικά πού είχε πάει η Καταλίνα. Στο σπίτι του αδελφού της Νοελίτο, του γραμματέα του δικαστηρίου, κοντά στο σταθμό του τραίνου, γιατί ήρθε μια μέρα η θεία Φούλα, που ήταν η χειρότερη από όλες, να πει στον πατέρα μου ότι εκείνη η ξεδιάντροπη συνέχιζε να βρίσκεται στη Μασάγια και στο σπίτι του αδελφού της του μαστρωπού Νοελίτο, του γραμματέα του δικαστηρίου που δεν είχε πού την κεφαλήν κλείναι, δεχόταν τον εραστή της.

Αυτή η Φούλα και οι άλλες θείες μου επιδίδονταν σε κοσμικότητες, περπατούσαν με έπαρση, λες και το χώμα έπρεπε να πάρει την άδειά τους για να αφήσει να το πατήσουν, πήγαιναν στη λειτουργία με καπέλο, καπέλα από ασημοϋφαντο ύφασμα στολισμένα με ψεύτικα άνθη και γυαλιά ηλίου που δεν τα έβγαζαν ούτε στην εκκλησία, γιατί κατά τη γνώμη τους έτσι συνήθιζαν οι μεγάλες κυρίες. Μιλούσαν συνέχεια για τα επώνυμά τους και τα πλούτη τους και ας μην είχαν πού την κεφαλήν κλείνει. Στην ίδια κατάσταση  με τον θείο μου Νοελίτο ο οποίος φορούσε πάντα το ίδιο παντελόνι με πολλή φροντίδα καλοδιατηρημένο αλλά το ίδιο, που αν και σκούρο ξεθώριασε μέχρι που με τα χρόνια άλλαξε τελείως το χρώμα. Και αυτός αστειευόμενος με  την τόση δοκιμασία της φτώχειας του έλεγε ότι έτσι, χωρίς να ξοδεύεται, φορούσε κάποιο άλλο για πρώτη φορά. Γιατί στο κάτω κάτω με τον καιρό και λίγη φθορά, όπως και να το κάνουμε, κατάφερνε να έχει παντελόνι διαφορετικού χρώματος.

Κάποιο απόγευμα που έπεφτε μια μπόρα δυνατή, ο αδελφός μου και εγώ συμφωνήσαμε να ανεβούμε στη σχάρα μιας άμαξας που πήγαινε επιβάτες στο σιδηροδρομικό σταθμό και γαντζωμένοι πήγαμε να βρούμε την Καταλίνα στο σπίτι του αδελφού της Νοελίτο. Αλλά πια δεν ήταν εκεί.

Ο θείος μου Νοελίτο, που συνήθιζε  να έχει ένα  μολυβάκι πίσω από το αυτί μιας και ήταν η δουλειά του αυτή, να γράφει πάντα, μας στέγνωσε τα κεφάλια με μια πετσέτα και παρά τη βροχή πήγε στο μαγαζάκι  απέναντι να μας αγοράσει μια κόκα κόλα για τον καθένα. Μας πέρασε στο δωμάτιο που έμενε, μας κάθισε στο κρεβάτι του πίσω από ένα παραβάν φτιαγμένο με εξώφυλλα περιοδικών και μας εξήγησε ότι η Καταλίνα είχε μετακομίσει στη Μανάγκουα. Ήθελε να μαζέψει κάποια χρήματα εκεί για να φύγει αεροπορικώς και έτσι να πάει να ζήσει στο Λος Άνχελες, όπου είχε κιόλας σίγουρη δουλειά σιδερώτριας για γιακάδες και μανσέτες στο εργοστάσιο υποκαμίσων κάποιων εβραίων Φαν Έσεν. Ότι μας έστελνε χαιρετίσματα, σε περίπτωση που πηγαίναμε να την βρούμε και ότι πριν φύγει του είχε αναθέσει να μας αγοράσει αυτές τις κόκα κόλες εκ μέρους της. Και μας έδωσε τα ρέστα από το χαρτονόμισμα που του είχε δώσει για τις κόκα κόλες.

Ακούγοντας εκείνα τα νέα άρχισα να κλαίω πολύ σιωπηλά ενώ έπινα την κόκα κόλα και ο αδελφός μου πολύ τρομαγμένος με κοίταζε μόνο. Μετά μου ζητούσε να μην κλαίω γιατί θα έβαζε και εκείνος τα κλάματα.

