You are currently viewing Σοφία Ελευθερίου: ΜΟΥΛΕΝ ΡΟΥΖ

Σοφία Ελευθερίου: ΜΟΥΛΕΝ ΡΟΥΖ

Βρίσκεται Σαχτούρη και Κορίνθου γωνία δίπλα από το ασφαλιστικό γραφείο. Μπαίνω μέσα στο σκοτεινό σαλόνι που μυρίζει πάντα ξύλο και-όπως κάθε φορά- έχω την αίσθηση πως αφήνω μια ευρύχωρη παραλία για να κλειστώ σ’ ένα στενό ασανσέρ Με τα δυο δάκτυλα τρίβω την ουλή δεξιά στο σαγόνι μου και κοιτάζω γύρω.
Κίτρινα φώτα χαμηλά, τρεις τέσσερις θαμώνες ψιθυρίζουνε στο μπαρ, και η γνωστή γκαρσόνα με το πρόσωπο φεγγάρι.
Επάνω από τον πάγκο κρέμεται ένα σύννεφο καπνού. Κάθομαι παραδίπλα σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι και παραγγέλνω το γνωστό μπέρμπον με πάγο. Το γκαρσόνι το αφήνει στο τραπέζι μαζί με το κλειδί. Δωμάτιο πέντε, η χρέωση για σας ίδια, λέει μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο και φεύγει.
*

Μέσα σε ημίφως, ανεβαίνω στο πρώτο πάτωμα. Παντού μια μυρωδιά σαν πλαστικό επάνω σε καινούργια έπιπλα. Στρίβω μια το κλειδί και μπαίνω.
Βλέπω την άγνωστη γυναίκα να κάθεται στο σιδερένιο ξέστρωτο κρεβάτι, με τα πόδια οκλαδόν. Μέσα στο μισοσκόταδο φαίνονται τα μαλλιά της σαν ασήμι. Κοιτάζω γύρω Ο αναμμένος γλόμπος πάνω από την ξύλινη σιφονιέρα, φωτίζει ένα πακέτο μπισκότα Βιολαντα και μια κανάτα με νερό.

“Καλησπέρα” λέει εκείνη τυπικά. “Να βάλω μουσική;”
Γνέφω το κεφάλι καταφατικά.
Ακούω  ήχο από το κουμπί του μικρού κασετόφωνου. Αρχίζει να παίζει το “La vie en rose” Νιώθω κάπως παράξενα.
“Μπορώ;” μου λέει εκείνη.
Της κάνω νόημα με το κεφάλι να προχωρήσει.
Ακουμπάει τα χέρια και μου ψηλαφεί το παντελόνι. Τα δάκτυλα της κατεβάζουν επιδέξια το φερμουάρ. Αισθάνομαι το αίμα να κυλάει κάπως πιο έντονα και ανοίγω τα πόδια σε σχήμα γάμα. Τότε συμβαίνει. Κατεβάζω λίγο το κεφάλι και μου πέφτουν τα γυαλιά της μυωπίας. Από το θόρυβο καταλαβαίνω πως τα πάτησα.
Μούγκριζω νευριασμένος:
-Ανάβεις λίγο το φως;

Εκείνη υπακούει. Σκύβω και τα σηκώνω. Τα φοράω δοκιμαστικά. Το βλέμμα μου πέφτει τυχαία πάνω στα ασημένια της κοντά μαλλιά. Ασυναίσθητα κάνω ένα βήμα πίσω.

Κάθεται παγωμένη πάνω στο κρεβάτι και με καρφώνει. Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει καθώς τη βλέπω έτσι, με το στόμα ανοιχτό και μια έκφραση σχεδόν σαν πανικού. Ακολουθώ το βλέμμα της και κοιτάζω εξεταστικά τα χέρια μου χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Εκείνη κουλουριάζεται και αποστρέφει το πρόσωπο.
“Μα, τι στο διάολο συμβαίνει;” λέω χολωμένος.
Προχωράω προς το κρεβάτι, βάζω επιτακτικά το δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της και της το ανεβάζω. Υπακούει και ανασηκώνει το πρόσωπο με τα μάτια κατεβασμένα. Την προστάζω βλοσυρά:
-Κοίταξε με!
Ανασηκώνει το κεφάλι και για πρώτη φορά προσέχω πως το ‘να της μάτι είναι μαύρο-πορνικό και τ’ άλλο στο χρώμα της θάλασσας.
Στέκομαι για ένα λεπτό άδειος-μόνο για ένα λεπτό. Μετά μου έρχονται τα πάντα στο μυαλό.

