Του Άη Γιώργη απόψε και το φεγγάρι σωστό ροδάκινο. Η Κυρά Κική η Λουράμπενα- το γένος Καρκαντωνάτου βγαίνει από την τελευταία της επίσκεψη με την πάνινη την τσάντα της-σε χρώμα θαλασσί με άσπρα ανθάκια-παραγεμισμένη με γλυκά. Σαν έσκυβες απάνω, μοσχομύριζαν οι κουραμπιέδες. Ολοστρόγγυλοι και με την άχνη ζάχαρη, μ’ εκείνο το βούτυρο το γίδινο. Ένας-ένας τυλιγμένοι σε λαδόχαρτο. Είχε πάει σε περισσότερες από δέκα επισκέψεις λόγω της ημέρας. Κάθε τέτοια μέρα κατέληγε στο σπίτι της με πάνω από τριάντα κουραμπιέδες. Σε κάθε επίσκεψη κάθονταν από λίγο κι έλεγε με τους οικοδεσπότες περί ανέμων και υδάτων
-Να σου τυλίξουμε δυο κουραμπιέδες για το σπιτικό σου κυρά Κική.
-Μήπως να έπαιρνα κι ένα για το Μάκο;
-Ένα μόνο; Τρεις θα πάρεις για τον άντρα σου!
Στο τελευταίο σπίτι της δώσανε μισό ρολό αλεύρι ψημένο σε ταψί, με γέμιση τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, σουσάμι και κομματάκια φρουί γλασέ ζαχαρωμένα.
Περπατούσε βιαστικά με την πραμάτεια της, όταν είδε κάτι να κινείται στο δρόμο. Κόβει το βήμα της και τότε το βλέπει να σέρνεται, αηδιαστικό παγωμένο και κατάμαυρο.
“Βοήθεια, φίδι!” ουρλιάζει και τρέχει τσαλαβουτώντας στα νερά του υπονόμου με την καρδιά στα πόδια. Σε τρία λεπτά χάθηκε μέσα στη νύχτα. Ούτε που νοιάστηκε για τη σακούλα τα γλυκά που της έπεσε καταγής.
“Ρε τσάμπα ο κόπος μου!” θα γκρίνιαζε την επομένη.
Το φίδι στέκει εκεί ακίνητο, υπνωτισμένο. Σιγά- σιγά μαζεύεται προς τα πίσω. Τότε πετάγεται με φόρα ο μικρός Βατσέλος με άλλους δυο πιτσιρικάδες χαχανίζοντας:
-Τα ‘κανε πάνω της η κυρά Κική από το φόβο. Καλή δουλειά έκανε πάλι η λουρίδα του πατέρα σου!
-Άνοιξε τώρα τη σακούλα Θύμιο. Κάτι μου λέει πως θα φάμε κουραμπιέδες!