Δεν είναι κακό να κλαίτε όταν θυμάστε τη μαμά σας μάς είπε τότε ο θείος Νοελίτο. Είναι καλή γυναίκα και εργατική, είμαι βέβαιος ότι μόλις τα καταφέρει θα στείλει να σας φέρουν και τους δυο για να περάσετε στις Ηνωμένες Πολιτείες και ποιος σας εμποδίζει μέχρι και αγγλικά να μάθετε να μιλάτε. Με αυτή την υπόσχεση κάπως παρηγορήθηκα και ο αδελφός μου βάλθηκε να ρωτάει για εκείνο το ταξίδι, λες και την επόμενη μέρα επρόκειτο να μπούμε στο αεροπλάνο.

Τότε εγώ, έτσι ξαφνικά, ρώτησα το θείο μου Νοελίτο, εάν ήταν βέβαιο ότι η Καταλίνα ήταν μια παλιογυναίκα και παρότι τον ρώτησα δύο φορές έκανε τον ανήξερο ή μάλλον με ρώτησε αν μου άρεσε να μαζεύω γραμματόσημα. Είχε ένα με το ηφαίστειο του Μομοτόμπο σε σχήμα τριγώνου που ήταν σπάνιο. Ακόμα και όταν του είπα όχι γιατί δεν είχα καμία σχέση εγώ με γραμματόσημα και ότι αυτό που ήθελα ήταν να μου απαντήσει σε αυτό που τον ρωτούσα,αυτός πήγε να βγάλει από ένα φάκελο το γραμματόσημο που μου το χάρισε λέγοντάς μου ότι θα ήταν ωραίο να γίνω φιλοτελίστρια όπως εκείνος. Και ο αδελφός μου είπε: είναι η φιλοτελίστρια το ίδιο με τη μοιχαλίδα;

Ο θείος Νοελίτο σαστισμένος πολύ του απάντησε πως όχι και πως ήταν πολύ διαφορετικές λέξεις. Και πως ήταν πια ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι και είχε πια καθαρίσει ο καιρός και ότι δεν έπρεπε να πάρει είδηση ο γαμπρός του ότι ήμασταν εκεί και ο Θεός να μας λυπηθεί. Και μας πήρε από το χέρι και μας έβγαλε ως την πόρτα.

Δεν ήταν πολλοί οι άνδρες που σχετίζονταν με την Καταλίνα. Θυμάμαι δύο. Ο Βαλεντίν, μασέρ στο Κλάμπ Σοσιάλ, που έμπαινε στο σπίτι με ό,τι είχε, και το ποδήλατο μαζί, να αφήσει το σακί, ένα σακί από αλεύρι  Εσπίγα δε Όρο, με τα λερωμένα λευκά πουκάμισα. Μισή ντουζίνα κάθε φορά πουκάμισα Venus αφού ήταν υποχρέωσή του να εξυπηρετεί τα μέλη με λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβατούλα. Μετά από λίγο έφευγε οδηγώντας με το ένα χέρι το ποδήλατο και με το άλλο κρατώντας τις κρεμάστρες να ανεμίζουν τα πουκάμισα στον αέρα.

Αυτός ο Βαλεντίν, έλεγε η Καταλίνα με κάποιο παράπονο και καθώς εκείνος δεν ήταν εκεί, αφού του έχω πει να μη βάζει τόση μπριγιαντίνη στα μαλλιά του, γιατί με τον ιδρώτα του τρέχει στο γιακά και δεν βγαίνει εύκολα η κόρα, ακόμα κι αν την ξύσω με μαχαίρι.Και ο Βαλεντίν της απαντούσε: Είναι που πρέπει να είμαι κομψός Καταλίνα.

Ο Βαλεντίν, αν εκείνη είχε φτάσει να τον έχει ζευγάρι στη μοιχεία,δεν ήταν ούτε εμφανίσιμος ούτε τίποτα. Ένας άνδρας άχαρος, κοινός και συνηθισμένος. Όμως μια μέρα, της Αγίας Αικατερίνης αυτός έπρεπε να το έχει πληροφορηθεί από το Αλμανάκ γιατί συνήθως δεν γίνεται γιορτή, της έφερε μια μεγάλη κάρτα από αυτές τις αρωματισμένες με δυο κόκκινες καρδιές από σατέν καπιτονέκαι πήγε να τις της δώσει στο τραπέζι που σιδέρωνε, χωρίς να αφήσει το ποδήλατο που τα πεντάλ του γύριζαν μόνα τους ενώ εκείνος το έσπρωχνε μανουβράροντάς το.