Πρέπει να είναι πάνω από εικοσιπέντε χρόνια πριν.
Ήταν η Φένια που στα δεκάξι της, οι ρώγες της σχεδόν τρυπούσανε τη μπλούζα για να πεταχτούνε έξω. Όλοι οι άντρες την κοιτούσανε ξελιγωμένοι. Όλοι τη λέγαν πορτογύρω. Η Φένια που την έβλεπα μήνες ολόκληρους στον ύπνο μου με τα γαλακτερά βυζιά και μου ‘κοβε και πόδια και καρδιά. Η Φένια που για χάρη της αυνανιζόμουν με τις ώρες. Μέχρι που πήρα την απόφαση και την εκάλεσα στο σπίτι τότε στο χωριό έχοντας πιεί από πριν τρία ποτήρια ουίσκι-της είπα ότι δήθεν θα βλέπαμε φωτογραφίες από πλοία Μου ζήτησε να βάλω το αγαπημένο της τραγούδι το “La vie en rose”. Όταν με είδε φουντωμένο έκανε να φύγει όμως την άρπαξα απ’ τη φούστα και την έσυρα λυσσασμένα ως το κρεβάτι. Μετά σκοτείνιασαν τα πάντα. Κι αν δεν άνοιγε την πόρτα καμιά ώρα αργότερα ο γείτονας που του χρώσταγα λεφτά, μπορεί και να ‘μουν τώρα πεθαμένος. Με βρήκε ακίνητο, μ’ ένα ματωμένο αφρό να βγαίνει από το στόμα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με νερό από τη γυάλινη μπουκάλα που μου πέταξε το βρωμοθήλυκο και μου έσκισε το σαγόνι, κι εγώ πεσμένος στο πάτωμα, σπασμένος σε κομμάτια.
Δεν ξαναπάτησα ποτέ πια στο χωριό. Μετά από χρόνια, βρήκα μια γυναίκα που της έμοιαζε-είχε τα ίδια καρυδί μαλλιά μέχρι τη μέση – και τη στεφανώθηκα, μα τα μπουρδέλα δεν τα έκοψα ποτέ.

Εδώ απέναντι μου στέκεται λοιπόν αυτή η ίδια, απάνω στο κρεβάτι τώρα, αδύναμη και τρέμει σαν το ψάρι.
Βάζω το χέρι μου στην τσέπη και ψάχνω ένα ανύπαρκτο μαχαίρι. Αυτή με κοιτάζει με το πρόσωπο παραμορφωμένο. Αυτή τη στιγμή μου φαίνεται απίστευτα άσχημη. Είναι λοιπόν αστείο πόσο ο φόβος ασχημίζει μια γυναίκα.

Πιάνω με βία την κανάτα και την πετώ στον τοίχο μανιασμένα. Γεμίζουνε τα πάντα με νερό και με γυαλί. Την βλέπω με την άκρη του ματιού μου να’ χει ζαρώσει σαν ποντίκι.
Κλείνω με δύναμη την πόρτα πίσω μου και κατεβαίνω δύο δύο τα σκαλοπάτια.

 

 

 

 

 

Βιογραφικό σημείωμα Σοφίας Ελευθερίου
Η Σοφία Ελευθερίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει πάρει πτυχίο και διδακτορικό δίπλωμα από το τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών. Από το 2000 εργάζεται ως Χημικός σε φαρμακευτική εταιρεία στην Πάτρα. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και σε συλλογικές εκδόσεις βιβλίων. Το ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΛΟΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, το πρώτο της βιβλίο, εκδόθηκε το 2023 από τις εκδόσεις Ενύπνιο.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.