Εκείνη θλιμμένη χωρίς να σηκώσει το κεφάλι πήρε την κάρτα και την έβαλε πολύ γρήγορα κάτω από τα πλυμένα πουκάμισα. Αυτό είναι όλο που θυμάμαι.

Ο άλλος ήταν ο Πέτερ, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κάλλεϋ Δαγνάλ, φορούσε μόνο πουκάμισα  Arrow με μανικετόκουμπα και οι πλαστικές μπαλενούλες που υπήρχαν κάτω από τους γιακάδες για να τους κρατούν στητούς ήταν ένας νεωτερισμός που θαύμαζε η Καταλίνα. Ο Πέτερ όταν ερχόταν να πάρει τα πουκάμισά του σε ένα σάκο από κάμποτ με τη φίρμα της τράπεζας, σαν αυτούς που χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν χαρτονομίσματα, καθόταν αρκετή ώρα και συζητούσε με την Καταλίνα.

Της μιλούσε και της έλεγε αστεία από αυτά που την έκαναν να κρυφογελάει με το στόμα κλειστό ενώ σιδέρωνε, ανέκδοτα για παπάδες, μοναστήρια, καλόγριες, γαϊδάρους, μουλαράδες και παπαγάλους, πάντα υπήρχε ένας παπαγάλος σε εκείνα τα ανέκδοτα. Και πάντα, όταν τελείωνε να διηγείται κάποιο, το γιόρταζε χτυπώντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι του και άρχιζε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο, κουνώντας τη λεκάνη του σαν να έκανε βήματα χορού και ξαναχτυπούσε τα χέρια του όσες φορές μπορούσε. Μια μέρα της είπε ο Πέτερ κάτι που εγώ δεν άκουσα και αυτή έμεινε κάπως, έτσι σαν να έπαιζε τα βλέφαρά της και συγχρόνως να έκλαιγε, και από τότε δεν ξαναφάνηκε ο Πέτερ με τα Arrow πουκάμισά του.

Αυτό ήταν όλο. Εκτός από το ότι και στον Βαλεντίν μπροστά και τον Πέτερ η Καταλίνα  σιδέρωνε με το σουτιέν και το κομπινεζόν. Έμπαιναν αυτοί και δεν την ένοιαζε να τρέξει να ρίξει κάτι πάνω της, σαν να ήταν ο πατέρας μου αυτός που έμπαινε. Και εκείνο, να μένει δηλαδή μπροστά σε ξένους άντρες μισόγυμνη που μάλλον μπορούσε να είναι απόδειξη της αθωότητάς της, η θεία Φούλα το καταλόγιζε ως απόδειξη της κακοήθειάς της, όπως επίσης το γεγονός ότι πήγαινε κάθε βράδυ μόνη της στον κινηματογράφο. Πράγμα που δεν ήταν δικό της λάθος αφού ο πατέρας μου απεχθανόταν τις ταινίες.

Τώρα έχω την ηλικία που είχε η Καταλίνα όταν έφυγε από το σπίτι, είκοσι επτά ετών. Και εκείνοι που την ήξεραν από νέα, πάντα μου λένε ότι της μοιάζω πολύ. Τουλάχιστον έχω μαλλιά προς το κοκκινωπό, αν και τα διατηρώ πολύ κοντά, μάτια διάφανα χρυσαφιά, αν και φοράω γυαλιά λόγω της μυωπίας από δώδεκα ετών. Και φωνή βαθειά, μια φωνή, όπως μου λένε, με τόνο αισθησιακό. Μια φωνή κρεβατοκάμαρας μου είπε κάποιος μια φορά. Με λένε επιπλέον Καταλίνα. Και έμεινα  να την φωνάζω με το όνομά της, Καταλίνα, γιατί έφυγε για πάντα μακριά και γιατί είναι στη μέση αυτή η κατηγορία εναντίον της, ότι ήταν μια παλιογυναίκα, και είτε είναι αλήθεια είτε όχι από τότε δεν έχω διάθεση να την πω μαμά.

Πώς να είναι τώρα η Καταλίνα, πώς είναι η όψη της, να έχει ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα, θα διατηρεί άραγε το χρώμα των μαλλιών της ή έχει ασπρίσει, θα εξακολουθεί να καπνίζει με το σουτιέν και το κομπινεζόν,  θα είναι πάντα μυώδες το μπράτσο του χεριού που σιδέρωνε, τέλος θα έχει εκεί κάποιον εραστή στην περίπτωση που δεν τον είχε εδώ. Δεν το ξέρω. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ, ποτέ δεν  λάβαμε μια της φωτογραφία, ούτε ποτέ μας έγραψε ούτε μας προσκάλεσε να περάσουμε λίγο καιρό μαζί της στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως πίστευε ο καημένος θείος Νοελίτο. Θα σας είναι λίγες οι διακοπές για τα τόσα μέρη που η μαμά σας θα σας πάει να επισκεφτείτε, θα γνωρίσετε οι ίδιοι τη Λάση, το σκυλί, θα φάτε ντόπιες λιχουδιές τυλιγμένες σε σελοφάν και θα πάρετε καινούργιες βαλίτσες, από αυτές με το φερμουάρ, για να κουβαλήσετε τα τόσα αμερικάνικα ρούχα που θα σας αγοράσει αυτή. Ψέματα.

Πήρα το απολυτήριο Λυκείου από το Κολέγιο Καλογραιών του Ροσάριο, ο πατέρας μου παράγγειλε ολόκληρο κουστούμι για να με φέρει αγκαζέ και πάντα με σκληρές, καλογυαλισμένες μπότες . Εγώ του διάλεξα από το κατάστημα του Ελίας Φρέτς τη γραβάτα που φόρεσε, αν και επαναστάτησε, όταν πια είχε ντυθεί εγώ την ώρα που φεύγαμε του κούμπωσα το κουμπί του γιακά γιατί τον ενοχλούσε στο μήλο του Αδάμ. Και ήταν από τις λίγες φορές που τον είδα να γελάει δείχνοντας τη μεταλλική του οδοντοστοιχία  και να μου λέει να τον αφήσω, ότι το κουμπί τον πίεζε πολύ και ότι θα έμοιαζε με κρεμασμένο τράγο με  γουρλωμένα μάτια. Παρουσιάστηκε λοιπόν στην τελετή με το γιακά ανοιχτό, ένα καινούργιο καπέλο που αγόρασε μόνος του από το ίδιο κατάστημα του Ελίας Φρέτς και κάτι σκούρα γυαλιά σαν της θείας Φούλα. Και ποτέ δεν τα ξανάφτιαξε με άλλη γυναίκα. Τουλάχιστον  καμιά γυναίκα δεν πάτησε το πόδι της στο σπίτι μας.

Ένα πρωί ο αδελφός μου δεν ξημέρωσε στο σπίτι. Έφυγε στην παρανομία, όπως έφευγαν πολλοί της ηλικίας του από τη Μασάγια  και έμεινε άδεια η θέση του στην τραπεζαρία δίπλα στον πατέρα μου. Αυτός δεν είπε τίποτα ούτε ρώτησε κάτι και από τη φαινομενική του ηρεμία άφηνε να εννοηθεί ότι ο αδελφός μου τον είχε ενημερώσει για την αναχώρησή του και αυτό μόνο και μόνο για να μη φανεί ότι είχε αμφισβητηθεί ως προς την εξουσία του. Κάτι που δεν ήταν καθόλου αλήθεια αν ήταν να κοστίσει και στους δύο το να ανοίξουν συζήτηση. Τους επόμενους μήνες μόλις τελείωνε το φαγητό του με τα μάτια καρφωμένα στην άδεια καρεκλίτσα κοίταζε αμίλητος, φανερά ανήσυχος, ενώ για πολλή ώρα έξυνε τα δόντια του με την οδοντογλυφίδα.

Γράφτηκα στη Νομική στο Πανεπιστήμιο Κεντρικής Αμερικής και έπρεπε να πηγαίνω κάθε μέρα στη Μανάγκουα. Έτσι οι σχέσεις μας με τον πατέρα μου γίνονταν όλο και πιο απόμακρες αφού μόλις που βλεπόμασταν τα βράδια και εκείνος  επέμενε στη συνήθεια να μη με δέχεται ποτέ στο τραπέζι, παρότι έτρωγε μόνος του τώρα πια. Και έτσι, με τέτοια απόσταση μεταξύ μας, εγώ δεν του αποκάλυψα ποτέ ότι ήμουν αναμεμειγμένη σε μια παράνομη οργάνωση και ότι εκπαιδευόμουν  στη χρήση όπλων. Ήρθε η εξέγερση του Σεπτεμβρίου, με ειδοποίησαν ότι με αναζητούσε η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας, βρέθηκα να ζητάω άσυλο στην Πρεσβεία της Κόστα Ρίκα και έφυγα αυτοεξόριστη για το Σαν Χοσέ.

Στο αεροδρόμιο, όταν οι αυτοεξόριστοι που ήμασταν περισσότεροι από πενήντα ανεβαίναμε στο αεροπλάνο τσάρτερ με τη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο, τον είδα για μια στιγμή που γύρισα τυχαία από μακριά, στον εξώστη του έρημου αεροδρομίου, ενώ είχα σταματήσει μπροστά στους πράκτορες ασφαλείας που τσέκαραν το όνομά μου στον κατάλογο. Δεν ξέρω πώς είχε φτάσει ως εκεί, εάν είχαν απαγορεύσει την είσοδο σε όλους τους συγγενείς. Δεν πήρε ούτε μια στιγμή τα χέρια από τα κάγκελα, δεν έκανε κανένα νεύμα χαιρετισμού. Όμως είχε έρθει να με αποχαιρετίσει, για αυτό ήταν εκεί κάτω από τον ήλιο. Και από μακριά μου φάνηκε ότι τον είδα να μασάει κάτι ανάμεσα στις μεταλλικές του κορώνες, λόγια που δεν έβγαιναν από το κλειστό του στόμα ή μήπως μασούσε μόνο τις πίκρες του.

Ήρθε το 1979.Τότε στην τελευταία ολική επίθεση σκότωσαν σε συμπλοκή τον αδελφό μου, στρατευμένο στις δυνάμεις του Νοτίου Μετώπου που από τα σύνορα με την Κόστα Ρίκα προήλαυναν με αποστολή να καταλάβουν την πόλη Ρίβας. Η φάλαγγα κατάφερε να ανακτήσει το πτώμα του και το θάψαμε στον κήπο των πεσόντων στον οικισμό της Λα Κρούς από την πλευρά της Κόστα Ρίκα. Και τότε τηλεφώνησε η Καταλίνα.

Ήταν την επομένη της κηδείας. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να έχει πληροφορηθεί το τηλέφωνό μου αφού σε εκείνο το σπίτι του Κουριδαμπάτ ζούσαμε τόσοι, όλοι κρυβόμασταν με ψευδώνυμα και αλλάζαμε επιπλέον κατάλυμα  πολύ συχνά. Όμως τηλεφώνησε. Σε καλούν από μακριά, υπεραστικό, μου είπαν. Εγώ τακτοποιούσα φάρμακα, επιδέσμους, γάζες και λευκοπλάστ σε ένα κιβώτιο το  τελευταίο  από μια παρτίδα που έπρεπε να φύγει εκείνο το πρωί για το Νότιο Μέτωπο. Ποιος; Ρώτησα. Από το Λος  Άνχελες  λέει η τηλεφωνήτρια. Έτρεξα στο τηλέφωνο. Η Καταλίνα να καλεί την Καταλίνα. Εσύ είσαι Καταλίνα; Καταλίνα, είναι εκεί η Καταλίνα στο τηλέφωνο, εμπρός! Και περίμενα. Πέρασαν δευτερόλεπτα, ατέλειωτα. Εμπρός! είπε ξανά η τηλεφωνήτρια και υπήρξε νέα σιωπή.

Πώς να είναι η φωνή της; Να είναι ακόμη πιο βαθειά από πριν;

Δεν μπόρεσα να μάθω γιατί αυτό που άκουσα ήταν ένας λυγμός  που άρχιζε από μακριά, μια μακρινή έκρηξη, μια λάμψη, μια κατάρρευση, ένα ξέσπασμα λυγμού. Και εγώ επίσης άρχισα να κλαίω, λες και όλα εκείνα τα χρόνια δεν είχα κάνει τίποτα άλλο παρά να μαζεύω τα δάκρυα.  Ολόκληρο φορτίο και να περιμένω την έλευση εκείνης της στιγμής που θα της απαντούσα κλαίγοντας, λυγμό στο λυγμό. Και κλαίγαμε και καμιά από τις δυο δεν σταματούσε να κλαίει και μόνο τα αναφιλητά μας, που αύξαναν αντιμέτωπα γυρεύοντας γαλήνη και μετά επέστρεφαν για να ξεσπάσουν με απαρηγόρητη βιαιότητα, θα μπορούσαν να εισπραχθούν και από τις δυο άκρες της γραμμής, ο ένας λυγμός να πλησιάζει και ο άλλος να απομακρύνεται, ο ένας που ερχόταν και ο άλλος που πήγαινε να τον συναντήσει, να αποδιωχτεί και να ξαναγυρίσει για να συναντηθούν άλλη φορά.

Ήταν τόσος καιρός, τόσα χρόνια, είχα τόσα πράγματα να της πω, να αναζητήσω ανάμεσα στις δυο μας, στην Καταλίνα και την Καταλίνα, εκείνο το κομμένο νήμα από εκείνο το απόγευμα που την είχα δει για τελευταία φορά στο πεζοδρόμιο, με το παλιό  γιορτινό φουστάνι ξηλωμένο στη μία πλευρά, το κουτί με τα ρούχα στο ένα της χέρι, κρατώντας με τα δάχτυλα το σκοινί που το είχε δέσει, να στέκεται αναποφάσιστη προς τα πού να πάει, να την τυφλώνει ο ήλιος. Να της πω τουλάχιστον, σαν να ήταν κάτι που έγινε χθες, ότι ο θείος Νοελίτο είχε εκπληρώσει  την υποχρέωση να μας αγοράσει τις κόκα κόλες με τα λεφτά που εκείνη του είχε αφήσει. Και εκείνη να μου πει αν είχε φύγει στη Μανάγκουα με τον εραστή της επειδή ήταν μια παλιογυναίκα ή ότι δεν είχε ποτέ κανέναν εραστή και δεν ήταν μια παλιογυναίκα, ότι έλεγε ψέματα η θεία Φούλα η πιο φαντασμένη, ότι έλεγαν ψέματα όλες αυτές οι φαρμακόγλωσσες θείες. Να της πω ότι γαντζωμένοι στο πίσω μέρος μιας άμαξας πήγαμε να την αναζητήσουμε σε εκείνη τη χαμοκέλα, αποκαμωμένοι οι δυο μας και μούσκεμα από τη βροχή να τρέμουμε από το κρύο, ότι εγώ δεν  έπρεπε να κλαίω για να μην κλαίει και ο αδελφός μου που μου έλεγε Θα βάλω τα κλάματα αδελφούλα, έπρεπε τελικά να πεθάνει αυτός για να κλάψεις Καταλίνα, τι σου κόστιζε, τι έκανες όλον αυτό τον καιρό, ούτε ένα γράμμα δικό σου, ούτε δυο λέξεις, ούτε μια δικαιολογία, ποτέ δεν μας έστειλες μια φωτογραφία, μου έβαλαν γυαλιά μυωπίας, έγινα δεκαπέντε χρόνων είχα τη γιορτή μου, πήρα το απολυτήριο Λυκείου, ο αδελφός μου πήγε στον πόλεμο, εγώ βρέθηκα στην εξορία, εκείνος σκοτώθηκε, για να σώσει έναν τραυματισμένο σύντροφο έπεσε από τα πυρά των μυδραλίων  στο Ύψωμα 55, εγώ ντύθηκα στα μαύρα, έγραψαν το όνομά του στο μνημείο των πεσόντων, τώρα έχω πολύ κοντά τα μαλλιά μου, πόσο σου κόστιζε να επικοινωνήσεις μαζί μας για να μας πεις αν ήσουν ζωντανή. Θα σου έλεγα εγώ με τη βαθειά φωνή μου, από το κλάμα ακόμα πιο βαθειά τώρα, μόλις σταματούσαμε να κλαίμε αλλά ακόμα κλαίμε εδώ και πολλή ώρα.

Και όταν μετά από τόση ώρα τελικά ηρεμήσαμε ρουφώντας και οι δυο τα δάκρυά μας, έπεσε ξανά  σιωπή. Και τότε, από απόσταση από πολύ μακριά, άκουσα να λέει:

-Καταλίνα, Καταλίνα! Είσαι εκεί;

-Λάθος νούμερο, είπα εγώ. Και έκλεισα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.